Σακχαρώδης Διαβήτης: Τετραπλασιάστηκαν οι ασθενείς τα τελευταία 50 χρόνια στην Ελλάδα
Το 1970 το ποσοστό των Ελλήνων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) δεν ξεπερνούσε το 2,8%. Περίπου 50 χρόνια μετά το αντίστοιχο ποσοστό έχει ξεπεράσει το 10% (βάσει του ηλεκτρονικού συστήματος συνταγογράφησης αγγίζει το 11%), με τα δεδομένα να καταγράφουν την ταχεία – και συνεπακόλουθα δυσοίωνη – εξάπλωση της νόσου.
Υπό το πρίσμα αυτό η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του Διαβήτη είναι αφιερωμένη (και μάλιστα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά) στον σημαντικό ρόλο της οικογένειας με κεντρικό μήνυμα «Ανακάλυψε, Πρόλαβε, Διαχειρίσου τον Διαβήτη… Εμπόδισε την εμφάνισή του στη δική σου Οικογένεια».
Οπως άλλωστε σημείωσε σε σχετική συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ) και καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ, Γεώργιος Δημητριάδης, «το 80% των περιπτώσεων ΣΔ τύπου 2 (ΣΔτ2) μπορεί να προληφθεί με την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, ενώ το 70% των πρώιμων θανάτων των ενηλίκων προκαλείται από συνήθειες που υιοθετούνται κατά την περίοδο της εφηβείας».
Ο ίδιος δε προειδοποίησε ότι τα τελευταία χρόνια «παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση της εμφάνισης παχυσαρκίας και ΣΔτ2 στα παιδιά και η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τις οικογενειακές συνήθειες».
Τα στοιχεία που παρέθεσε δικαιολογούν τον προβληματισμό των ειδικών: Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι το 50% των παιδιών και των εφήβων είναι υπέρβαρα και το 21% παχύσαρκα. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το εύρημα ότι οι ανήλικοι στην Ελλάδα διακρίνονται για την υψηλότερη τηλεθέαση και τη λιγότερη φυσική άσκηση συγκριτικά με τους ευρωπαίους συνομηλίκους τους.
Συνεπώς, «όταν η οικογένεια τρώει υγιεινά γεύματα και ασκείται, όλα τα μέλη της υιοθετούν και ενισχύουν συμπεριφορές οι οποίες επιτρέπουν την πρόληψη του ΣΔτ2 ή την ευκολότερη διαχείριση του ΣΔ τύπου 1 (ΣΔτ1) όταν αυτός εμφανιστεί. Η μείωση της εμφάνισης του ΣΔ ξεκινά επομένως από το σπίτι και η οικογενειακή υποστήριξη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόληψη, πρώιμη εντόπιση, εκπαίδευση, ψυχική – συναισθηματική στήριξη, φροντίδα και διαχείριση του ΣΔ».
Υπουλοι εχθροί
Αίσθηση εντούτοις προκάλεσε η αναφορά του καθηγητή και στους… ύπουλους παράγοντες που ευθύνονται για την εξάπλωση του ΣΔ, οι οποίοι για τους περισσότερους παραμένουν «άγνωστοι» και δύσκολα ελεγχόμενοι εχθροί.
Ο πρώτος εξ αυτών είναι το στρες, με τον κ. Δημητριάδη να διευκρινίζει ότι «το χρόνιο στρες επηρεάζει τον ύπνο. Ομως, η ανεπάρκεια ύπνου ευθύνεται για την ανάπτυξη αντίστασης της ινσουλίνης. Επιπλέον το στρες είναι κακός σύμβουλος σε ό,τι αφορά τις καθημερινές διατροφικές επιλογές και τη φυσική άσκηση».
Επιπλέον, οι επιστήμονες ανά τον κόσμο – σύμφωνα πάντα με τον πρόεδρο της ΕΔΕ – στοχοποιούν και την περιβαλλοντική ρύπανση, καθώς οι έρευνες δείχνουν ότι ευθύνεται για πλήθος ασθενειών (όπως καρκίνους και πνευμονοπάθειες), με τις πλέον πρόσφατες να συμπεριλαμβάνουν το ΣΔ στην ίδια λίστα.
Εάν λάβει δε κανείς υπόψη ότι η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) στις 20 Νοεμβρίου 2018 ανακοίνωσε πως το 90% των ανθρώπων του πλανήτη αναπνέει «βρώμικο αέρα» ο οποίος μειώνει το προσδόκιμο ζωής δύο-επτά χρόνια και έχει την αποκλειστική ευθύνη για 7 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο, αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο της ρύπανσης και στην εξάπλωση του συγκεκριμένου νοσήματος.
Στον επιπολασμό του διαβήτη παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας αναφέρθηκε ο αντιπρόεδρος της ΕΔΕ, δρ Σταύρος Παππάς, παθολόγος διαβητολόγος, χαρτογραφώντας δεκαετία ανά δεκαετία την επέλασή του. «Σύμφωνα με τη μελέτη ΕΜΕ ΝΟ (Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου) η συχνότητα του διαβήτη τύπου 2 έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 50 χρόνια και υπολογίστηκε στο 11%-12% του πληθυσμού. Επιπροσθέτως, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται αύξηση της συχνότητας και του διαβήτη τύπου 1 (~3% κάθε χρόνο), ο οποίος, αν και αφορούσε κυρίως μικρές ηλικίες, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και σε μεγαλύτερες (μετά τα 40) σε ποσοστό άνω του 40%. Η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη (IDF, 2017) υπολόγισε το ποσοστό του ΣΔ στην Ελλάδα στο 8%. Τα ποσοστά αυτά (κατά μέσο όρο ~10%) συμφωνούν με τα διεθνή».
Οι αλλαγές που «φρενάρουν» τη νόσο
Η τροποποίηση του τρόπου ζωής, με εξατομικευμένες παρεμβάσεις στη διατροφή και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, αποτελούν το «Α» στην πρόληψη του ΣΔ. «Επίσης προτείνεται μια πιο επιθετική παρέμβαση, που να απευθύνεται σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους, παράλληλα με συμβουλευτική παρέμβαση και θεραπεία συμπεριφοράς των παιδιών και της οικογένειας. Μεταξύ άλλων, προτείνεται η μείωση των θερμίδων, η κατανάλωση τροφών με υψηλή θερμιδική αξία και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, η αποφυγή ζάχαρης και ζαχαρούχων ποτών. Επιθυμητή είναι η δίαιτα πλούσια σε λαχανικά, φυτικές ίνες, άπαχο κρέας, ψάρι και γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλή συγκέντρωση λιπαρών. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Τριάντα λεπτά μέτριας φυσικής δραστηριότητας κάθε μέρα (περπάτημα, ήπιο τρέξιμο ή άλλης μορφής αερόβια αύξηση) και 5%-10% απώλεια βάρους μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 κατά 58%» υπογράμμισε η ταμίας της ΕΔΕ, Μαγδαληνή Μπριστιάνου, παθολόγος-διαβητολόγος στο Νοσοκομείο Λαμίας.