Σαν σήμερα, 112 χρόνια πριν, το θρυλικό υπερωκεάνιο «Τιτανικός» προσκρούει σε παγόβουνο και βυθίζεται.
Το βρετανικό επιβατηγό υπερωκεάνιο που ανήκε στον στόλο της White Star Line, έφτασε στον βυθό του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού στις 15 Απριλίου 1912 μετά από σύγκρουση με ένα παγόβουνο κατά το παρθενικό ταξίδι του από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη.
Η βύθισή του, οδήγησε στον θάνατο πάνω από 1.505 ανθρώπους σε ένα από τα πιο θανατηφόρα ναυτικά δυστυχήματα σε καιρό ειρήνης στη σύγχρονη ιστορία.
Ήταν το μεγαλύτερο πλοίο εν πλω όταν εισήλθε σε υπηρεσία.
Ο Τιτανικός ήταν το δεύτερο από τρία υπερωκεάνια της κλάσης Olympic που χρησιμοποιούσε η White Star Line (Τα άλλα δύο ήταν το RMS Olympic και το RMS Britannic (Βρεταννικός), και κατασκευάστηκε από το ναυπηγείο Harland and Wolff στο Μπέλφαστ με ναυπηγό αρχιτέκτονα τον Τόμας Άντριους.
Ο Άντριους έχασε τη ζωή του στο ναυάγιο. Στο παρθενικό του ταξίδι μετέφερε 2.224 επιβάτες και πλήρωμα.
Η Ναυπήγηση
Η απόφαση για τη ναυπήγηση του Τιτανικού πάρθηκε στα μέσα του 1907 από τον πρόεδρο της βρετανικής ναυτιλιακής εταιρείας White Star Line, Μπρους Ισμέι, και τον αμερικανό τραπεζίτη Τζον Πίερποντ Mόργκαν (J. P. Morgan), ιδιοκτήτη της μητρικής εταιρείας International Mercantile Marine. Η White Star Line αντιμετώπιζε οξύ ανταγωνισμό από την αμερικανική Cunard Line και τις γερμανικές Hamburg America και Norddeutscher Lloyd, οι οποίες διέθεταν ταχύτερα επιβατηγά πλοία για τα υπερατλαντικά ταξίδια.
Ο Ισμέι ήθελε να «χτυπήσει» τους ανταγωνιστές του στο μέγεθος παρά στην ταχύτητα και πρότεινε να κατασκευαστεί μια νέα κλάση επιβατηγών πλοίων, που θα ήταν αρκετά μεγαλύτερα από τα ήδη υπάρχοντα και κατασκευασμένα με την τελευταία λέξη της άνεσης και της πολυτέλειας. Η ναυπήγηση του Τιτανικού (RMS Titanic), όπως και των αδελφών πλοίων Ολυμπιακός (RMS Olympic) και Βρετανικός (RMS Britannic) ανατέθηκαν στα ναυπηγεία Harland &Wolff, που έδρευαν στο Μπέλφαστ της Ιρλανδίας και με τα οποία η White Star Line είχε μακρά περίοδο συνεργασίας.
Στις 29 Ιουλίου 1908, τα ναυπηγεία παρουσίασαν τα τελικά σχέδια στους επιτελείς της White Star Lines, τα οποία εγκρίθηκαν από τον Ισμέι. Δύο ημέρες αργότερα υπογράφηκαν τα τελικά συμβόλαια για την κατασκευή των τριών πλοίων. Το πλοίο που θα ονομαζόταν αργότερα Τιτανικός έλαβε την κωδική ονομασία Αριθμός 401 και η ναυπήγησή του άρχισε στις 31 Μαρτίου 1909.
Η κατασκευή του Τιτανικού απαίτησε 26 μήνες μέχρι την καθέλκυσή του. Το μέγεθος του πλοίου ήταν μεγάλη κατασκευαστική πρόκληση για τα ναυπηγεία Harland & Wolff, που χρειάστηκε να επενδύσουν μεγάλα ποσά για τη βελτίωση του τεχνολογικού τους εξοπλισμού. Οι εργασίες κατασκευής ήταν δύσκολες και επικίνδυνες, με αποτέλεσμα 7 εργαζόμενοι να χάσουν τη ζωή τους και 246 να τραυματισθούν, από τους οποίους οι 28 πολλοί σοβαρά. Ο Τιτανικός καθελκύστηκε στις 12:15 μ.μ. της 31ης Μαΐου 1911, παρουσία του Ισμέι, του τραπεζίτη Μόργκαν, καθώς κι ενός πλήθους, που ξεπερνούσε τις 100.000.
Ο Τιτανικός ήταν για την εποχή του ένα θαύμα της ναυπηγικής. Με μήκος 269 μέτρων και ύψος 53,3 μ. αποτελούσε ένα πρωτοποριακό τύπο πλοίου, που ενσωμάτωνε πολλές καινοτομίες: ανελκυστήρες για γρήγορη πρόσβαση στα διάφορα καταστρώματα, χαμάμ, γυμναστήριο, πισίνα, ταχυδρομείο και υπέρμετρη πολυτέλεια, ιδιαίτερα το σέρβις και το φαγητό που πρόσφερε σε επιβάτες της Α’ θέσης ήταν πολύ πλουσιότερο και από τα αντίστοιχα των σύγχρονων ξενοδοχείων 5 αστέρων. Ήταν διπλοπύθμενο, με 16 στεγανά διαμερίσματα. Δεδομένου ότι τα τέσσερα από αυτά μπορούσαν να κατακλυσθούν χωρίς να απειλήσουν την πλευστότητα του πλοίου, είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι ήταν αβύθιστο. Παρόλα τα προηγμένα μέτρα ασφαλείας, δεν διέθετε επαρκή αριθμό σωστικών λέμβων, λόγω των απαρχαιωμένων κανονισμών λειτουργίας. Οι βάρκες του έφθαναν μόλις για 1.178 από τους 2.224 επιβαίνοντες του υπερωκεανείου.
Στις 6 το πρωί της 2ας Απριλίου 1912, ημέρα Δευτέρα, ξεκίνησαν οι δοκιμαστικοί πλόες του, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο ημέρες. Όλα πήγαν καλά και ο Τιτανικός ήταν έτοιμος για το παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάμπτον της Μεγάλης Βρετανίας στη Νέα Υόρκη.
Το μοιραίο ταξίδι
Την Τετάρτη, 10 Απριλίου 1912, ο Τιτανικός θα ξεκινούσε για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι του. Το πολυτελές υπερωκεάνιο, με καπετάνιο τον 62χρονο εγγλέζο Έντουαρντ Σμιθ (αρχικαπετάνιο της White Star Line) και πλήρωμα 885 άνδρες και γυναίκες, θα μετέφερε 1.339 επιβάτες, με δυο ενδιάμεσες σταθμεύσεις, στον τελικό προορισμό του, που ήταν το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Η άφιξή του ήταν προγραμματισμένη για τις 17 Απριλίου.
Από τις 9:30 το πρωί άρχισαν να καταφθάνουν στο Σαουθάμπτον οι πρώτοι επιβάτες, με ειδικούς συρμούς από το Λονδίνο. Πρώτοι άρχισαν να επιβιβάζονται οι επιβάτες της Γ’ Θέσης, άνθρωποι του μόχθου και τυχοδιώκτες απ’ όλη την Ευρώπη, που αναζητούσαν το «αμερικάνικο όνειρο» και έπρεπε πρώτα να περάσουν από έλεγχο για τυχόν λοιμώδεις αρρώστιες. Οι επιβάτες της Α’ και Β’ θέσης ήσαν, ως επί το πλείστον, πλούσιοι τουρίστες, που επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό μία ώρα πριν από την αναχώρηση του.
Ο Τιτανικός με 922 επιβάτες αναχώρησε στις 12 το μεσημέρι, με κατεύθυνση το Χερβούργο της Γαλλίας, πρώτο σταθμό του ταξιδιού του. Στο λιμάνι του Σαουθάμπτον παραλίγο να εμπλακεί σε ατύχημα, όταν το κύμα που προκάλεσε το τεράστιο εκτόπισμά του, έσπασε τους κάβους του αγκυροβολημένου πλοίο City of New York, το οποίο παραλίγο να συγκρουσθεί με τον Τιτανικό.
Με καλό, αλλά κρύο καιρό, ο Τιτανικός προσέγγισε την ίδια ημέρα το γαλλικό λιμάνι του Χερβούργου, όπου παρέλαβε 274 επιβάτες και αποβίβασε 24. Με πορεία προς την Ιρλανδία, έφθασε στο λιμάνι του Κορκ στις 11:30 το πρωί της 11ης Απριλίου, όπου παρέλαβε άλλους 120 επιβάτες, ενώ αποβίβασε επτά, ανάμεσά τους και τον πατέρα Φράνσις Μπράουν, ιησουίτη μοναχό και δεινό φωτογράφο, στον οποίο οφείλουμε πολλές από τις φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν στα καταστρώματα του Τιτανικού.
Μετά την αναχώρησή του από το Κορκ, το πολυτελές υπερωκεάνειο χάραξε πορεία προς τη Νέα Υόρκη δια μέσου του Βορείου Ατλαντικού. Οι πρώτες τρεις μέρες του ταξιδιού πέρασαν χωρίς απρόοπτα. Παρά τις προειδοποιήσεις για επιπλέοντα παγόβουνα στην περιοχή του Νιουφάουντλαντ, το πολυτελές υπερωκεάνειο έπλεεε με πρόσω τις μηχανές, καθώς όπως πίστευε ο καπετάνιος Σμιθ τα παγόβουνα δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο για ένα πλοίο της κλάσης του Τιτανικού.
Όμως στις 11:40 μ.μ. της 14ης Απριλίου συνέβη το μοιραίο. Ο Τιτανικός, πλέοντας με σχετικά υψηλή ταχύτητα των 22 κόμβων και χωρίς καμιά προφύλαξη, προσέκρουσε σε παγόβουνο, 37 δευτερόλεπτα αφότου έγινε αντιληπτό από το πλήρωμα. Πέντε από τα στεγανά του πλοίου αρχίζουν να μπάζουν νερά και η πλώρη άρχισε να καταβυθίζεται.
Πλήρωμα και επιβάτες ήταν ανέτοιμοι για μια τέτοια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Οι σωστικές λέμβοι επαρκούσαν μόνο για τους μισούς επιβαίνοντες. Επικράτησε πανικός. Στις 12:05 π.μ. της 15ης Απριλίου ο καπετάνιος διατάσσει να ετοιμαστούν οι σωσίβιοι λέμβοι. Στις 12:45 π.μ. η πρώτη σωσίβια λέμβος με γυναικόπαιδα, όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο, «κατεβαίνει» στη θάλασσα. Στις 2:20 μ.μ. ο Τιτανικός βυθίζεται, λίγα δευτερόλεπτα αφότου έσπασε στα δύο. Οι εναπομείναντες επιβάτες και μέλη του πληρώματος πηδούν στα παγωμένα νερά του Β. Ατλαντικού για να σωθούν, αλλά βρίσκουν σχεδόν ακαριαίο θάνατο από υποθερμία ή καρδιακή προσβολή, καθώς η θερμοκρασία του νερού είναι στους -2 βαθμούς Κελσίου.
Τα σήματα κινδύνου του βυθιζόμενου Τιτανικού δεν απέδωσαν αμέσως, καθώς παραπλέοντα πλοία δεν υπήρχαν. Στις 4:10 π.μ. το υπερωκεάνειο Καρπάθια της Cunard Line βρέθηκε στον τόπο του ναυαγίου και περισυνέλεξε τους πρώτους ναυαγούς. Στις 8:30 π.μ. περισυλλέγονται και οι επιβάτες της τελευταίας σωστικής λέμβου και το Καρπάθια με τους 711 διασωθέντες θα καταπλεύσει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 18 Απριλίου 1912.
© SanSimera.gr