Οθόνες: Πόση ώρα επιτρέπεται να βλέπει ένα 5χρονο – Ποιο είναι το κατάλληλο περιεχόμενο
Τις τελευταίες δεκαετίες, σημειώνεται μια ραγδαία αύξηση της χρήσης οθονών από τα παιδιά όλων των ηλικιών.
Η είσοδος της τεχνολογίας στη ζωή μας και η γενικευμένη χρήση των ψηφιακών μέσων, έχει οδηγήσει τη σημερινή γενιά παιδιών στην πρώτη που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον με ψηφιακά μέσα από την γέννηση.
Ποιες όμως θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις της χρήσης οθονών στην ανάπτυξη των βρεφών και των νηπίων; Μπορεί να γίνει λόγος μόνο για τις αρνητικές επιπτώσεις ή πρέπει να δοθεί χώρος και για τις θετικές;
Η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρία, αναγνωρίζει πως οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις των ψηφιακών μέσων, είναι περισσότερες από τις θετικές, ιδιαίτερα για την πρώιμη βρεφική ηλικία. Για αυτόν τον λόγο, συστήνει την αποφυγή κάθε μορφής ψηφιακής δραστηριότητας, για βρέφη έως 18 μηνών, με εξαίρεση τη συμμετοχή σε βίντεο κλήσεις με συγγενικά πρόσωπα.
Από τον 18ο μήνα έως τα δύο έτη, προτείνεται, ο χρόνος να είναι περιορισμένος και να μην ξεπερνάει την μια ώρα ημερησίως, σε προγράμματα υψηλής ποιότητας.
Στην ηλικία των δύο έως πέντε ετών, ο μέγιστος χρόνος έκθεσης είναι μια ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και το περιεχόμενο της έκθεσης θα πρέπει να είναι ποιοτικό και να βασίζεται στην από κοινού παρακολούθηση γονέα – παιδιού. Όταν αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται, τότε μπορεί να γίνει λόγος για τη θετική επίδραση της τεχνολογίας στην ανάπτυξη των νηπίων.
Μελετώντας την επίδραση του χρόνου χρήσης των οθονών στη γλωσσική ανάπτυξη των βρεφών και των νηπίων, η πλειονότητα των ερευνών καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η σημαντικότερη επίπτωση είναι η μείωση της ποσότητας και της ποιότητας των αλληλεπιδράσεων γονέα – παιδιού και η μετατόπιση του κοινού χρόνου.
Συνεπώς, ο χρόνος που αφιερώνεται στην παρακολούθηση κάποιου ψηφιακού προγράμματος αντικαθιστά τον χρόνο που θα μπορούσε να έχει αφιερωθεί για την ανάγνωση ενός βιβλίου, για μια δημιουργική δραστηριότητα, την κοινωνικοποίηση ή την σωματική δραστηριότητα. Ο κοινός χρόνος γονέα-παιδιού, θεωρείται βασική προϋπόθεση στην διαδικασία κατάκτησης βασικών αναπτυξιακών ορόσημων των γλωσσικών δεξιοτήτων και η απουσία αυτού, οδηγεί στη μείωση της μίμησης, της εκμάθησης νέων λέξεων και της καθυστέρησης της γλωσσικής ανάπτυξης.