Το δυσθεώρητο κενό αποτυπώνεται και στις συμβάσεις των μόλις 760 οικογενειακών γιατρών με τον ασφαλιστικό «γίγαντα» της χώρας – τον ΕΟΠΥΥ. Ομως το σχέδιο για την ΠΦΥ προέβλεπε 1.195 γιατρούς που θα στελέχωναν τις Μονάδες και 2.800 συμβεβλημένους ιδιώτες οικογενειακούς γιατρούς
αρά την ένταση της προεκλογικής περιόδου, ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού πέφτει σε… ραστώνη, με την πλέον φιλόδοξη κυβερνητική μεταρρύθμιση να βρίσκεται στο κενό. Η τρίτη κατά σειρά και ούτως ή άλλως καθυστερημένη προκήρυξη για πρόσληψη γιατρών στις Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤοΜΥ) «παγώνει».
Αντίστοιχα, χωρίς ανταπόκριση συνεχίζεται επί μήνες το κάλεσμα του ΕΟΠΥΥ για συμβάσεις με οικογενειακούς γιατρούς. Τα δεδομένα του υπουργείου Υγείας αποκαλύπτουν εκ νέου ότι η κάλυψη των ασφαλισμένων στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αντιστοιχεί σε μέγεθος με αυτήν μιας σταγόνας στον ωκεανό.
Στις 125 Τοπικές Μονάδες Υγείας – για την ιστορία, ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε να λειτουργήσουν 239 ΤΟΜΥ πριν από την εκπνοή του 2017 – υπηρετούν μόλις 480-500 οικογενειακοί γιατροί. Και ενώ αναμένεται πριν από το τέλος Ιουνίου να εγκαινιαστούν τουλάχιστον τρεις νέες Μονάδες, οι γιατροί που θα τις στελεχώσουν θα είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Το δυσθεώρητο κενό αποτυπώνεται και στις συμβάσεις των μόλις 760 οικογενειακών γιατρών με τον ασφαλιστικό «γίγαντα» της χώρας – τον ΕΟΠΥΥ. Ομως το σχέδιο για την ΠΦΥ προέβλεπε 1.195 γιατρούς που θα στελέχωναν τις Μονάδες και 2.800 συμβεβλημένους ιδιώτες οικογενειακούς γιατρούς που θα συμπλήρωναν τις ανάγκες πανελλαδικά.
Μοιραία, στη δίνη των ελλείψεων βουλιάζει και η δημόσια, δωρεάν πρωτοβάθμια περίθαλψη των ασφαλισμένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς, από τον περασμένο Αύγουστο – όταν έληξαν οι συμβάσεις τουλάχιστον 1.000 παθολόγων, γενικών γιατρών και παιδιάτρων με τον ΕΟΠΥΥ – και τους επόμενους έξι μήνες «χάθηκαν» 1,5 εκατ. δωρεάν επισκέψεις για τους ασφαλισμένους.
Κατά το ίδιο διάστημα και καθώς δεν υπήρχε εναλλακτική, οι πολίτες κατέβαλαν – σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις – τουλάχιστον 15 εκατ. ευρώ ιδιωτική δαπάνη. Και ενώ τον ερχόμενο Αύγουστο η επιβάρυνση των ασθενών θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, η μεταρρύθμιση της ΠΦΥ βρίσκεται στον αέρα.
Αυτορύθμιση
Εν απουσία αποτελεσματικής κυβερνητικής παρέμβασης, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα, η αγορά έχει «αυτορυθμιστεί» με μονίμως χαμένους τους ασθενείς. «Οι πολίτες που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις κλείνουν ραντεβού απευθείας με τον ειδικό γιατρό – π.χ. καρδιολόγο ή πνευμονολόγο – ακόμη και για μία απλή συνταγογράφηση» σημειώνει στα «ΝΕΑ» η πυρηνική γιατρός και πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών – ΕΟΠΥΥ Αννα Μαστοράκου. Η ίδια, δε, υπενθυμίζει ότι για τους ιδιώτες γιατρούς ισχύει το πλαφόν των 200 επισκέψεων τον μήνα, με αποτέλεσμα να εξαντλείται από τις πρώτες κιόλας ημέρες του μήνα. Στην Πάτρα, για παράδειγμα, αντιστοιχούν μόλις 30 οικογενειακοί γιατροί (είτε διορισμένοι σε ΤοΜΥ και Κέντρα Υγείας είτε ιδιώτες, συμβεβλημένοι) για 250.000 μόνιμους κατοίκους. «Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη σε ό,τι αφορά τους παιδιατρικούς ασθενείς. Πανελλαδικά, στο σύστημα της Πρωτοβάθμιας υπηρετούν μόλις 120 παιδίατροι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβάρυνση των γονέων».
Αντιστρόφως ανάλογα, παρατηρείται σημαντική αύξηση ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία – ένα ακόμη «οξύμωρο σχήμα» της πολιτικής της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας εάν αναλογιστεί κανείς ότι στόχος της μεταρρύθμισης ήταν η αποσυμφόρηση του τριτοβάθμιου ΕΣΥ.
Επισκέψεις
Αλλωστε, η ανάγκη του κόσμου – εν μέσω κρίσης – για δημόσια ιατρική περίθαλψη αποτυπώνεται από τις χιλιάδες επισκέψεις των πολιτών στις περιορισμένες και απαξιωμένες δομές Πρωτοβάθμιας. Ειδικότερα και σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγείας, καταγράφονται τουλάχιστον 88.000 επισκέψεις στις Μονάδες ανά τη χώρα, καθώς ένας στους πέντε Ελληνες έχει εγγραφεί με τον οικογενειακό γιατρό του.
Εν τω μεταξύ, η Αννα Μαστοράκου διαβλέπει ακόμη ένα εμπόδιο στο ούτως ή άλλως μετέωρο μεταρρυθμιστικό βήμα. «Οι ΤοΜΥ χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ και εφόσον ολοκληρωθούν τα δύο πρώτα χρόνια προβλέπεται η δυνατότητα συνέχειας της οικονομικής υποστήριξης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για επιπλέον δύο έτη. Ομως, για να ανανεωθεί η χρηματοδότηση, θα γίνει εκτίμηση του έργου που έχει υλοποιηθεί, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την εξέλιξη της μεταρρύθμισης».