Εμβολιασμό για την covid-19 κάθε χρόνο εξετάζουν οι ειδικοί

Δημοσιεύτηκε στις 18/08/2023 10:00

Εμβολιασμό για την covid-19 κάθε χρόνο εξετάζουν οι ειδικοί

Εμβολιασμό έναντι της COVID-19 των ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού με μία επιπλέον δόση του επικαιροποιημένου εμβολίου το προσεχές φθινόπωρο εξετάζουν οι ειδικοί επιστήμονες.

Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών έχει ήδη ξεκινήσει την προεργασία για τη διαμόρφωση της στρατηγικής της χώρας μας σχετικά με τον επόμενο εμβολιασμό έναντι του κορωνοϊού. Ειδικότερα, τα μέλη της επιτροπής εξετάζουν πώς διαμορφώνονται οι επιδημιολογικοί δείκτες στην Ελλάδα και διεθνώς, και παρακολουθούν τις συστάσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, αλλά και τη διαθεσιμότητα των νέων επικαιροποιημένων εμβολίων.

Σύμφωνα με το kathimerini.gr, η επιτροπή περιμένει την έγκριση του νέου επικαιροποιημένου εμβολίου από την ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή (European Medicines Agency), στα τέλη Αυγούστου, καθώς και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, προκειμένου να λάβει τις τελικές αποφάσεις της και να δημοσιοποιήσει τις συστάσεις για τον εμβολιασμό έναντι της COVID-19, κάτι που τοποθετείται χρονικά τον προσεχή Οκτώβριο. Αυτό που προκρίνεται είναι να υπάρξει σύσταση για χορήγηση μιας επιπλέον δόσης με το επικαιροποιημένο εμβόλιο σε άτομα με υψηλό κίνδυνο νόσησης, «στη λογική του ετήσιου εμβολιασμού όπως έναντι της γρίπης», ανέφεραν πηγές και τόνιζαν πως «θα πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι ο εμβολιασμός για την COVID-19 δεν διαφέρει από τον εμβολιασμό για τη γρίπη». Σημειώνεται ότι η Ελλάδα αναμένεται να παραλάβει τα νέα εμβόλια εντός του Σεπτεμβρίου. Αυτά έχουν σχεδιαστεί να στοχεύουν στις υποπαραλλαγές ΧΒΒ της «Ομικρον», οι οποίες επικρατούν τους τελευταίους μήνες έναντι άλλων παραλλαγών. Εκτιμάται πως μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικά και έναντι της «Eris», η οποία φαίνεται να κερδίζει έδαφος διεθνώς.

Υπενθυμίζεται ότι τελευταία φορά που είχε η επιτροπή κάνει συστάσεις για εμβολιασμό έναντι της COVID-19 ήταν πριν από περίπου έντεκα μήνες: αναμνηστική δόση με το προηγούμενο επικαιροποιημένο εμβόλιο σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Σε αυτές περιλαμβάνονταν τότε τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, νεότερα άτομα με υποκείμενα νοσήματα (χρόνια νοσήματα του αναπνευστικού, χρόνια καρδιαγγειακή νόσος, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, καρκίνος, χρόνια νεφρική νόσος, ανοσοκαταστολή κ.ά.), οι επαγγελματίες υγείας, οι εργαζόμενοι σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και μονάδες φροντίδας χρονίως πασχόντων.

 

Τα επιδημιολογικά δεδομένα από την COVID-19 που εξετάζουν τα μέλη της επιτροπής είναι σαφώς καλύτερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περυσινά. Αν και καταγράφεται τις τελευταίες πέντε εβδομάδες μια αύξηση των ασθενών με COVID-19 που εισάγονται για νοσηλεία στα νοσοκομεία –είναι ενδεικτικό ότι την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου 469 ασθενείς που εμφάνισαν τη νόσο εισήχθησαν για νοσηλεία, αριθμός που ήταν αυξημένος κατά 78% σε σχέση με τον εβδομαδιαίο μέσο όρο του Ιουλίου–, η πίεση που δέχονται τα νοσοκομεία παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Με βάση επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πέρυσι στα μέσα Αυγούστου νοσηλεύονταν λόγω της νόσου περισσότεροι από 2.500 ασθενείς, μεταξύ των οποίων και 70 παιδιά, ενώ οι δεσμευμένες για την COVID-19 κλίνες νοσηλείας ήταν 4.500. Την περασμένη Δευτέρα, οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 ήταν 508, μεταξύ των οποίων έξι ήταν παιδιά (1.775 κλίνες των νοσοκομείων παραμένουν COVID) και οι διασωληνωμένοι ασθενείς ήταν 21.

 

Η αύξηση των τελευταίων εβδομάδων σε νοσηλείες, αλλά και γενικά σε περιστατικά, όπως διαφαίνεται από τη θετικότητα στους ελέγχους, σύμφωνα με τους ειδικούς, σχετίζεται πρωτίστως με τον συγχρωτισμό σε χώρους διασκέδασης σε τουριστικές περιοχές. Δεν αποκλείουν να έχει επηρεαστεί και από τη νέα υποπαραλλαγή EG.5.1 –όπως είναι η επιστημονική ονομασία της «Eris»– που κυκλοφορεί πλέον και στη χώρα μας και φαίνεται να αποκτά δυναμική. Σύμφωνα με τους επιστήμονες του ΕΟΔΥ, στο Ηνωμένο Βασίλειο η αύξηση της συγκεκριμένης υποπαραλλαγής τον τελευταίο μήνα συνοδεύτηκε από αυξημένη νοσηρότητα στην κοινότητα, ωστόσο το θετικό είναι ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν υπάρχει ένδειξη ότι προκαλεί πιο σοβαρή νόσο.