Κοροναϊός και ψυχική υγεία : Αυτά που ζούμε δε θα ξεχαστούν εύκολα
Σε εγρήγορση φαίνεται να βρίσκεται συνεχώς ο Έλληνας και σε μια προσμονή, με θετικό όμως πρόσημο.
Την ίδια στιγμή ενημερώνεται με εντατικό ρυθμό, ενώ είναι πρόθυμος και να καταλάβει αλλά και να βοηθήσει για το συνολικό καλό, αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η διδάκτωρ Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτικής Σοφία Καναούτη, με αφορμή μελέτη που διεξάγει για τις τάσεις που διαφαίνονται στα social media από τον κατ’ οίκον περιορισμό.
Σε τέτοιες καταστάσεις η κάθε μέρα μοιάζει με εβδομάδα, χάνεις δηλαδή την αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρεις αν είναι Τρίτη ή Τετάρτη, αλλά μετράς τις μέρες με αυτά που έγιναν εκείνες τις μέρες, επισημαίνει η κ. Καναούτη.
«Ο κόσμος σε αυτή τη φάση έχει πολύ τεντωμένες τις αισθήσεις του, και όλα καταγράφονται σε κατάσταση τραύματος ή απειλούμενου τραύματος, με μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι συνήθως».
Ας μην ξεχνάμε, λέει η κ. Καναούτη, ότι από την προσοχή μας νιώθουμε ότι εξαρτάται και η επιβίωσή μας.
Πώς όμως θα είμαστε οι Έλληνες, όταν βγούμε από αυτό το τούνελ;
Σε όλες τις καταστάσεις, όπως αυτή που ζούμε, ο κόσμος αλλάζει με το πέρας της απομόνωσης, απαντά η κ. Καναούτη:
«Μετά την περίοδο απομόνωσης οι έγκλειστοι δεν θα αποζητούν μόνο την παρέα, αλλά την επικοινωνία και την σύμπραξη. Αυτά που ζούμε και που θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες, σε κατάσταση πανδημίας, άρα τραύματος, δεν θα ξεχαστούν εύκολα».
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης που παραχώρησε η δρ Σοφία Καναούτη στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Τάνια Η. Μαντουβάλου:
Ερ: Τι διαφαίνεται από το «περιβάλλον»των social media στη μέχρι τώρα μελέτη σας ;
Απ: Αυτό που διαφαίνεται από την παρουσία των Ελλήνων στο διαδίκτυο είναι ότι όλοι είναι σε εγρήγορση, και περιμένουν. Περιμένουν, όχι βέβαια αυτά που βλέπουν στην Νέα Υόρκη ή την Ιταλία, να πεθαίνει δηλαδή κόσμος. Αλλά να σώζεται. Παρόλο που είναι μουδιασμένοι με αυτό που γίνεται, δηλαδή με την απαγόρευση, είναι έτοιμοι να βοηθήσουν, αλλά και να καταλάβουν. Οπωσδήποτε ψάχνουν ειδήσεις από όλο τον κόσμο και συνεχώς ενημερώνονται.
Ερ: Ποιες είναι οι επιπτώσεις του οικειοθελούς εγκλεισμού;
Απ: Η αίσθηση ότι μπορεί να κάνουμε κακό στους δικούς μας, (ηλικιωμένους ή άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες) είναι εφιαλτική. Και η πλειοψηφία, νομίζω, είμαστε όντως οικειοθελώς έγκλειστοι. Βεβαίως υπάρχουν και περιπτώσεις ατόμων που δεν πιστεύουν ότι μπορεί να έχουν τον ιό και μπορεί να τον μεταδώσουν, είτε είναι ασυμπτωματικοί ή προ-συμπτωματικοί, όπως έχει επισημανθεί και από τον ΠΟΥ. Ο κόσμος σε αυτή τη φάση έχει πολύ τεντωμένες τις αισθήσεις του, και όλα καταγράφονται σε κατάσταση τραύματος ή απειλούμενου τραύματος, με μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι συνήθως. Ας μην ξεχνάμε ότι από την προσοχή μας νιώθουμε ότι εξαρτάται η επιβίωσή μας. Σε τέτοιες καταστάσεις η κάθε μέρα μοιάζει με εβδομάδα, και ο χρόνος σημαδεύεται. Χάνεις δηλαδή την αίσθηση του χρόνου, με την έννοια του περάσματος του χρόνου. Δεν ξέρεις αν είναι Τρίτη ή Τετάρτη, αλλά μετράς τις μέρες με αυτά που έγιναν εκείνες τις μέρες. Δεν ξεχνώ αυτό που μου είπε κάποτε η μητέρα μου, όταν συζητούσαμε: Εκεί μετακομίσαμε όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο. Δεν είχε νόημα η χρονολογία, πάνω στην κουβέντα της, αλλά μετρούσε το χρόνο με τα τραυματικά γεγονότα που είχαν γίνει και που επηρέαζαν την Ελλάδα.
Ερ: Ο φόβος του θανάτου και μάλιστα του επώδυνου θανάτου, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα;
Απ: Η ψυχανάλυση μάς λέει ότι αυτό που θέλουμε να ξεχάσουμε και γι’ αυτό προσπαθούμε, με διασκεδαστικές εκπομπές στα ΜΜΕ, είναι ο φόβος του θανάτου. Προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι φοβόμαστε το θάνατο έτσι ή αλλιώς στις καλές εποχές, χωρίς πανδημία. Το ότι φοβόμαστε το θάνατο εν καιρώ πανδημίας δεν είναι κακό από μόνο του, αν μπορεί να μας προστατέψει, με ψυχραιμία. Ο πανικός, βεβαίως, φέρνει λανθασμένη κρίση, και αυτόν πρέπει να προσπαθήσουμε να χαλιναγωγήσουμε, όταν νιώθουμε ότι απειλεί εμάς ή τους γύρω μας. Ο πανικός δεν μπορεί να υπάρχει μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσει σε ψυχικά προβλήματα – ο φόβος όμως μπορεί να συνυπάρχει με την ψυχραιμία.
Ερ: Η αμφιβολία και το άγνωστο που συνεχώς βιώνουμε, καθότι έχουμε να κάνουμε με έναν ιό για τον οποίο προκύπτουν συνεχώς καινούρια δεδομένα, πώς επηρεάζει τον κοινωνικό ιστό;
Απ: Όντως, όταν δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε ή αλλάζουν οι πληροφορίες από τη μία μέρα στην άλλη, μπορεί και ο φόβος να έχει διαφορετική έκβαση: δηλαδή να αποφασίσει το άτομο ότι δεν αξίζει να φοβάται και να ξεθαρρέψει ως έκφραση διεκδίκησης ελευθερίας. Ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει και τέτοια χαρακτηριστικά. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί με συνεχή ενημέρωση, συνεχή κατανόηση τού τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για μας, αλλά και για τους συνανθρώπους μας, γείτονες που δυσκολεύονται, και γενικότερα για άλλους ανθρώπους. Για τον ιό μαθαίνουμε τώρα, αλλά θα πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να βλέπουμε να ξετυλίγονται οι πιθανότητες που έχουμε, και με ποιους τρόπους μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό που συμβαίνει και να βγούμε υγιείς. Από την άλλη πλευρά η αμφιβολία μπορεί να οδηγήσει σε πανικό, αφού κάποιος μπορεί να υποθέτει το χειρότερο, με φαντασιοπληξία, θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και δράσεις κατά του συνόλου. Η γνώση, η όσο το δυνατόν πιο έγκαιρη πληροφόρηση, από τον ΠΟΥ ή τα ΜΜΕ μπορούν να βοηθήσουν.
Ερ: Η πανδημία θα ισχυροποιήσει την έννοια του κεντρικού κράτους και θα ενισχύσει τον εθνικισμό, δήλωσε πρόσφατα ο καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Χάρβαρντ Stephen Walt.
Απ: Η πανδημία το έχει κάνει αυτό προς το παρόν στην Ευρώπη. Έχει κλείσει τους λαούς μέσα στα σύνορά τους. Δεν είναι όμως λύση αυτή, παρά μόνο βραχυπρόθεσμη – ακόμα και για να βρεθεί το εμβόλιο, που απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να έχει πολλαπλές μορφές (όπως η γρίπη, και αυτός ο ιός μεταλλάσσεται, και ένα εμβόλιο δεν μπορεί να κρατήσει επ’ αόριστον).
Ερ: Πως θα συγκρίνατε το κραχ του ’29 με τη σημερινή κατάσταση; Έναν άλλου είδους πόλεμο, που ακολουθεί δεκάχρονη βαθιά οικονομική ύφεση.
Απ: Αυτό εξαρτάται από τη στάση της ΕΕ, αυτή του ΔΝΤ και από τη στάση των κυβερνήσεων. Αλλά και από τη διάρκεια αυτής της κρίσης. Είναι νωρίς για να κρίνουμε – με τα στοιχεία που έχουμε τώρα όμως, είναι φανερό ότι η κοινωνία χρειάζεται βοήθεια, ποικιλότροπη, για να αντεπεξέλθει.
Ερ: Η παγκοσμιοποίηση θα αλλάξει πρόσωπο;
Απ: Αυτό θα εξαρτηθεί από το χρόνο που θα πάρει το να ξεπεραστεί η πανδημία. Αν συνεχιστεί αυτό που συμβαίνει για πολύ, με το κλείσιμο των πολιτών στα σπίτια τους, για παράδειγμα τα αγαθά που αγοράζει όλος ο κόσμος από την Κίνα θα πάψουν να έχουν τη ζήτηση που έχουν (με εξαίρεση ίσως τις προμήθειες για την αντιμετώπιση του ιού – και τα ηλεκτρονικά αγαθά). Ο κακός χειρισμός των Αμερικανών έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τη βαρύτητα της αμερικανικής επιρροής σε αυτή την πανδημία. Οι χώρες που αντιμετώπισαν τον ιό αποτελεσματικά, όπως η Βόρεια Κορέα ή η Δανία, θα έχουν και μία πρωτοκαθεδρία στην επόμενη μέρα, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Οι γνώσεις τους θα βοηθήσουν και τους υπολοίπους, και πιθανότατα η πρόοδός τους για θεραπευτικά σκευάσματα ή ως προς την παραγωγή εμβολίου. Αν αυτό συμβεί, η πολιτική τους επιρροή πιστεύω ότι έπεται επίσης.
Ερ: Πώς θα είμαστε όταν βγούμε από αυτό το τούνελ;
Απ: Η έρευνα δεν μπορεί να έχει ακόμη αποτελέσματα, αφού είμαστε μέσα στη δίνη των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά, διαφαίνονται τάσεις. Σε όλες τις καταστάσεις όπως αυτή που ζούμε, ο κόσμος αλλάζει, με το πέρας της απομόνωσης. Μετά την περίοδο απομόνωσης, οι έγκλειστοι δεν θα αποζητούν μόνο την παρέα βγαίνοντας, αλλά και την επικοινωνία, την σύμπραξη. Όπως ακριβώς βλέπουμε και με τους Ιταλούς, εν μέσω των εξελίξεων, αυτή τη στιγμή. Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι θα θυμόμαστε. Αυτά που ζούμε και που θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες, σε κατάσταση πανδημίας, άρα τραύματος, δε θα ξεχαστούν εύκολα.
Ερ: Ποια θα μπορούσε να είναι η θεραπεία αυτού του πληγωμένου λαού την επόμενη μέρα;
Απ: Η επόμενη μέρα αποφασίζεται τώρα. Παράλληλα με τις οδυνηρές αποφάσεις, πρέπει να παίρνονται και αποφάσεις ανακούφισης. Ακόμα και το ΔΝΤ εξέφρασε ήδη σε συνέντευξη Τύπου στις 3 Απριλίου την πρόθεσή του να βοηθήσει τις πιο ευάλωτες χώρες του κόσμου με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι συνήθως. Άρα οι προθέσεις υπάρχουν ακόμα και εκεί.
*Η Σοφία Καναούτη είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ουαλίας (Κάρντιφ), Fellow του New School for Social Research της Νέας Υόρκης και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)