Γράφει ο Μίμης Χριστοφιλάκης*
Μετά τις καταδικαστικές αποφάσεις σε θάνατο από το Γερμανικό και το Ιταλικό Στρατοδικείο, οι μελλοθάνατοι υποχρεώνονται να ανέβουν δεμένοι, σε κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα, που τους μετέφεραν στις φυλακές.
Η τακτική και των Γερμανών και των Ιταλών ήταν ίδια.
Στην αρχή οι καταδικασμένοι έμεναν στα κελιά, μαζί με τους άλλους κρατούμενους.
Ήταν ένας τρόπος να κλονίσουν τους υπόλοιπους.
Πίστευαν ότι η φυσική αγωνία του μελλοθάνατου,θα ασκούσε καταλυτική επίδραση στο
ηθικός τους και θα διευκόλυνε τις ανακρίσεις.
Δεν συνέβαινε.
Αργότερα οι Γερμανοί εφάρμοσαν το σύστημα της απομόνωσης των μελλοθανάτων , το σύστημα ‘’Ο-ΜΠΕ’’ [Ονε Μπέβεγκουγκ] ‘’χωρίς κίνηση’’ δηλαδή και οι Ιταλοί επίσης τα κελιά ‘’τσέλλες’’ απομονωτήρια.
Εκεί μέσα έπρεπε να ζήσουν με την φοβερή αγωνία των τελευταίων ημερών.
Να έρθει η σειρά τους. Οι Ιταλοί, τους καταδικασμένους σε θάνατο τους πήγαιναν από τις φυλακές τους στην Καλλιθέα [που ας σημειωθεί,ήταν απίστευτα βρώμικες, ενώ των Γερμανών στην Μέρλιν, αφάνταστα καθαρές], οι οποίες εθεωρούντο φυλακές υποδίκων, στις φυλακές Αβέρωφ, για να περιμένουν την στιγμή της εκτέλεσής τους , το τέλος του πολέμου γι αυτούς.
Είτε στην απομόνωση ,είτε μαζί με τους άλλους, είχαμε την εκδήλωση ενός ψυχικού στρες. Το αύριο , που για όλους αποτελείται από σκέψεις, από φροντίδες, από ελπίδες και φόβους, γίνεται κατασκότεινο όταν ο άνθρωπος ξέρει, ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει.
Στην απομόνωση, τον μελλοθάνατο , δεν τον απασχολεί η εντύπωση, που θα κάνουν οι στιγμιαίες αδυναμίες του στους άλλους, σκέπτεται συνεχώς τους δικούς του που θα χάσει,είναι μόνος με τον εαυτό του, του λείπει όμως η παρηγοριά των άλλων, ο ενθαρρυντικός τους λόγος και το ψυχικό του βάσανο γίνεται οξύτερο. Στο τέλος εξοικειώνεται με την ιδέα του θανάτου.
Γιαυτό το λόγο όταν ακούει , τα βαριά βήματα που έρχονται να τον πάρουν , δεν είναι παράδοξο, που νοιώθει μια ανακούφιση και γαλήνη.
Φυσικό είναι επίσης να αναπτύσσεται σε πολλούς εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές της αναμονής, ένα βαθύτερο θρησκευτικό συναίσθημα.
Και η στιγμή φτάνει.
Οδηγούνται με τις κλούβες από τις φυλακές Αβέρωφ, ή από το Χαϊδάρι, στο Σκοπευτήριο Καισαριανής.
Παρίστανται πάντα ιερωμένοι και αφού διαβάσουν την συγχωρητική ευχή και κοινωνήσουν όσους μελλοθάνατους επιθυμούν , κατόπιν εκτελούνται από το Γερμανικό ή Ιταλικό απόσπασμα[ τους Ιταλούς μη τους ξεχνάμε].
Μετά την χαριστική βολή , υπογράφεται πρωτόκολλό παράδοσης –παραλαβής των νεκρών ,σε παραβρισκόμενους
υπάλληλους του Δήμου Αθηναίων και Αστυνομίας .
Ύστερα οι εκτελεστές έφευγαν. Δεν τους απασχολούσε η ταφή. Με νεκρούς δεν ασχολούνται.
Αυτήν την έκαναν Έλληνες.
Και μία αναφορά, σε μια μαρτυρία μιας εκτέλεσης στην Καισαριανή.
Ο Γερμανός επιθεωρητής των Στρατοδικείων Λάγκε, που παρέστη στην εκτέλεση του Κώστα Περρίκου της ΠΕΑΝ, στην Καισαριανή ,είπε ‘’ erstard den Heldentot’’ [πέθανε σαν αληθινός ήρωας].
Και έδωσε στον συνομιλητή του, τον γερμανομαθή δικηγόρο του Περρίκου, να διαβάσει το πρακτικό της θανατικής εκτέλεσης τoυ , όπου καταγράφονται οι τελευταίες του λέξεις ‘’Ιch sterbe als griechishcer offzier der Fliefre. Zito I Elas’’. [Πεθαίνω σαν αξιωματικός της Αεροπορίας. Ζήτω η Ελλάς ] .
Από τους τόπους των εκτελέσεων δεν φαίνεται ν’ακούστηκε η ικετευτική φωνή ‘’έλεος [ αυτό το ζήτησε ο ‘’γενναίος ‘’ Μουσολίνι, από τους παρτιζάνους που τον εκτέλεσαν].
Μετά την στιγμή του ηρωισμού, ερχόταν η στιγμή του σπαραγμού των συγγενών των εκτελεσμένων ,που έτρεχαν στο Γ’ Νεκροταφείο συνήθως να ψάξουν να βρουν τα πτώματα των δικών τους και αργότερα όταν παραλάμβαναν [όσοι παραλάμβαναν] τα ελάχιστα πράγματα των τουφεκισμένων μέσω του Ερυθρού Σταυρού ή του Οργανισμού
Χριστιανικής Αλληλεγγύης. Καημένες, μάνες, γυναίκες και αδερφές.
Υ.γ 1.στις εκτελέσεις παρίστατο και διερμηνέας των Γερμανών. Στο σκοπευτήριο Καισαριανής συνήθως ήταν ο Γ. Οικονόμου και συνήθως ερχόταν ο Πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Α. Αντωνόπουλος, από τον Άγιο Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, για ‘’να μη μείνουν αμετάδοτοι οι εκτελεσμένοι’’ όπως γράφει στην έκθεσή του [8 Ιουνίου 1942 ]της εκτέλεσης των, Μιχάλη Ακύλα, Γεωργίου Αναγνωστόπουλου, Λευτέρη Κιοσσέ, Νίκου Μοσχόπουλου, Ηλία Καζάκου, Γεωργίου Κωτούλα, Παναγιώτη Θυμαρά και Δημήτρη Γιαγκουδάκη.
* Ο Μίμης Χριστοφιλάκης είναι πρώτα από όλα Λογοτέχνης . Γεννήθηκε στις Κροκεές Λασκωνίας. Ασχολήθηκε με κάθε είδους τρέξιμο (κοινωνικό,πολιτικό,προσωπικό ,βιοποριστικό,συλλεκτικό) συσσωρεύοντας μνήμες και ευαισθησία. Εκτιμά πολύ τα βάσανα και τα θεωρεί ” χυμούς ζωής ” και ουσία, είναι ενεργός συλλέκτης έργων παραστατικής ζωγραφικής χαρακτικών,ειδών λαϊκής τέχνης ,υλικών και εγγράφων και ντοκουμέντων που αφορούν την κατοχή και τον εμφύλιο και την Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησσα. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, και διηγήματα. Εργάστηκε επί σειρά ετών στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Υπήρξε ενεργός στην αντίσταση κατά της δικτατορίας ,χωρίς μεταπολιτευτικά να επιδιώξει το παραμικρό ως “αντίδωρο” για την σύλληψη και την φυλάκιση του.
Στο κείμενο αυτό περιγράφει την μέθοδο των “συστημικών” εκτελέσεων πατριωτών από τις δυνάμεις κατοχής, κατόπιν μιας κατ’ επίφασιν “δίκης” .Οι εκτελέσεις στην διάρκεια των αντιποίνων υπήρξαν πιο ωμές και πιο σύντομες ως “διαδικασία”και σίγουρα στις πλείστες των περιπτώσεων αφορούσαν την θανάτωση απολύτως αθώων ανθρώπων.Ωστόσο ο σύντομος χρόνος αγωνίας των μελλοθανάτων καθιστούσε την “διαδικασία” λιγότερο βασανιστική σε σχέση με την σκόπιμη παράταση της αγωνίας στις “επίσημες”.
Γ.Δ.Π.