Καμπανάκι των επιστημόνων για προϊόντα καθημερινής χρήσης
Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Case Western Reserve στο Οχάιο των ΗΠΑ «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» σχετικά με την επιβλαβή επίδραση που έχουν χημικά καθημερινής χρήσης στην υγεία του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Σύμφωνα με μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Neuroscience», χημικά που περιέχονται σε πλήθος προϊόντων και αντικειμένων που έχουμε μέσα στο σπίτι μας – από έπιπλα και ηλεκτρονικές συσκευές ως απολυμαντικά και προϊόντα περιποίησης των μαλλιών – πιθανώς συνδέονται με σοβαρές νευρολογικές παθήσεις όπως η πολλαπλή σκλήρυνση και οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.
Ο ρόλος του περιβάλλοντος
Εκατομμύρια άτομα πάσχουν από νευρολογικές διαταραχές παγκοσμίως, ωστόσο μόνο ένα ποσοστό των νευρολογικών περιστατικών αποδίδονται αποκλειστικώς σε γενετικά αίτια. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες πιθανότατα συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην εμφάνιση διαφορετικών νευρολογικών παθήσεων.
«Ανακαλύψαμε ότι τα ολιγοδενδροκύτταρα – όχι όμως και τα άλλα κύτταρα του εγκεφάλου – είναι αναπάντεχα ευάλωτα»
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, κοινά χημικά καθημερινής χρήσης έχουν αρνητική επίδραση στα ολιγοδενδροκύτταρα, εξειδικευμένα κύτταρα του εγκεφάλου τα οποία δημιουργούν την προστατευτική «μόνωση» που περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα – το «περίβλημα» αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τη σωστή λειτουργία τους.
Σύνδεση με νευρολογικές διαταραχές
«Η απώλεια των ολιγοδενδροκυττάρων του εγκεφάλου συνδέεται με την εμφάνιση πολλαπλής σκλήρυνσης και άλλων νευρολογικών διαταραχών» σημείωσε ο κύριος ερευνητής της νέας μελέτης, Πολ Τέζαρ, καθηγητής Καινοτόμου Θεραπευτικής και διευθυντής του Ινστιτούτου για τις Γλοιακές Επιστήμες του Πανεπιστημίου Case Western Reserve και προσέθεσε: «Δείξαμε τώρα ότι συγκεκριμένα χημικά που περιέχονται σε καταναλωτικά προϊόντα μπορούν να βλάψουν απευθείας τα ολιγοδενδροκύτταρα, αποτελώντας ένας άγνωστο μέχρι τώρα παράγοντα κινδύνου για νευρολογικές διαταραχές».
Οι δύο «ένοχες» κατηγορίες χημικών
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές ανέλυσαν περισσότερα από 1.800 χημικά στα οποία εκτίθενται οι άνθρωποι. Εντόπισαν ότι τα χημικά τα οποία καταστρέφουν επιλεκτικά τα ολιγοδενδροκύτταρα ανήκουν σε δύο κατηγορίες: στα οργανοφωσφορικά επιβραδυντικά φλόγας (OPFRs) και στις ενώσεις τεταρτοταγούς αμμωνίου (QACs).
Με δεδομένο ότι τα QACs περιέχονται σε πολλά προϊόντα προσωπικής υγιεινής καθώς και σε απολυμαντικά, τα οποία χρησιμοποιούνται πλέον πολύ συχνότερα μετά την πανδημία της COVID-19, οι άνθρωποι εκτίθενται σε τακτική βάση σε αυτά τα χημικά. Παράλληλα πολλές ηλεκτρονικές συσκευές αλλά και έπιπλα περιέχουν OPFRs με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να έχει καθημερινή επαφή μαζί τους.
Πειράματα στο εργαστήριο και σε ποντίκια
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν κυτταρικά συστήματα καθώς και οργανοειδή στο εργαστήριο προκειμένου να δείξουν ότι τα QACs οδηγούν τα ολιγοδενδροκύτταρα στον θάνατο ενώ τα OPFRs αποτρέπουν την ωρίμαση των συγκεκριμένων κυττάρων. Στη συνέχεια έδειξαν σε ποντίκια ότι και οι δύο κατηγορίες χημικών καταστρέφουν τα ολιγοδενδροκύτταρα στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο των τρωκτικών. Συνέδεσαν επίσης την έκθεση σε ένα από τα χημικά με «φτωχή» νευρολογική ανάπτυξη στα παιδιά.
Ο «χαμένος περιβαλλοντικός κρίκος» των νευρολογικών παθήσεων
«Ανακαλύψαμε ότι τα ολιγοδενδροκύτταρα – όχι όμως και τα άλλα κύτταρα του εγκεφάλου – είναι αναπάντεχα ευάλωτα τόσο στα χημικά OPFRs όσο και στα QACs» σημείωσε η Εριν Κον, κύρια συγγραφέας της νέας μελέτης, πτυχιούχος του Εκπαιδευτικού Προγράμματος Ιατρικής Επιστήμης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Case Western Reserve και συμπλήρωσε: «Η κατανόηση της ανθρώπινης έκθεσης σε αυτά τα χημικά μπορεί να δίνει εξήγηση στον ‘χαμένο κρίκο’ της εμφάνισης ορισμένων νευρολογικών παθήσεων».
Ρυθμιστικά μέτρα και συμπεριφορικές παρεμβάσεις
Σύμφωνα με τους ερευνητές, απαιτείται τώρα περαιτέρω έρευνα προκειμένου να αποδειχθεί η σύνδεση μεταξύ της ανθρώπινης έκθεσης στα χημικά και της επίδρασής τους στην υγεία του εγκεφάλου. Οι μελλοντικές έρευνες πρέπει να στραφούν στον εντοπισμό των επιπέδων των χημικών στον εγκέφαλο ενηλίκων και παιδιών προκειμένου να προσδιοριστεί η διάρκεια και τα επίπεδα έκθεσης που είναι επιβαρυντικά για την υγεία.
«Ελπίζουμε ότι η ερευνητική δουλειά μας θα συμβάλλει στη λήψη εμπεριστατωμένων αποφάσεων από τους αρμοδίους σχετικά με ρυθμιστικά μέτρα αλλά και σε συμπεριφορικές παρεμβάσεις προκειμένου να μειωθεί η έκθεση του πληθυσμού σε χημικά και να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία» κατέληξε ο καθηγητής Τέζαρ.
in.gr