Γράφει ο Γιώργος Δ.Παπαδάκης
Ο γέρο Κρητικός*, δεν ήταν άγνωστη φιγούρα για τους Αθηναίους.
Τον ήξεραν τούτον τον παλιό καπετάνιο, που τώρα στα στερνά, είχε βρει απάγκειο στην Πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας.
Ζούσε με μια πενιχρή σύνταξη που ‘δινε η Κυβέρνηση σε όλους τους παλαιούς αγωνιστές της Κρήτης, σαν αντίδωρο που δεν μπορούσε να συνδράμει καθώς έπρεπε στη λευτεριά του νησιού…
Τον είχαν συνηθίσει κάθε πρωί να βγαίνει από το χαμόσπιτο στου Ψυρρή, να ανηφορίζει με το βαρύ κι αργό, από τα χρόνια και τις πληγές, βήμα του μέχρι τη την οδό Σταδίου στη Βουλή και μετά, για ώρες, να στέκει στον από πάνω δρόμο και να θαυμάζει το Πανεπιστήμιο.
“Εδώ ναι η ψυχή τσ΄ Ελλάδας”
άκουγαν τον αγράμματο γέρο να ψιθυρίζει καμιά φορά…
Τούτο το πρωινό ο γέρο καπετάνιος δεν έκαμε τις συνηθισμένες στάσεις .
Όσοι μαγαζάτορες και υπάλληλοι είχαν συνηθίσει δύο χρόνια τώρα, την παρουσία του, στράφηκαν να τον κοιτούν με ανανεωμένη περιέργεια.
Το γέρικο θεριό σήμερα, βάδιζε ομάδι, με ένα θεριό όμοιο του…
Με τα ίδια σουσούμια, την ίδια φορεσιά και με πάνω – κάτω τα ίδια χρόνια στην πλάτη.
Μόνο που τούτος ο “καινούριος” Κρητικός, ήταν φανερό πως δεν έβλεπε.
Δεν μπορούσε να βαδίσει χωρίς βοήθεια. Κι ο άλλος τον κρατούσε από το χέρι σαν να ήταν παιδάκι και τον οδηγούσε…
Στάθηκαν έξω από το Οφθαλμιατρείο.
-Φτάξαμε Σελήμ Αγα, επά‘ναι
-Ο Χριστός κι ο Μουχαμέτης να σ΄ έχου καλά καπετάν Κριγιάρη…
———————————————————
«Είτανε μια νύχτα χιονερή και καταχνιασμένη όταν τους ζώσανε κει μέσα κοιμισμένους γύρω από μια αθρακόβολη.*
Η βίγλα τους ένιωσε που ζυγώνανε και σφύριξε με την ώρα της.Ο Κριγιάρης πετάχτηκε όξω με τα παληκάρια του , με τα ντουφέκια στα χέρια.
Στις πρώτες μπαταριές που αλλάξανε ,έπεσεν ένας από τους Τούρκους και δυό από τους Χριστιανούς.
Τον Κριγιάρη τον είχε περάσει ένα βόλι στη μέση ,πάντα προς πάντα ,χωρίς να του σπάσει κόκκαλο.
Δεν έβγαλε ο ζάβαλης φωνή ,μόνο κρέμασε το ντουφέκι στον ώμο του και έσυρεν όξω το μαχαίρι.
«-Γιώργη!Με γρικάς ; Γιώργη!» έλεγε μουρμουριστά μέσα στη σκοτεινιά και γύρευε το τέκνο του.
Το παληκάρι πήδησε κοντά του ,έκαμε μια στιγμή να τον αγγίξει μα πάλι τονε σκιάχτηκε: «_Είντα ΄ναι αφεντάκη; Βαρίστηκες ποθές;».
Ο Καπετάν Κριγιάρης πικραναστέναξε και δεν απολογήθηκε.Αγκάλιασε με τόνα του χέρι το λαιμό του γιού του και σούρθηκε μαζί του με μεγάλη πιτηδειοσύνη ,όξω από τον ντουφεκισμό.
Σταματήσανε πάνω σ ένα μονοπάτι κι ο λαβωμένος έδειξε στο παιδί ντου το δρόμο να το καπνίσει ,να γλυτώσει σκιάς αυτό.
Τούδωκε την ευκή του από καρδιά κι από ψυχή ,το φίλησε βουρκωμένος και το ακολούθησε με τα μάτια ώσπου το ρούφηξε η καταχνιά.
Εκείνος τραβήχτηκε σέρποντας κατά την άλλη μεριά ίσαμε το Μετόχι του Βεληκαγασάκη ,κοντά στο χωριό Μουστάκο.
Ένας καλός χριστιανός, Περάκης με τ’ όνομα ,έτυχε να βρεθεί μπροστά του.Τόνε πήρε μέσα στο λιοτριβιό ,τον ξάπλωσε πάνω στην πυρήνα και τόνε σκέπασε με την κάπα του.
Ο Κριγιάρης είδε πως παίρνει στο λαιμό του κείνον τον αγαθό άνθρωπο ανίσως τον ξελακκιάζαν οι Τούρκοι.Του φανερώθηκε το λοιπόν ποιος έίτανε και τον παρακάλεσε να πάει το γρηγορώτερο στον τούρκικο σταθμό να τόνε μαρτυρήσει.Ο σταθμάρχης δε βρέθηκε στο πόστο του ,κι ο Περάκης ορμήνεψε τον Κριγιάρη να παραδοθεί στον Τουρκοσελινιώτη το Σελήμ Φούσκη ,που παγάνιζε σε κείνα τα μέρη .
Ο Κριγιάρης τον ήξερε κείνον τον αγά πως είτανε καλό παληκάρι και τόστρεξε να πέσει στα χέρια του.
Ο Φούσκης ζύγωσε το λιοτριβιό μ ένα μοναχό ορτάκη του,χωρίς να δώσει είδηση στους άλλους .
Στάθηκε οπίσω από την πόρτα από φόβο μην τούχουνε καμιά παγίδα ,και φώναξε μεγάλα: «-Παληκαρίσια ,Καπετάν Κριγιάρη!»
«-Παληκαρίσια Σελήμ Αγά!»
Πήγε τότες κοντά του κ΄ έκαμε να τον ανασηκώσει.
Ο άλλος Τουρκοκρητικός που ακλουθούσε ,τράβηξε ο σκύλος το χαντζάρι ντου και χύμησε να τόνε χαλάσει.
Ο Σελήμ αγάς τούδωσε μια διπλαριά στο λεπίδι και τον αποπήρε αγριεμένος.Γύρισε σπλαχνικά στον κακοποδομένο και τού’πε με ήμερη φωνή:
«-Γιάντα,καημένε Κωσταντή ,δεν επροσκύνησες κ εσύ;Ένα Σουλτάνο ήθελ ες να πολεμάς;»
«-Ετσά μου είτανε γραφτό ,Σελήμ Αγά. Για την πατρίδα μου επολέμουν!»
———————————————————
*Ο καπετάν Κωνσταντής Κριάρης, αρχηγός των Επαναστατών της επαρχίας Σελίνου αρνήθηκε να “προσκυνήσει”, έστω πρόσκαιρα, για να λάβει χάρη (αμνηστία) με το πέρας της Μεγάλης Επανάστασης του 1866 – 1869. Προσπάθησε να διαφύγει στη πάνω Ελλάδα, αλλά προδόθηκε και υποχρεώθηκε να παραδοθεί, όπως περιγράφει ο Παντελής Πρεβελάκης στο “Παντέρμη Κρήτη” (Εστία, α έκδοση 1945).
Σώθηκε από την αγχόνη (το τέλος που περίμενε τους απροσκύνητους) χάρη στην παρέμβαση των Προξένων των “μεγάλων δυνάμεων” ,αλλά και του ίδιου του Σελήμ Φούσκη στον Χουσεϊν Πασα.
Έλαβε μέρος και στην Επανάσταση του 1879 και απεβίωσε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1884.
Το περιοδικό που τυπώθηκε λίγους μήνες μετά το θάνατο του περιέχει την λιθογραφία του ως αφιέρωμα (προσωπικό αρχείο).
Πριν πεθάνει, πρόλαβε να ξεπληρώσει τη χάρη στον συμπατριώτη του Σεληνιώτη “Τούρκο” Σελίμ Φούσκη που στο μεταξύ είχε τυφλωθεί, φροντίζοντας την νοσηλεία του στο σύγχρονο τότε, Οφθαλμιατρείο της Αθήνας.
*χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και από το βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδερού “Κ. Κριάρης, ο Αρχηγός του Σελίνου” (Αθήνα 1967)