“Χρόνια τώρα έβλεπα αυτό τον εφιάλτη. Δηλαδή αυτό που συνέβη τότε στη μάχη στο Τραχήλι. Να πλησιάζουν οι Γερμανοί, και να πυροβολώ και η σφαίρα να μη κεντά. Έβλεπα στον ύπνο μου να βγαίνει η σφαίρα αργά αργά από την κάννη του τουφεκιού μου και να πέφτει χάμε. Και οι Γερμανοί να πλησιάζουν.”
Με την απώλεια σήμερα του Γιώργη Τζίτζικα( ή Μπαχρή) η ιστορία του αντάρτικου στην Κρήτη στερείται την τελευταία ζώσα μαρτυρία της. Στρατιώτης στη γραμμή Μεταξά. Από τους λίγους που πρόλαβαν να φτάσουν και να πολεμήσουν ξανά τους Γερμανούς στη Μάχη για το νησί τους. Δεν άφησε το όπλο από το χέρι μέχρι και την ημέρα που ο τελευταίος από αυτούς εγκατέλειψε την Κρήτη.Το πιο πάνω περιστατικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τον Αύγουστο του 43 η ομάδα του Καπετάν Πετρακογιωργη έπεσε σε ενέδρα Γερμανικού λόχου κοντά στο χωριό Βοριζια του Ψηλορείτη.
Δεν θα πω πολλά παρά μόνο γι αυτό το “στιγμιότυπο”.
Κρυμμένος πίσω από ένα “ριζιμιό χαράκι”, ακροβολισμένος στην δεξιά πλευρά των περικυκλωμένων ανταρτών, βλέπει δύο Γερμανούς που πλησιάζουν. Πυροβολεί. Ο ένας πέφτει. Οπλίζει και σηκώνεται όρθιος πατώντας ξανά την σκανδάλη. Αφλογιστία. Η σφαίρα του δεύτερου Γερμανού καίει το δέρμα στο αριστερό του μπράτσο. Έχει οπλίσει ξανά και πυροδοτεί. Η τρίτη σφαίρα είναι “καλή”. Αυτό του δίνει την ευκαιρία να φύγει 100 μέτρα μακριά και να χωθεί στο πυκνό δάσος του Ρούβα.
Γύρω στο 1992 ο Επιμελητής του ΙΜΚ Κώστας Μαμαλάκης αναζητά τεκμήρια στο πεδίο της σύγκρουσης.Ξέρει που βρίσκεται το “τελευταίο μετερίζι” του Μπαχρή. Στη ρίζα του βράχου βρίσκει τρία φυσίγγια. Το ένα με την βολίδα στη θέση της. Γράφει στον Μπαχρή στην Αμερική. Και παίρνει την απάντηση αυτή. Τρια χρόνια μετά ο Μπαχρης επιστρέφει στην Κρήτη. Κρατά ξανά το γερμανικό του τουφέκι και το” κούφιο φυσεκι” που παρά λίγο να του κοστίσει τη ζωή, πενήντα χρόνια πριν. “Από τότε που βρήκες αυτό το φυσέκι και ήλθα στην Κρήτη και μου το έδειξες και το έπιασα στα χέρια μου, ο εφιάλτης έφυγε από τη ζωή μου.”
Η πηγαία βούληση για ελευθερία ,η εκ των ουκ άνευ “υποχρέωση” για αγώνα και η προσήλωση στην Πατρίδα μιας ολόκληρης γενιάς Κρητών ,που ήδη στον “ερηνικό” της βίο είχε δοκιμαστεί σκληρά ,καθώς όλοι αυτοί ,άντρες και γυναίκες είχαν “προλάβει” τους τελευταίους Τούρκους στο νησί,φαίνεται ξεκάθαρα στο ακόλουθο περιστατικό που ο Γιώργης Τζίτζικας περιγράφει στο βιβλίο “Ελευθερία και Δόξα”.Αφορά μια “στιγμή” της μάχης κατά των αλεξιπτωστών στο Ρέθυμνο ,όπου ο “Μπαχρής”μετείχε από το πρώτο λεπτό:
“Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει κι ήταν από κείνους τους Γερμανούς που σίγουρα μπήκανε στον Αϊ-Γιώργη, στο περίφημο νεκροταφείο των Περβολιών της Ρεθύμνης. Όταν άκουσα τη γυναίκα, λοιπόν, να φωνάζει “Έλληνες, Έλληνες! Έχω ένα όπλο”, εφώναζα κι εγώ “Έλληνες, Έλληνες!” και με τη φωνή μας πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Μέσα στη νύχτα βλέπω μια γυναίκα ψηλή, λιανοκαμωμένη, ντυμένη στα σκούρα -μακριά μαύρα σκούρα φορέματα- να κρατά ένα όπλο στο δεξί χέρι, τη φωθιά, την εκδίκηση, και στ’ άλλο χέρι ένα παιδάκι περίπου τεσσάρω πέντε χρονών, αγοράκι. Η γυναίκα αυτή στη μια χέρα κρατούσε την εκδίκηση, τη φωθιά, το θάνατο, και στην άλλη την αγάπη, τη ζωή για το παιδί της, και μου λέει:
-Ο άντρας μου είναι στην Αλβανία στρατιώτης και μέχρι που ήτανε μέρα επολεμούσα τσοι Γερμανούς. Τώρα που βράδιασε πρέπει να πάω κάπου να φυλάξω το παιδί μου. Πάρε το τουφέκι μου και δώσ’ το σ’ όποιον δεν έχει. Της δίνω κι εγώ το δικό μου, το σπασμένο, και της λέω:
-Πάρε και συ το δικό μου, το σπασμένο, και η πρώτη σου δουλειά το πρωί είναι να βρεις ένα μαραγκό να το φτιάξει, γιατί έχουμε μεγάλη έλλειψη.
Λυπούμαι, ειλικρινά λυπούμαι, που δεν τη ρώτησα ποια είναι, γιατί, στα πενήντα τόσα χρόνια που ζω, νομίζω πως ήτανε η ίδια η Κρήτη με τη φωθιά στο ‘να χέρι, την εκδίκηση και την αγάπη τη μητρική, τη λατρεία, στ’ άλλο χέρι. Έχω βάλει ανθρώπους κι έχω ρωτήσει και ρωτώ πάντα αν κανείς γνωρίζει ή αν έχει ακούσει μια τέτοια ιστορία ή αν βρέθηκε κάνα σπασμένο τουφέκι πουθενά. Κανείς ποτέ δε βρέθηκε να μου πει ίχνη γι’ αυτήν τη γυναίκα.”
Ο Γιώργης Τζίτζικας ,αμέσως μετά τον πόλεμο υποχρεώθηκε βάσει του “εθιμικού δικαίου” της Κρήτης να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. Σε μιά βεντέτα δεν έπρεπε να δοθεί συνέχεια … Έφυγε. Μα το νησί του γυρόφερενε πάντα στο νού του …
Έχει αφήσει στους δικούς του παρακαταθήκη ,πέραν της δίκαιης υπερηφάνειας ,όταν τελευτήσει τον βίο, να ταφεί εκεί που ανάπνευσε για πρώτη φορά τη ζωή. Στα χωριά του Κέδρους στο Αμάρι. Η συγκυρία δεν το επιτρέπει . Αλλά θα ,ρθει…
Γ.Δ.Π.
(Φωτογραφίες από αρχείο Κώστα Μαμαλάκη)