Αμύγδαλα: Έτσι ρυθμίζουν τις ορμόνες της όρεξης και…«κόβουν» την πείνα
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας (UniSA) δείχνει ότι οι άνθρωποι που τρώνε αμύγδαλα έχουν βελτιωμένα επίπεδα ορμονών που ρυθμίζουν την όρεξη σε σύγκριση με όσους καταναλώνουν σνακ πλούσια σε υδατάνθρακες.
Τα αμύγδαλα δεν υπερτερούσαν ως προς τα αναφερόμενα επίπεδα πείνας των συμμετεχόντων ή τις θερμίδες που κατανάλωσαν σε έναν μπουφέ δύο ώρες αργότερα.
Οι ερευνητές μέτρησαν την ενεργειακή πρόσληψη των συμμετεχόντων σε kilojoules (kJ) — 1 θερμίδα ισοδυναμεί με 4 kilojoules.
Στη μελέτη συμμετείχαν 140 υπέρβαροι και παχύσαρκοι ενήλικες ηλικίας 25 έως 65 ετών.
Μετά από νηστεία κατά τη διάρκεια της νύχτας, 68 από τους συμμετέχοντες έφαγαν αμύγδαλα και οι άλλοι 72 ένα παρόμοιο σε θερμίδες σνακ πλούσιο σε υδατάνθρακες.
Αφού μέτρησαν τις ορμονικές αλλαγές των συμμετεχόντων, οι ερευνητές τους ρώτησαν για την όρεξή τους 30 λεπτά, 1 ώρα, 90 λεπτά και 2 ώρες μετά την κατανάλωση των σνακ.
Στη μελέτη συμμετείχαν 140 ενήλικες ηλικίας 25 έως 65 ετών με παχυσαρκία και υπέρβαρους.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές προέτρεψαν τους συμμετέχοντες να φάνε ό,τι θέλουν από ένα μπουφέ και μέτρησαν τη θερμιδική πρόσληψη. Από αυτούς, οι 49 είχαν καταναλώσει αμύγδαλα και οι 48 άλλο σνακ.
Οι συμμετέχοντες είχαν 30 λεπτά για να φάνε ό,τι ήθελαν και ρωτήθηκαν αμέσως για την όρεξή τους.
Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στον αριθμό των θερμίδων που κατανάλωσαν τόσο οι συμμετέχοντες που είχαν φάει αμύγδαλα, όσο και εκείνοι που έφαγαν σνακ πλούσιο σε υδατάνθρακες.
Τα αμύγδαλα δεν είχαν καμία επίδραση στη βραχυπρόθεσμη κατανάλωση ενέργειας.
Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) αναφέρουν ότι το 41,9% των ενηλίκων Αμερικανών ήταν παχύσαρκοι από το 2017 έως το 2020, αύξηση 30,5% συγκριτικά με την περίοδο 1999 έως 2000. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η σοβαρή παχυσαρκία αυξήθηκε από 4,7% σε 9,2 %.
Η παχυσαρκία συνδέεται με μια σειρά σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως εγκεφαλικό, καρδιοπάθειες, διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο.
Οι ειδικοί σε θέματα υγείας και διατροφής αναζητούν αποτελεσματικές στρατηγικές για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να καταναλώνουν λιγότερες θερμίδες.
Η νέα μελέτη δεν έδειξε ότι τα αμύγδαλα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη βραχυπρόθεσμη κατανάλωση ενέργειας σε σύγκριση με ένα σνακ με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες.
Η συγγραφέας της μελέτης και καθηγήτρια ανθρώπινης διατροφής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας, Alison Coates, είπε ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες παρακολούθησης της ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας για την κατανάλωση αμυγδάλων σε σύγκριση με σνακ υδατανθράκων για να υπολογιστούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη διαχείριση βάρους.
Αλλαγές στις ορμόνες της πείνας
Η μελέτη έδειξε ωστόσο, ότι τα αμύγδαλα είχαν επίδραση σε διάφορες ορμόνες της πείνας.
Οι αποκρίσεις του πεπτιδίου C μειώθηκαν κατά 47% σε όσους κατανάλωναν αμύγδαλα. Αυτή η ορμόνη αντικατοπτρίζει τα επίπεδα ινσουλίνης που παράγει το πάγκρεας. Όσο χαμηλότερα είναι, τόσο αυξάνεται η ευαισθησία στην ινσουλίνη, καθιστώντας λιγότερο πιθανή την ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.
Σε όσους έτρωγαν αμύγδαλα, αυξήθηκαν και άλλες ορμόνες που καταστέλλουν την όρεξη και εξαρτώνται από τη γλυκόζη.
Για παράδειγμα, τα επίπεδα γλυκαγόνης που προκαλούν κορεσμό, αυξήθηκαν κατά 39%. Οι αποκρίσεις των παγκρεατικών πολυπεπτιδίων που επιβραδύνουν την πέψη και κατά συνέπεια την κατανάλωση τροφής, αυξήθηκαν κατά 45%. Και τα επίπεδα του εξαρτώμενου από τη γλυκόζη ινσουλινοτρόπου πολυπεπτιδίου, το οποίο ρυθμίζει το βάρος και την πρόσληψη τροφής, αυξήθηκαν κατά 18%.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι διαφορές στα επίπεδα ορμονών πιθανότατα αντικατοπτρίζουν τα υψηλότερα επίπεδα λιπαρών και τα χαμηλότερα επίπεδα υδατανθράκων στους ξηρούς καρπούς, συγκριτικά με τα πλούσια σε υδατάνθρακες σνακ.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα αμύγδαλα είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και καλά λιπαρά και είναι απίθανο να προκαλέσουν αύξηση βάρους όταν καταναλώνονται με μέτρο.
Μελέτες έχουν διαπιστώσει μάλιστα, ότι η υψηλότερη πρόσληψη ξηρών καρπών, συσχετίζεται με μείωση του σωματικού βάρους και του σωματικού λίπους.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση European Journal of Nutrition.