Θανάσης Σκορδαλός – 24 χρόνια από το θάνατο του (vids)

Δημοσιεύτηκε στις 22/04/2022 23:45

Θανάσης Σκορδαλός – 24 χρόνια από το θάνατο του (vids)

Για πολλούς Κρητικούς το όνομά του είναι το συνώνυμο της λύρας. Όχι άδικα, καθώς μαζί της αναδείχτηκε ως ένας απ’ τους σημαντικότερους συντελεστές της κρητικής μουσικής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και αναδείχτηκε σε θρύλο στη διάρκεια της ζωής του!

Άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική της Κρήτης, γι’ αυτό, ενώ δεν δίδαξε λύρα σε σχολές, η τέχνη και το έργο του ώθησαν τον απλό κόσμο να τον αποκαλέσει πολύ εύστοχα και με τεράστια σημασία “Δάσκαλο της Κρητικής Μουσικής”. Χωρίς να έχει μελωδική φωνή, ήξερε να τραγουδάει. Η λύρα του ιδανική για το μερακλή χορευτή, έδινε «φτερά» στα πόδια…

Στην Κρήτη σήμερα δεν μπορεί να γίνει γλέντι σε γάμο ή βάπτιση, σε εκδήλωση ή σε “παρέα“, όπου τα όργανα στη μέση και γύρω οι τραγουδιστές-μαντιναδαλόγοι ή χορευτές, να μην παίζουν και να μην τραγουδούν συνθέσεις του. Η αγάπη των πολυάριθμων θαυμαστών του φτάνει πολλές φορές στα όρια του φανατισμού.

Μέχρι και σύλλογος φίλων του έχει ιδρυθεί! Ο Δάσκαλος, o Λυράρης, o Γέρος: ο Θανάσης Σκορδαλός.

Γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1920 στο Σπήλι του δήμου Λάμπης (πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου) του νομού Ρεθύμνου. Πρωτόπιασε, όπως λέει, τη λύρα σε ηλικία 9 χρονών: Εννέα χρόνων ήμουνα σαν έπιασα τη λύρα, με πίστη την αγάπησα κι απόφαση το πήρα.

Σε συνέντευξή του είχε πει: «Σαν παιδί, συνάμα με τα εκκλησιαστικά, μου άρεσε πάρα πολύ η λύρα και το λαούτο. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσο πολύ διαδεδομένο το λαούτο, όσο το μαντολίνο και το όργανο που έπαιζε ο Φουσταλιέρης στο Ρέθυμνο, η μαντόλα . Τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια εγώ σαν παιδί είχα βοήθεια από το μαντολίνο πρώτα. Σαν παιδί λοιπόν, εκρατούσα δύο ξύλα. Το ένα το έβαζα στο αριστερό μου πόδι, σα λύρα, και το άλλο στο χέρι σα δοξάρι και τραγουδούσα! Ήταν ένα δείγμα ότι έπρεπε να πιάσω λύρα στα χέρια μου, όπως έλεγαν διάφοροι στο χωριό. Σε ηλικία 9 ετών, αγόρασα μια λύρα. 18 δραχμές. Και ευγνωμονούσα τον άνθρωπο που μου έδωσε τη λύρα. Του έκαμα πολλές ευχαριστίες. Άρχισα λοιπόν, χωρίς να μου δείξει κανένας, να παίζω κομμάτια απ’ αυτά που άκουγα σαν παιδί. Σιγά-σιγά, αναπτύχθηκε το ταλέντο.

Σε ηλικία 11 ετών ήρθε ο Αντρέας Ροδινός στο χωριό μου. Είχε συμπάθεια στο Σπήλι και γι’ αυτό ερχότανε εύκολα, κάθε φορά που τον φωνάζανε. Όταν τον πρωτοάκουσα, ενώ είχαμε κι άλλους οργανοπαίχτες στο χωριό μου, μού ‘κανε τρομερή εντύπωση. Όταν τον άκουγα, η ραχοκοκαλιά μου έσταζε νερό. Δημιουργούσα σκέψεις μέσα μου, αν μπορούσα μια μέρα των ημερών να κατορθώσω να παίξω κι εγώ λύρα στο μισό αυτού του ανθρώπου, που λεγόταν Ανδρέας Ροδινός.

Ένα βράδυ, του Αγίου Στυλιανού αξέχαστα, ξανάρθε ο Ροδινός στο χωριό. Τον είχε καλέσει στη γιορτή του ένας δικηγόρος, ο Στυλιανός Καλογρίδης. Οι Σπηλιανοί, χωρίς να ξέρω εγώ τίποτα, είπαν στον Αντρέα, όταν του ταιριάσει και είναι καλά, “Φώναξε στο Σκορδαλάκι, να παίξει λίγη λύρα, να μας πεις και τη γνώμη σου”. Πράγματι έγινε αυτό! Εγώ ήμουν στο τελευταίο σκαλί σε μία σκάλα και έβαλα το χέρι μου για να σηκώσω την μπουκαπόρτα που λέμε, να φύγω. Μ’ έπιασε τρεμούλα, αλλά ο Θεός ξέρει τι είχανε βάλει από πάνω και δεν άνοιγε η πόρτα! Έτσι, υποχρεωτικώς με το χειροκρότημα, ο Θεός ξέρει πώς, εκατέβηκα τη σκάλα. Πήγα κοντά στον Μπαξεβάνη που έπαιζε με τον Ροδινό. Σηκώθηκε ο Αντρέας επάνω, μου έδωσε τη λύρα και μου είπε: “Θανάση, θέλω να με ξεκουράσεις λίγο, γιατί κουράστηκα”.

Η σκέψη του βέβαια ήταν άλλη. Εν πάση περιπτώσει, έπιασα τη λύρα. Ο Μπαξεβάνης άρχισε τον πρώτο χανιώτικο συρτό, για να τον ακολουθήσω εγώ! Τον ακολούθησα παρά το τρακ που είχα. Ο Αντρέας δεν ήταν κοντά μου. Επήγε πίσω από την πόρτα για να μην τον βλέπω και παθαίνω μεγαλύτερο τρακ. Με άκουσε που έπαιξα κάμποσα γυρίσματα, δεν άντεξε, ήρθε, μου πιάνει το δεξί χέρι, με αγκαλιάζει, με φιλεί και λέει: “Σπηλιανοί, αυτός θα είναι ο διάδοχός μου!”

Σα να ήξερε ο καημένος ότι στα 23 του χρόνια θα φύγει. Τα χρόνια περνούσαν σιγά-σιγά. Οι Σπηλιανοί αντιλήφθηκαν το ταλέντο μου, με αγκάλιασαν και με βοήθησαν πάρα πολύ. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος. Ήταν καλός μαντιναδολόγος και καλός χορευτής και το είχε καμάρι. Με βοήθησε πολύ η ψαλτική. Οι ήχοι της εκκλησίας, που εγώ αγάπησα, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην καλλιτεχνική μου καριέρα. Θα σας πω ένα περιστατικό με τον μουσικολόγο Περιστέρη.

Μου είπε κάποτε: «Ποιο ωδείο έχεις βγάλει, Σκορδαλέ;». «Του Σπηλίου» του είπα. «Ποιο είναι αυτό;» με ρώτησε. «Το χωριό μου». «Μα έχει το χωριό σου ωδείο;». «Δεν έχει ωδείο, αλλά έχει τη φύση». «Εδώ όμως κάτι συμβαίνει», μου λέει. «Μήπως έχεις κανένα συγγενή ψάλτη;». «Εγώ ο ίδιος ψάλλω», του λέω. «Αυτό είναι, το βρήκα!» μου λέει. «Έχεις, κ. Σκορδαλέ, στο παίξιμό σου, τοποθετήσεις της βυζαντινής μουσικής και μου κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν μου λες ότι δεν έχεις ιδέα από μουσική». «Δεν έχω, κ. Περιστέρη», του λέω. «Ούτε κατά διάνοια δεν ξέρω τι θα πουν οι νότες κ.τ.λ.». Του φάνηκε περίεργο και μου λέει: «Τότε είναι ένα σωστό ταλέντο που σου έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα!».

Η ενασχόλησή του με την ψαλτική (τη βυζαντινή μουσική κατ’ επέκταση) συνετέλεσε στην ανάπτυξη της προσωπικής προσέγγισής του, όπως φάνηκε αργότερα, με την κρητική μουσική. Δώδεκα χρονών έπαιξε για πρώτη φορά σε γάμο στο Χαμαλεύρι Ρεθύμνου. Επτά χρόνια μετά, στα δεκαεννιά του χρόνια, έκανε την πρώτη εμφάνιση στους Κρήτες της Αθήνας παίζοντας στον αποκριάτικο χορό τους στο ιστορικό «Βυζάντιον» της Ομόνοιας.

Ο Στέλιος Φουσταλιέρης είχε πει: “Όταν παίζαμε με τον Μπαξεβάνη και τον Λαγό, το Σκορδαλάκι μας αφουγκράζονταν και φορούσε κοντά παντελόνια. Αργότερα παίξαμε μαζί, σε πολλούς γάμους. Είναι ταλαντούχος, διαθέτει μοναδική τεχνική που χειρίζεται την λύρα, παίζει δηλαδή με τον δικό του τρόπο, έτσι που δεν μπορεί κανείς άλλος να παίξει την λύρα του. Η μουσική του είναι πολύ ωραία, έχει γράψει δικά του συρτά και είναι αξεπέραστος”.

Το 1946 κυκλοφορεί το «Συρτό Σπηλιανό Ρεθυμνιώτικο» (Μόνο εκείνος π’ αγαπά) με συνεργάτη του τον επίσης Σπηλιανό λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη). Ένα τραγούδι – σταθμό, στη μετέπειτα πορεία του Θανάση Σκορδαλού αλλά και της κρητικής μουσικής γενικότερα.

Μαζί ηχογραφούν μέχρι το 1954 μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Πες μου το πως δε μ’ αγαπάς», «Πόσες καρδιές χαρίζονται», «Μάτια που εύκολα γελούν», «Άχι και ίντα σού ‘καμα», «Το Κρητικό ακρογιάλι», «Κόσμο δε θέλουν να θωρούν», «Μοιάζουν πολύ τση θάλασσας», «Είναι στιγμές που χαίρομαι», «Χίλιες καρδιές κι αν είχα εγώ», «Έχω παράξενη καρδιά», «Τα μάτια σου δε μοιάζουνε», «Τρέφετ’ ο πεύκος στα βουνά», «Τέτοια φωτιά που μ’ άναψες», «Πριν σε γνωρίσω σ’ έχασα», κ.ά. Μεγάλες στιγμές του Θανάση Σκορδαλού συνδέονται με το όνομα του Μαρκογιάννη, που τον συνόδευε συνεχώς στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε και με το θρυλικό Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, με τον οποίο ηχογράφησε μεταξύ άλλων τέσσερις δίσκους 78 στροφών (1947-54) που περιείχαν τραγούδια που έμειναν κλασσικά. Ανάμεσά τους τα «Το ξεροστερνιανό νερό», «Βαρύς Πισκοπιανός», «Έλα σαν έχεις όρεξη», «Στων αμαθιώ σου τη φώθια». Ο Μπαξεβάνης σύμφωνα με μαρτυρίες έλεγε πολλές φορές για τον Σκορδαλό: “Πολλοί στην Κρήτη μάθανε τη λύρα, μα ο Σκορδαλός την παράμαθε”!

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Βήμα Ρεθύμνης», το Σάββατο 24 Μαρτίου 1951, διαβάζουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σχετικά με την παρουσία τους στα μουσικά δρώμενα του Ρεθύμνου:

Ένα μπράβο.
Αξίζει να γραφούν δύο ακόμη λόγια για το χορό της Λύρας. Ήταν, χωρίς αμφισβήτηση, ο επιτυχέστερος χορός των απόκρεω, απέδειξε δε πόσον εξακολουθεί να συγκινήται ο λαός μας με τους Κρητικούς χορούς και την λύρα.
Ο κ. Θανάσης Σκορδαλός έδειξε όλη την ωργανοτικότητά του, κατορθώσας να συγκεντρώσει τόσον κόσμο, να δημιουργήσει τόσο κέφι. Άξιοι χορευτές, όπως ο κ. Σταμάτης Παπαδάκις, ωραίες Σπηλιανές και Ρεθεμνιώτισσες προσέδωσαν γραφικότητα στη βραδυά της οποίας το μουσικό μέρος εκράτησε λαμπρότατα ο κ. Σκορδαλός στη λύρα, οι κ. Ι. Μπερνιδάκις και Μαρκογιαννάκις στο λαγούτο. Η ορχήστρα του κ. Νίκου Περπιράκι αρίστη, όπως πάντοτε.
Αξίζει επίσης να εξαρθή η ευγενής και φιλάνθρωπος χειρονομία του κ. Σκορδαλού υπέρ του Φιλοπτώχου Ταμείου εις ο εδώθησαν αι εισπράξεις εκ του λαχείου. Αξία ίσης εξάρσεως είναι και αι προσφοραί διά την επιτυχίαν του λαχείου και του σκοπού του, των κ. καταστηματαρχών της πόλεως.

Ο Θανάσης Σκορδαλός αποδέχεται τα ακούσματα και την τεχνική όλων των λυράρηδων της εποχής, τα βιώνει και δημιουργεί τη βάση για το δικό του ξεκίνημα. Σίγουρα επηρεάστηκε από τους προγενέστερούς του Σπηλιανούς λυράρηδες Γιώργη Μαρκογιαννάκη ή Μαρκογιώργη (πατέρα των Μαρκογιάννηδων), Στεφανή Βασιλάκη, Στρατιδάκη, Καπετανάκη, αλλά και τους Ανδρέα Ροδινό, Χαρίλαο Πιπεράκη, Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά, Μανώλη Λαγό, το θρυλικό Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό κ. ά. Πήρε τις μελωδίες όπως τις άκουσε, τις τελειοποίησε, έδωσε τον δικό του χαρακτήρα και το ύφος του και άνοιξε ένα νέο δρόμο στην τεχνική της λύρας: αυτό που λέγεται «σχολή του Θανάση Σκορδαλού» στην κρητική μουσική.

Όταν ο Θανάσης Σκορδαλός ήταν 27 χρονών (1947), τον άκουσε για πρώτη φορά ο τότε πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο που τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τράπεζας Ελλάδος, από την οποία συνταξιοδοτήθηκε αργότερα. Απεκατεστημένος πλέον επαγγελματικά αφιερώθηκε στην αγαπημένη του λύρα, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στους απανταχού Κρήτες της διασποράς σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Αφρική.

Μέσα στη δεκαετία του 1950 συνεργάστηκε και με το μεγάλο τραγουδιστή Νίκο Μανιαδάκη ή Μανιά, με τον οποίο είχαν και αρκετά γόνιμη δισκογραφική συνεργασία («Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Περνάς και δε με χαιρετάς», «Στερουσιανή μου πέρδικα» κ.ά.).

Αξίζει να αναφέρουμε και τη συμβολή της κόρης του Μαίρης, που σε πολλά τραγούδια του πατέρα της συμμετέχει με τη θαυμάσια φωνή της: «Τα περασάρικα πουλιά», «Κλάψε με μάνα κλάψε με», «Θέλω να ξαναγαπήσω», «Θάλασσα μπλάβη κι αλμυρή», «Τση νύχτας το περπάτημα» κ.ά. Ο Θανάσης Σκορδαλός συνεργάστηκε και με καλλιτέχνες που μεσουρανούσαν την δεκαετία του 1960, όπως με την Καίτη Γκρέι (“Μια Ψαροπούλα”) και τον μεγάλο μπουζουξή Γιάννη Παπαϊωάννου (“Φιλεντέμ”).

Στα περίπου 65 χρόνια καλλιτεχνικής πορείας του συνεργάστηκε επίσης και με τους λαγουτιέρηδες Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, Δημήτρη Φουκάκη, Μανούσο Πανταγιά, Σταμάτη Μαυροδημητράκη («Επίστεψα στα λόγια σου»), Μάρκο Νενεδάκη («Ένας ψαράς γερο-ψαράς», «Με μαχαιριές πληρώνονται», «Αμαριώτικα πεντοζάλια», «Χανιώτικος συρτός», «Μυλοποταμίτικες κοντυλιές»), Πέτρο Καρμπαδάκη, Αντώνη Αποστολάκη, Μιχάλη Φραγκιαδάκη («Εκάηκα μέσ’ στη φωτιά”), Δημήτρη Βερύκοκο («Μάγισσας τέχνη έμαθες», «Πολλές πληγές μου άνοιξες», «Μα τέλος πάντων πες μου το», «Δώσε μου πίσω την καρδιά», «Να σ’ αποφύγω προσπαθώ», «Το μπαλκονάκι»), Γιώργο Μετζάκη, Πέτρο Καρμπαδάκη, Μανούσο Παπατσαρά, Δημήτρη Σκουλά, Μανώλη Κακλή και πολλούς άλλους.

Εκτός από τις κόρες του Μαίρη και Λίτσα, στο τραγούδι τον συνόδεψαν οι Γιώργης και Μαρία Σμπώκου, Βύρων Ιερωνυμίδης κ.ά.

Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος είπε για τον Σκορδαλό: «Ήμουνα 11 χρονώ το 1952, όταν πρωτοάκουσα το Θανάση Σκορδαλό, και νόμιζα ότι ένας αρχάγγελος κατέβηκε στην Κρήτη και τραγουδούσε με τη λύρα του για να χορέψουν οι έφηβοι και τα ωραία κορίτσια της Μεγαλονήσου».

Στην πολύχρονη καριέρα του πραγματοποίησε δεκάδες εμφανίσεις στους απανταχού Κρήτες της διασποράς, Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά και Αφρική.

«Έχω γυρίσει το μισό κόσμο», έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά. Ακόμα και εκεί ο Σκορδαλος δεν έχασε την ευκαιρία να ηχογραφήσει μαζί με τον Μαρκογιάννη. Στο διάστημα 1958-66 παρουσιάζουν για τους Κρήτες της Αμερικής και της Γερμανίας ακόμα περισσότερες επιτυχίες όπως τα: «Ρωτούσι με ποιαν αγαπώ», «Έχω έναν πόνο στην καρδιά», «Ήρθε καιρός να σου το πω», «Όρτσες», «Όση χαρά ‘χουν τα πουλιά», «Ο ήλιος βγαίνει στα ψηλά», «Ποιος ουρανός, ποια θάλασσα», «Και ο Θεός που σ’ έπλασε», «Εις τον Κουμπέ στα δυο στενά», «Ήθελα νά ’μουνά νερό» κ.ά.

Ηχογράφησε αγαπημένες μελωδίες με σόλο μπουζούκι («Πέτρα θα κάμω την καρδιά», «Συ μ’ έμαθες πως αγαπούν», κ.ά.) παιγμένο είτε από τον ίδιο ή από τον Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, ενώ δισκογραφικά συνεργάστηκε με το μεγάλο μουσικό και συνθέτη της λαικής μας μουσικής Γιάννη Παπαιωάννου («Φιλεντέμ») και την τραγουδίστρια Καίτη Γκρέυ («Μια ψαροπούλα, τη λένε Παναγιά», HMV 5593, 1959).

Ο Θανάσης Σκορδαλός απέκτησε από τον πρώτο του γάμο με την Ρεθεμνιώτισσα Χρυσούλα Παπαδάκη 4 παιδιά, δυο γιους, τον Γιάννη και τον Δημήτρη και δυο κόρες, τη Λίτσα και τη Μαίρη.

Ο Ross Daly μεταξύ άλλων είχε πει για το Σκορδαλό: «Το Σκορδαλό τον τιμούσαν ιδιαίτερα οι καλοί χορευτές εξαιτίας της ακριβούς ρυθμικής φρασεολογίας του, που έδενε απόλυτα με τους αυτοσχεδιασμούς τους, καθώς και για τη μοναδική ικανότητά του πάντα να διαλέγει την κατάλληλη μελωδία για τον κάθε χορευτή. Σχεδόν όλοι οι καλύτεροι χορευτές της Κρήτης συμφωνούν στο ότι για το χορό δεν υπήρξε κανένας σαν τον Θανάση Σκορδαλό. Αυτή η πτυχή της κρητικής μουσικής είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο λυράρης δεν είναι συναυλιακός καλλιτέχνης, αντίθετα είναι ο «τελετάρχης» μιας γιορτής, που ταυτόχρονα ορίζεται από μια αυστηρή τάξη και ένα πνεύμα έκστασης. Αυτή η λεπτή ισορροπία θυμίζει τα όσα περιγράφονται στα αρχαία κείμενα σχετικά με διονυσιακές γιορτές. Πολλοί λυράρηδες σήμερα μπορούν να δημιουργήσουν ένα ξέφρενο κέφι αλλά μάλλον κανείς τους δεν μπορεί να πετύχει την τέλεια ισορροπία πειθαρχίας και έκστασης που χαρακτήριζε το γλέντι του Σκορδαλού. Αυτή η ισορροπία είναι ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της Κρητικής μουσικής».

«Η λύρα είναι σαν τη γυναίκα. Κι αν δεν την αγαπάς, αν δεν την προσέχεις, θα τη χάσεις». M’ αυτά τα λόγια περιέγραφε τη σχέση λατρείας και πάθους που τον συνέδεε με τη λύρα του. Το Σεπτέμβριο του 1992 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την αγαπημένη του Καίτη στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη Λαγούτα Ηρακλείου.

Ο Θανάσης Σκορδαλός, που υπηρέτησε για πάνω από 65 χρόνια την Κρητική μουσική, έφυγε από τη ζωή στις 22 Απριλίου 1998, σε ηλικία 78 ετών. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω μαντινάδα του Χ. Παπαδάκη με αφορμή το θάνατό του.

Στο θάνατό σου βρόντηξε και σείστηκε η Κρήτη,
δάκρυα τα χιόνια γίνανε του γέρο Ψηλορείτη!

Ευτυχώς ο δάσκαλος πρόλαβε πριν φύγει να ζήσει τις τιμές και την αναγνώριση που του άξιζαν. Πρόλαβε να δει τις εξελίξεις και να εκφράσει τους φόβους του: “…και θα γεννηθούν μια μέρα παιδιά που θα ρωτάνε τους πατεράδες τους: τι έχετε να μας υποδείξετε από το παρελθόν; Και αυτοί δε θα ξέρουν τι να πουν…”.

Πηγή: rethemnos.gr/