Γράφει ο Γιώργος Δ.Παπαδάκης
Η Σητεία,μια μικρή, αλλά “κοσμοπολίτικη” πόλη στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης δεν γνώρισε και πολύ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπήρξε βέβαια το κατεξοχήν σημείο απόβασης των Ιταλικών δυνάμεων ,που ξεκίνησαν από τα Δωδεκάνησα στις 27 Μαΐου και έφτασαν… δυο μέρες μετά. Όταν η Μάχη της Κρήτης είχε κριθεί.
Παρά τις εικόνες επικαίρων που κυκλοφορούν και σήμερα στο δίκτυο απεικονίζοντας την καταδρομική επιχείρηση του Regio Ejercito ,στην πραγματικότητα οι Ιταλοί στρατιώτες ήρθαν αντιμέτωποι μόνο με τη ναυτία που τους προκάλεσε η πολύωρη παραμονή στα ακατάλληλα “αποβατικά”.
Στρατός ,ελληνικός ή συμμαχικός στην περιοχή δεν υπήρχε, παρά μόνο μια μικρή δύναμη Χωροφυλακής και πολιτοφυλάκων, που διατάχθηκε εξ αρχής να μην προβάλει αντίσταση προκαλώντας άσκοπες απώλειες εκατέρωθεν.
Η περιοχή εντάχθηκε βέβαια στην Ιταλική ζώνη Κατοχής και εγκαταστάθηκε σ αυτήν δύναμη Τάγματος ,ενώ η υπόλοιπη Ιταλική δύναμη μετακινήθηκε στις κατεξοχήν στρατηγικές περιοχές της Ιεράπετρας, του Αγ. Νικολάου και της τότε πρωτεύουσας του Νομού Λασιθίου, Νεάπολης .
Ο λόγος ήταν απλός. Η περιοχή ήταν πάντα απομονωμένη ουσιαστικά από την υπόλοιπη Κρήτη, εξαιτίας μίας χαμηλής αλλά εξαιρετικά δύσβατης οροσειράς ,που διατρέχει την επαρχία από Βορρά προς Νότο και της απουσίας, στην πράξη, οδικού δικτύου. Δεδομένα που στην ουσία εγκλώβιζαν τον επιτιθέμενο.
Αυτός ήταν και ο λόγος μη φύλαξης της, τον Μάιο του ’41 ,ενώ χαρακτηριστικά οι Ιταλοί για να μετακινηθούν από την Σητεία στην Ιεράπετρα, στις 30 Μαΐου, χρειάστηκαν σχεδόν 24 ώρες!
Το “μειονέκτημα” της απομόνωσης βέβαια, σ’αυτήν την ταραγμένη περίοδο, αποδείχτηκε πλεονέκτημα, για άλλους όμως, όχι τους εισβολείς.
Ευθύς εξαρχής,όσοι σύμμαχοι κατάφεραν από το δυτικό μέρος του νησιού, να φτάσουν ως την Σητεία φυγαδεύτηκαν όλοι. Δεν ήταν πολλοί ,γιατί οι μετακινήσεις ήταν ακόμη πιο δύσκολες λόγω του πολέμου, όμως η καλά δικτυωμένη ,λόγω της απίστευτης δουλειάς του “Λώρενς της Κρήτης ” ,Τζών Πέντελμπέρυ ,SOE διέγνωσε που μπορούσε να στήσει εύκολα μια βάση επιχειρήσεων στην απομονωμένη περιοχή.
Πράγματι μια μικρή ομάδα της Βρετανικής Υπηρεσίας υπό τον Ταγματάρχη Τζακ Χιούζ Σμιθ ,και τους Χάουερ Στάνλευ και Άρθουρ Χάρλευ ως χειριστές μιας ισχυρής συσκευής ασυρμάτου ,μετακινήθηκαν ντυμένοι κρητικοί στην περιοχή ,πριν ακόμη ολοκληρωθεί η κατάληψη του νησιού.
Προφανώς ,έχοντας πληροφορίες από τον Πεντλμπέρυ, ο Σμιθ προσέγγισε πρώτον τον Ηγούμενο της ιστορικής Μονής Τοπλού (Παναγίας Ακρωτηριανής) Γεννάδιο Συλλιγνάκη. Ο Ασύρματος εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι και ο αριθμός των μοναχών αυξήθηκε κατά τρεις.
Η ομάδα στην οποία εντάχθηκαν και όλοι οι άλλοι …κανονικοί καλόγεροι ,ξεκίνησε με τη φυγάδευση συμμάχων στρατιωτών ή διωκόμενων πατριωτών από το Γερμανοκρατούμενο τμήμα της Κρήτης ,αλλά και την παρακολούθηση των ναυτικών μετακινήσεων του Άξονα που έπεφταν στην αντίληψη τους.
Βέβαια οι ανάγκες του πολέμου μεταβάλλονταν και καθώς πλησίαζε ο χρόνος της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία με τα επακόλουθα της ,οι αξιώσεις κατασκοπείας σε βάρος του Άξονα αυξήθηκαν και στην περιοχή ,ακριβώς λόγω της εγγύτητας της με τα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάννησα. (Με πετρελαιοκίνητο καΐκι της εποχής η Κάσσος απείχε μόλις δύο ώρες)
Ο Ηγούμενος ανέλαβε δράση,επιστρατεύοντας έμπιστους ανθρώπους και μάλιστα από τον αστικό κόσμο της πόλης που είχαν και κοσμικές σχέσεις με την Ιταλική φρουρά.
Ήταν ο Φαρμακοποιός Σήφης Σακαδάκης ,ο Δικηγόρος Γιάννης Ιωαννίδης ,ο εμποροράφτης Μανώλης Τσαγκαράκης και ,κυρίως , δύο όμορφες κοπέλες ,που όπως αποδείχτηκε θα έκαναν θραύση ,φλερτάροντας τους αξιωματικούς της φρουράς.
Την Τερψιχόρη Χρυσουλάκη –Βλάχου* και την Ελένη Μαρκετάκη.
Στη διάρκεια της Μάχης για τα Δωδεκάνησα ,η επικοινωνία από την περιοχή διακόπηκε πλήρως για τους Γερμανούς , καθώς και το πιο μικρό καΐκι που έφευγε προς τα εκεί ή ερχόταν προς την Σητεία χτυπήθηκε είτε από συμμαχικά πλοία ή τα πάντοτε εν εδρεύοντα Beufighters.
Βέβαια στο διάστημα που είχε προηγηθεί η δράση της ομάδας σε μια κλειστή κοινωνία όπως της Σητείας τότε,δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους Ιταλούς ,μόνο που ο επικεφαλής της κατασκοπείας της Μεραρχίας «Σιέννα», λοχαγός Φραντζέσκο Ταβάνα -όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα- ήταν κανονικός διπλός πράκτορας και μάλιστα εκείνη την περίοδο ακριβώς είχε αναπτύξει επαφές και φιλικές σχέσεις με τον επικεφαλής της SOE στην Ανατολική Κρήτη ,Πάτρικ Λη Φερμορ.
Προφανώς αν και είχε ενδείξεις για την ύπαρξη του δικτύου στη Σητεία ,δεν είχε και την ανάλογη διάθεση να το εξαρθρώσει.
Είχαν όμως οι Γερμανοί. Οι οποίοι όπως έπραξαν από το 1942 σε όλη την Ιταλική ζώνη (μη έχοντας προφανώς εμπιστοσύνη στους συμμάχους τους) ,διατηρούσαν στην Σητεία δύναμη λόχου.
Παρά την μικρή κοινωνία της Σητείας όμως και τις συχνές επισκέψεις τους στη Μονή ,δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την άκρη του νήματος.
Την λύση γι’ αυτούς έδωσε ένας Αρμένης ,στρατολογημένος από χρόνια στην Γερμανική αντικατασκοπεία ,ονόματι Ονίκ Τσαπεριάν. Τέλη του 43 εμφανίστηκε στο Τοπλού ,ως δυστυχής άπορος, φυγάς από την πάνω Ελλάδα, φέροντας μαζί του πιστοποιητικά ότι ήταν μοναχός με το όνομα Ερμόλαος.
Ο Ηγούμενος παρά τις αντιρρήσεις του Σμιθ για τον νεοφερμένο πείστηκε.
Η βάση βέβαια του ασυρμάτου μετακινήθηκε εκτός Μονής.
Όμως ,τρεις μήνες μετά μέσα σε 24 ώρες ολόκληρη η ομάδα εξαρθρώθηκε. Διέφυγαν μόνο οι τρείς Αγγλοι ,ο Τσαγκαράκης , ο Ιωαννίδης και ο Σακαδάκης. Οι δύο τελευταίοι σκοτώθηκαν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην προσπάθεια τους να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή .
Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στην Αγυιά Χανίων ,όπου κατόπιν δίκης ,αθωώθηκαν τρεις (η ομάδα είχε στο μεταξύ μεγαλώσει) αλλά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν τον Ιούλιο,ο Ηγούμενος ,τρεις μοναχοί και οι δύο κοπέλες.
Η Μαρκέτάκη ήταν 30 ετών ενώ η Χρυσουλάκη μόλις είχε συμπληρώσει τα 18.
Η αφορμή για την συγγραφή της ιστορίας αυτής ,δόθηκε από την εύρεση μιας φαινομενικά «αθώας»φωτογραφίας. Σ’ αυτήν εικονίζονται Γερμανοί στρατιωτικοί φωτογραφημένοι μαζί με μοναχούς ,στο προαύλιο της Μονής την Άνοιξη του 1942.
Με βεβαιότητα στο πρόσωπο του ευτραφούς Μοναχού αναγνωρίζουμε τον ηρωικό ηγούμενο Γεννάδιο Συλλιγνάκη ,ενώ ομοίως, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως οι υπόλοιποι εκτελεσθέντες καλόγεροι είναι οι εικονιζόμενοι ,αφού αυτή ήταν η «επάνδρωση» της ιστορικής Μονής το 1941.
Κλείνοντας ,οφείλουμε μια αναφορά στην Ελένη Μαρκετάκη της οποίας δυστυχώς δεν έχει βρεθεί φωτογραφία..Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση της ,γερμανικό απόσπασμα πήγε στο σπίτι της μητέρα της προφανώς ως εφαρμογή μέτρων περεταίρω τρομοκράτησης του πληθυσμού της Σητείας. (Το ίδιο έπραξαν και στο πατρικό σπίτι της Χρυσουλάκη).
Εσκεμμένα ο επικεφαλής του αποσπάσματος απέσπασε από τη μητέρα της την βέρα και τα γυαλιά πρεσβυωπίας.Εκείνη τότε στράφηκε στον διερμηνέα λέγοντας: «Πες παιδί μου στον αξιωματικό να μου δώσει τα γυαλιά μου ,να του ψήσω έναν καφέ για να κάνει ένα συχωρεμό στο κορίτσι μου»
Τα γυαλιά ,μαζί με την βέρα, επιστράφηκαν…
* Στα 17 της χρόνια μόλις η Χρυσουλάκη είχε παντρευτεί τον διοικητή του Τμήματος Χωροφυλακής Σητείας (δεδομένο που ασφαλώς διευκόλυνε τη δράση της) Υπομοίραρχο Γεώργιο Βλάχο.
**Στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο της Μάιρα Κιρς «Τερψιχόρη Βλάχου, Η Ελληνίδα Μάτα Χάρι»