Ιαπωνία: Επιτυχής μεταμόσχευση κερατοειδούς χιτώνα από αναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα
Μια γυναίκα από την Ιαπωνία, σχεδόν τυφλή από το ένα μάτι, έγινε η πρώτη στον κόσμο στην οποία πραγματοποιήθηκε αντικατάσταση του κερατοειδούς χιτώνα της με άλλον από αναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα.
Μια γυναίκα από την Ιαπωνία, σχεδόν τυφλή από το ένα μάτι, έγινε η πρώτη στον κόσμο στην οποία πραγματοποιήθηκε αντικατάσταση του κερατοειδούς χιτώνα της με άλλον από αναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα. Η διαδικασία πέτυχε και η όραση της ασθενούς σχεδόν αποκαταστάθηκε.
Η γυναίκα έπασχε από μια πάθηση λόγω της οποίας είχαν καταστραφεί τα βλαστοκύτταρα που αποκαθιστούν τις βλάβες στον κερατοειδή χιτώνα, το διαφανές στρώμα που καλύπτει και προστατεύει το μάτι. Λόγω της πάθησης, η όρασή της ήταν θολή και τελικά η γυναίκα μπορεί να τυφλωνόταν.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Οσάκα, σύμφωνα με το Nature και τους «Τάιμς του Λονδίνου», αναπρογραμμάτισαν γενετικά ορισμένα κύτταρα δέρματος από υγιή δωρητή, ώστε αυτά να επανέλθουν στην εμβρυική πολυδύναμη κατάστασή τους και τελικά να μετατραπούν σε βλαστικά κύτταρα κερατοειδούς χιτώνα.
Ένα στρώμα από αυτά τα βλαστικά κύτταρα, πάχους περίπου 0,04 χιλιοστών, εισήχθη τελικά στο μάτι της ασθενούς.
Τα βλαστοκύτταρα αναγέννησαν στη συνέχεια νέα κύτταρα κερατοειδούς χιτώνα μέσα στο μάτι.
Όπως ανακοίνωσαν οι επιστήμονες σε συνέντευξη Τύπου, ο νέος κερατοειδής της γυναίκας δεν απορρίφθηκε από το σώμα της ως ξένο σώμα, παραμένει καθαρός και η όρασή της έχει βελτιωθεί αισθητά μετά τη μεταμόσχευση, που έγινε πριν από έναν περίπου μήνα.
Σήμερα οι άνθρωποι που χρειάζονται αλλαγή κερατοειδούς συνήθως παίρνουν ιστό από νεκρούς δότες, όμως υπάρχει μακρά λίστα αναμονής σε χώρες όπως η Ιαπωνία.
Το ιαπωνικό υπουργείο Υγείας επέτρεψε στην επιστημονική ομάδα της Οσάκα, υπό τον καθηγητή οφθαλμολογίας Κότζι Νισίντα, να δοκιμάσει τη νέα θεραπεία σε τέσσερις ανθρώπους.
Η επόμενη δοκιμή σε δεύτερο ασθενή θα γίνει αργότερα φέτος και οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι η νέα θεραπεία, που αναμένεται να γίνεται εφάπαξ και να είναι αποτελεσματική εφ’ όρου ζωής, θα είναι έτοιμη για κλινική εφαρμογή σε πέντε χρόνια.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)