Κοροναϊός: Τι συμβαίνει με τα αντισώματα και τα «διαβατήρια ανοσίας»
«Τhe more testing, the more open the economy» (όσο περισσότερα τεστ, τόσο περισσότερο ανοιχτή οικονομία) είπε πρόσφατα ο Άντριου Mαρκ Κουόμο, κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης, εκφράζοντας όσους θεωρούν ότι τα τεστ είναι το κλειδί που θα ξεκλειδώσει την οικονομία ή προσπαθούν να πείσουν τους άλλους πως είναι, καθώς επιστημονική τεκμηρίωση γι’ αυτό δεν υπάρχει.
Αντιθέτως, σύμφωνα με επιστήμονες, ελλοχεύει ο κίνδυνος τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά να παραπλανήσουν με τα ψευδή αποτελέσματα που βγάζουν σε σημαντικό ποσοστό και αυτό να έχει αρνητικές συνέπειες στη μετάδοση της μόλυνσης. Γι’ αυτό και στον αντίποδα του Άντριου Κουόμο, ο Mάικλ Μπους, διευθυντής του Vitalant Research Institute του Σαν Φρανσίσκο, έχει δηλώσει πως «No test is better than a bad test» (Καλύτερα να μην κάνεις τεστ, από το να κάνεις κακό τεστ).
Σε αυτές τις αβεβαιότητες που έχουν προκύψει σχετικά με την ακρίβεια στα τεστ αντισωμάτων κοροναϊού αναφέρθηκε ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, τονίζοντας ωστόσο πως από νέα μελέτη φαίνεται ότι στο άμεσο μέλλον άνθρωποι με θετικά αντισώματα θα έχουν κάποια μορφή ανοσίας. Διευκρίνισε πάντως ότι το ερώτημα που πρέπει να περιμένουμε να απαντηθεί, είναι για πόσο κρατά η ανοσία.
Πόσο ακριβή είναι τα τεστ αντισωμάτων
Ειδικότερα, μιλώντας κατά τη διάρκεια της τακτικής ενημέρωσης για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα, ο καθηγητής Τσιόδρας χρησιμοποίησε ένα παράδειγμα σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα τεστ.
«Αν σε έναν πληθυσμό 1.000 ατόμων έχει νοσήσει το 5%, δηλαδή 50 άνθρωποι, και ένα τεστ αντισωμάτων έχει ευαισθησία 98%, δηλαδή ανιχνεύει το 98% των ασθενών με αντισώματα και ειδικότητα 98%, δηλαδή ανιχνεύει ως αρνητικούς το 98% των ανθρώπων που δεν έχουν αντισώματα, αυτό σημαίνει πως αν κάναμε το τεστ και στους 1.000, θα βρίσκαμε 68 θετικούς. Σε αυτούς τους θετικούς, οι 19 (το 28%) θα νόμιζαν πως είχαν περάσει τον ιό και δεν θα τον είχαν περάσει.
» Όσο αυξάνει το ποσοστό αυτών που νοσούν, τόσο αυξάνει και η επιτυχία ενός τέτοιου τεστ να ανακαλύψει αυτούς που πέρασαν τη νόσο. Αν είχε νοσήσει το 10% των ανθρώπων στα 1.000 άτομα, με το ίδιο τεστ θα βρίσκαμε θετικούς 116, εκ των οποίων οι 18 (το 16%) θα νόμιζαν πως είχαν περάσει τον ιό και δεν θα τον είχαν περάσει, δηλαδή πολύ λιγότεροι» σημείωσε ο κ. Τσιόδρας.
Όπως πρόσθεσε «αυτός είναι και ο λόγος που μελέτες αντισωμάτων θα χρησιμοποιηθούν για επιδημιολογικούς σκοπούς προς το παρόν στη χώρα μας. Όμως, πρέπει να σκεφτόμαστε το μέλλον και να παρακολουθούμε τις επιστημονικές εξελίξεις».
Τι δείχνουν τα αποτελέσματα νέας μελέτης
Στο σημείο αυτό ο λοιμωξιολόγος του ΕΟΔΥ αναφέρθηκε σε«μια αισιόδοξη εξέλιξη στην πάλη κατά του κοροναϊού που ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα. Σχεδόν σε όλους όσοι πέρασαν την ασθένεια, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, της σοβαρότητα της ασθένειας, ανιχνεύθηκαν ειδικά αντισώματα έναντι του ιού».
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία μπορεί να σημάνει μια νέα εποχή για τον έλεγχο των αντισωμάτων και η οποία βασίζεται σε μια τεχνική που αναπτύχθηκε σε ένα πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η πιθανότητα για ψευδή θετικά κρούσματα κινείται σε ποσοστό μικρότερο του 1%.
Όπως είπε ο κ. Τσιόδρας, η τεχνική ελέγχθηκε σε περισσότερα από 1.300 άτομα, η πλειονότητα των οποίων είχε περάσει την ήπια μορφή της νόσου. Διαπιστώθηκε παρουσία αντισωμάτων, ανεξάρτητα αν κάποιος πέρασε ελαφρά τη νόσο ή όχι. Το 92% των ανθρώπων που εξετάστηκαν 21 ημέρες μετά την προσβολή από τον κοροναϊό είχαν θετικά αντισώματα.
Η ίδια επιστημονική ομάδα έχει συνδέσει την παρουσία αυτών των αντισωμάτων με τη δυνατότητα του ανθρωπίνου σώματος να εξουδετερώνει τον ιό. Αυτή η σημαντική εργασία θα δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό Nature Medicine, επεσήμανε, επισημαίνοντας ότι στο άμεσο μέλλον άνθρωποι με θετικά αντισώματα θα εμφανίσουν μια κάποια ανοσία στο κύριο στέλεχος του κοροναϊού.
Ωστόσο -όπως είπε- το ερώτημα που πρέπει να μελετηθεί και θα πρέπει υπομονετικά να περιμένουμε να απαντηθεί επιστημονικά, είναι για πόσο καιρό θα κρατά αυτή η ανοσία. Ο μόνος τρόπος, αυτή τη στιγμή, είναι να παρακολουθούμε όλους αυτούς που έχουν περάσει τη νόσο προοπτικά, στο διάστημα των επομένων 6 – 12 μηνών και να βλέπουμε τι κάνουν τα αντισώματά τους.