Πανελλαδική έρευνα: Εμπιστεύονται οι Έλληνες ασθενείς το γιατρό τους;
Πανελλαδική έρευνα με θέμα: «Επικοινωνία Γιατρού – Ασθενούς – Αλφαβητισμός στην Υγεία – Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων» πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Επικοινωνίας και Αλφαβητισμού στην Υγεία
Προβληματική φαίνεται να είναι η επικοινωνία γιατρού και ασθενούς, καθώς, ναι μεν στην πλειονότητά τους οι ασθενείς εμπιστεύονται το γιατρό τους και μιλούν με ειλικρίνεια για οτιδήποτε αφορά την υγεία τους, και οι γιατροί από την άλλη αφιερώνουν χρόνο και εξηγούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ωστόσο οι ασθενείς φεύγουν με απορίες, καθώς οι όροι που χρησιμοποιούν οι γιατροί είναι «επιστημονικοί».
Τα παραπάνω καταγράφει πανελλαδική έρευνα με θέμα: «Επικοινωνία Γιατρού – Ασθενούς – Αλφαβητισμός στην Υγεία – Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων», που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Επικοινωνίας και Αλφαβητισμού στην Υγεία σε δείγμα 2000 ατόμων, από 22 Ιανουαρίου έως 20 Φεβρουαρίου 2019.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας Δρ. Έφη Σίμου, ανησυχητικό είναι το αποτέλεσμα που δείχνει ότι σε ποσοστό 15,6% οι ασθενείς δεν επισκέφθηκαν γιατρό επειδή δεν είχαν χρήματα. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, πως το 12% των πασχόντων θεωρεί ότι είναι θέλημα Θεού εάν θα πάει καλά η υγεία και η θεραπεία του, ενώ άλλοι απευθύνονται σε άλλους ασθενείς που έχουν την ίδια πάθηση και αναζητούν πληροφορίες στο διαδίκτυο για τα συμπτώματα τους.
Αποτελέσματα έρευνας
Οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 81,4% εμπιστεύονται πάντα και συχνά το γιατρό τους, ενώ αντίστοιχα σε ποσοστό 90,1% μπορούν να μιλήσουν σε αυτόν με ειλικρίνεια για οτιδήποτε αφορά την υγεία του. Παρόλα αυτά, σε ποσοστό 23,3% διστάζουν να μιλήσουν στο γιατρό για τον τρόπο ζωής τους και τις καθημερινές τους συνήθειες.
Σε ποσοστό 58,8% πάντα και 22,4% συχνά, οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι ο γιατρός τους δεν τους διακόπτει, και τους αφιερώνει χρόνο κατά την επίσκεψη, ενώ σε ποσοστό 27,3% απάντησαν ότι αποφεύγουν να κάνουν ερωτήσεις στο γιατρό τους, γιατί έχουν την αίσθηση ότι βιάζεται ή δεν έχει χρόνο. Αναφορικά με τον τρόπο που ο γιατρός επικοινωνεί και επεξηγεί στον ασθενή παραμέτρους της ασθένειας και της φαρμακευτικής αγωγής, παρατηρούμε ότι πάντα και συχνά σε ποσοστό 81,6%, εξηγεί τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σε ποσοστό 92,9% τον τρόπο που ο ασθενής θα πρέπει να παίρνει τα φάρμακα, ενώ το ποσοστό αυτό πέφτει στο 62,4% αναφορικά με την επεξήγηση των παρενεργειών και των ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων.
Σε ποσοστό 49,8%, οι γιατροί ρωτάνε τους ασθενείς τους αν κατάλαβαν όλα όσα τους είπαν. Μετά την επίσκεψη σε ποσοστό 48%, όσοι επισκέφτηκαν το γιατρό μίλησαν μαζί του τηλεφωνικά και ζήτησαν διευκρινήσεις, 30% έψαξαν στο διαδίκτυο και 21,1% αναζήτησαν ομάδες ασθενών με παρόμοια προβλήματα και ρώτησαν τη γνώμη τους.
Επίσης, σε ποσοστό 73,5%, οι ασθενείς δήλωσαν ότι διαβάζουν πάντα τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων, μόνο 28% τα καταλαβαίνει, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό αναφορικά με τις οδηγίες στο κουτί των φαρμάκων καταγράφεται σε ποσοστό 54,4% και 40% αντίστοιχα.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι σε ποσοστό 59,5% γνωρίζουν πως μπορούν να προλάβουν επιπλοκές από την ασθένειά τους και πού και πώς μπορούν να βρουν πληροφορίες σχετικά με συμπτώματα και τις θεραπείες. Ποσοστό 74,1% γνωρίζει πού μπορεί να βρει γιατρό και το ποσοστό αυτό σημειώνει πτώση 67% στην περίπτωση επείγοντος περιστατικού, καθώς και σε περιπτώσεις που θα πρέπει να αναζητήσει δεύτερη γνώμη (60,5%).
Παρότι η μεγάλη πλειοψηφία (79,2%) των συμμετεχόντων θυμάται πως πρέπει να παίρνει τα φάρμακα, ποσοστό 27,7% διακόπτει τα φάρμακα όταν αισθάνεται καλύτερα, ποσοστό 23,3% διακόπτει λόγω του ότι φοβάται τις παρενέργειες, ποσοστό 12,5% γιατί χρησιμοποιεί εναλλακτικές θεραπείες και ποσοστό 12,4% για οικονομικούς λόγους .
Σχετικά με την συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων, σε ποσοστό 73,3% συμφωνούν ότι οι σημαντικές ιατρικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από το γιατρό και 82,3% ότι οι ασθενείς θα πρέπει να εμπιστεύονται τους γιατρούς τους, ενώ μόνο 19,4% δηλώνει ότι στις δύσκολες καταστάσεις είναι καλύτερα για τους ασθενείς να μην τους εξηγείται η κατάσταση υγείας τους.
Τέλος, σε ποσοστό 34,6%, οι συμμετέχοντες δηλώνουν ότι η προσωπική θέληση και ο αγώνας επηρεάζουν την εξέλιξη της υγείας τους, ενώ ποσοστό 50,2% εγκατέλειψε το γιατρό μετά από δυσαρέσκεια και 26,4% δήλωσε ότι υπέστη ιατρικό σφάλμα πρόσφατα ή στο παρελθόν.
Στόχος της μελέτης, όπως ανέφερε η κ. Σίμου, είναι η διεξοδική μελέτη των στάσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών που επηρεάζουν την επικοινωνία γιατρού- ασθενούς, τον αλφαβητισμό στην υγεία, τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή και τη συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων.
«Η εμπιστοσύνη στο γιατρό θα πρέπει να διαφυλαχθεί και ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια και διαφάνεια στη φροντίδα του ασθενή να διασφαλιστούν», κατέληξε.
Από την πλευρά του ο Γιάννης Μπουκοβίνας, πρόεδρος της Εταιρείας Παθολόγων – Ογκολόγων Ελλάδας, τόνισε ότι «η σχέση ογκολόγου -ασθενούς περνά μέσα από πολλά στάδια. Είναι μία σχέση με πολλές συσχετίσεις, ψυχολογικές, κοινωνικές, αξιών και φιλοσοφίας, ιδιαιτεροτήτων και οικονομικών δεδομένων. Ο γιατρός στην ενημέρωση θα πρέπει να ακροβατεί ανάμεσα στη μη συντριβή του ασθενούς, αλλά και στη μη αποκοίμησή του. Η ενεργός συμμετοχή του ασθενούς στη λήψη αποφάσεων, σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα και κινητοποιώντας δυνάμεις του που είναι χρόνια σε ύπνωση, είναι απαραίτητη στη σύγχρονη άσκηση της ογκολογίας, όπου η τελική έκβαση της αρρώστιας δεν είναι πάντα το ζητούμενο, αλλά προσμετρώνται και παράμετροι όπως ποιότητα ζωής, προτιμήσεις ασθενών, κλινικό όφελος, ολοκλήρωση κύκλου ζωής».
«Για να αλλάξει η σχέση γιατρού ασθενούς, χρειαζόμαστε επαγγελματίες υγείας με εν-συναίσθηση, εκπαιδευμένους στην επικοινωνία με τον ασθενή και την οικογένειά του, ικανούς να διαχειριστούν τα ζητήματα της διάγνωσης, της θεραπείας, της υποτροπής και του πιθανού θανάτου», ανέφερε η Ζωή Γραμματόγλου, πρόεδρος Συλλόγου Καρκινοπαθών – Εθελοντών – Φίλων – Γιατρών (Κ.Ε.Φ.Ι).
Τέλος, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων Ληπτών Υπηρεσιών Υγείας, Γεώργιος Καλαμίτσης, ανέφερε ότι αρχίζουν να γίνονται βήματα προς ένα πιο ασθενοκεντρικό μοντέλο και «προαπαιτούμενο αυτής της προσπάθειας οφείλει να είναι η αποκατάσταση της ασυμμετρίας που υπάρχει ανάμεσα στην σχέση γιατρού-ασθενούς. Ο ενημερωμένος ασθενής καθίσταται συνυπεύθυνος για τη λήψη ορθών αποφάσεων για την υγεία του».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ