7/12/1965 : Η άρση των αναθεμάτων του διαβόητου Σχίσματος του 1054
Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 οι προκαθήμενοι της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας προέβησαν σε μια χειρονομία με ιδιαίτερο συμβολισμό, σε μια κίνηση που άνοιξε το δρόμο για έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των Ορθόδοξων και των Ρωμαιοκαθολικών, πρώτη φορά ύστερα από πολλούς αιώνες
Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του βίου του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, αυτής της εξέχουσας προσωπικότητας της Ορθοδοξίας, ήταν χωρίς αμφιβολία η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στην Ιερουσαλήμ τον Ιανουάριο του 1964.
Και τούτο, διότι η συνάντηση αυτή έμελλε να οδηγήσει ύστερα από δύο σχεδόν χρόνια, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του διαβόητου Σχίσματος του 1054.
Πηγή: fanarion.blogspot.com (Φως Φαναρίου – Αρχείο Αριστείδη Πανώτη)
Η πορεία από το Σχίσμα του 1054 προς την άρση των αναθεμάτων
Ο διχασμός των απανταχού της Γης χριστιανών, το αποκληθέν Σχίσμα, που έφθασε στην κορύφωσή του με τα αναθέματα που αντηλλάγησαν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης το 1054, ήταν στην πραγματικότητα απόρροια ενός συνδυασμού πολιτικών εξελίξεων και της ολοένα και μεγαλύτερης απόκλισης Δύσης και Ανατολής σε ιδεολογικά ζητήματα θεμελιώδους σημασίας.
Το βαθύτατο αυτό χάσμα στους κόλπους της χριστιανοσύνης επιχείρησε να γεφυρώσει ύστερα από πολλούς αιώνες ο Αθηναγόρας, ο οποίος προέβη σε τολμηρές κινήσεις, με συνέπεια να δεχτεί αρχικά τις επικρίσεις ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων, προπάντων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Οι πρωτοβουλίες του Αθηναγόρα αποσκοπούσαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω της οικοδόμησης κλίματος αμοιβαίας κατανόησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας, με σκοπό την έναρξη θεολογικού διαλόγου.
Σε αυτό το πλαίσιο, στις 5 Ιανουαρίου 1964 οι προκαθήμενοι των δύο Εκκλησιών, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, συναντήθηκαν στο Όρος των Ελαιών, στα Ιεροσόλυμα, και αντάλλαξαν τον ασπασμό της αγάπης και της ειρήνης.
Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε την επομένη, 6η Ιανουαρίου, η εν λόγω προσέγγιση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών χαρακτηρίστηκε ως εκδήλωση αμοιβαίας αδελφοσύνης και γεγονός μεγάλης σημασίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει «το σημείο και το προανάκρουσμα των μελλόντων γενέσθαι προς δόξαν Θεού και φωτισμόν συμπάσης ανθρωπότητος».
Η άρση των αναθεμάτων
Καρπός των ανωτέρω πρωτοβουλιών υπήρξε η επίσημη άρση των αναθεμάτων του 1054, που έλαβε χώρα ύστερα από δύο σχεδόν χρόνια.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 οι προκαθήμενοι της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας προέβησαν σε μια χειρονομία με ιδιαίτερο συμβολισμό, σε μια κίνηση που άνοιξε το δρόμο για έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των Ορθόδοξων και των Ρωμαιοκαθολικών, πρώτη φορά ύστερα από πολλούς αιώνες.
Εκείνη την ημέρα αναγνώστηκε στο Φανάρι και στο Βατικανό κοινή δήλωση των Αθηναγόρα και Παύλου ΣΤ’.
Με την ιστορική αυτή δήλωση οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες αποδοκίμαζαν προσβλητικούς λόγους και αβάσιμες κατηγορίες που αφορούσαν την εποχή του Σχίσματος, προέβαιναν στην άρση των αναθεμάτων που είχαν επακολουθήσει και εξέφραζαν τη θλίψη τους για τα λυπηρά γεγονότα που είχαν οδηγήσει στην πλήρη διάσπαση της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Μετά την άρση των αναθεμάτων, ο μεν Πάπας Παύλος ΣΤ’ επισκέφθηκε το Φανάρι, στις 25 Ιουλίου 1967, ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, προσφωνώντας τον Πάπα μέσα στη βασιλική του Αγίου Πέτρου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, τόνισε ότι «πλείονα εισί τα ενούντα και ολιγότερα τα χωρίζοντα ημάς».
Πηγή: fanarion.blogspot.com (Φως Φαναρίου – Αρχείο Αριστείδη Πανώτη)
Η ιστορική δήλωση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για τη χάρη που δόθηκε σ’ αυτούς μέσα στη θεϊκή του ευσπλαχνία να συναντηθούν αδελφικά στους Αγίου Τόπους, όπου, διαμέσου του θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συμπληρώθηκε το μυστήριο της σωτηρίας μας, και με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος συστήθηκε η Αγία Εκκλησία, ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’ δεν αδιαφόρησαν για την πρόθεσή τους να πράξουν ό,τι είναι δυνατό στον καθένα τους, για να μη παραλείψουν στο εξής κάθε χειρονομία, εμπνεόμενη από την αγάπη και ικανή να διευκολύνει την ανάπτυξη των αδελφικών σχέσεων, οι οποίες με τον τρόπο αυτό εγκαινιάστηκαν μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, είναι πεπεισμένοι ότι ανταποκρίνονται στην κλήση της Θείας Χάρης, η οποία οδηγεί σήμερα τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και όλους τους χριστιανούς να υπερνικήσουν τις διαφορές τους και να ξαναγίνουν και πάλι «ένα», όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το ζήτησε από τον Πατέρα.
Ανάμεσα στα εμπόδια, τα οποία βρίσκονται στο δρόμο της προαγωγής των αδελφικών αυτών σχέσεων εμπιστοσύνης και τιμής, προβάλλει η ανάμνηση των λυπηρών αποφάσεων, ενεργειών και γεγονότων, τα οποία κατά το 1054 κατέληξαν στο ΑΝΑΘΕΜΑ, το οποίο έριξαν κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου και δύο άλλων προσώπων οι απεσταλμένοι του Ρωμαϊκού Θρόνου, υπό την ηγεσία του Καρδιναλίου Ουμβέρτου, κατά των οποίων απεσταλμένων στη συνέχεια ρίχτηκε ανάλογο ΑΝΑΘΕΜΑ από τον Πατριάρχη και τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως.
Και τα γεγονότα αυτά υπήρξαν ασφαλώς οδυνηρά κατά την ιδιαίτερα ταραγμένη εκείνη χρονική περίοδο της ιστορίας. Σήμερα όμως κρίνουμε τα γεγονότα αυτά με πνεύμα μεγαλύτερης ηρεμίας και δικαιοσύνης, και επιβάλλεται να αναγνωρίσουμε τις υπερβολές με τις οποίες επιβαρύνθηκαν και οι οποίες οδήγησαν στη συνέχεια σε άλλες συνέπειες που ξεπερνούσαν, σύμφωνα με τη σημερινή μας κρίση, τις προθέσεις και τις προβλέψεις των πρωτεργατών τους, των οποίων οι καταδίκες στρέφονταν κατά των σχετικών προσώπων, και όχι κατά των Εκκλησιών, και δεν αποσκοπούσαν στη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των Θρόνων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’, με την Ιερή τους Σύνοδο, πεπεισμένοι ότι εκφράζουν την κοινή επιθυμία δικαιοσύνης και το ομόθυμο αίσθημα αγάπης των πιστών τους, και ενθυμούμενοι την εντολή του Κυρίου, ο οποίος είπε: «Αν προσφέρεις το δώρο σου πάνω στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί το δώρο σου, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Μθ. ε΄, 23-24), ομόφωνα δηλώνουν:
Αποδοκιμάζουν τους προσβλητικούς λόγους, τις αβάσιμες κατηγορίες και τις αξιοκατάκριτες χειρονομίες, τα οποία και από τις δύο πλευρές χαρακτήρισαν ή συνόδευσαν τα θλιβερά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Αποδοκιμάζουν επίσης και αφαιρούν από τη μνήμη και από το περιβάλλον της Εκκλησίας τα ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ που επακολούθησαν, η ανάμνηση των οποίων επενεργεί μέχρι σήμερα ως εμπόδιο στην προσέγγιση της αγάπης και παραδίνουν αυτά τα ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ στον ξεχασμό.
Εκφράζουν, τέλος, τη θλίψη τους για τα λυπηρά προηγούμενα και τα μεταγενέστερα γεγονότα, τα οποία, κάτω από την επίδραση διαφόρων παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους είναι και η αμοιβαία έλλειψη κατανόησης και εμπιστοσύνης, οδήγησαν τελικά στην πλήρη διάσπαση της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄, με τη Σύνοδό τους, συνειδητοποιούν ότι η χειρονομία αυτή δικαιοσύνης και αμοιβαίας συγγνώμης δεν μπορεί να επαρκέσει στον τερματισμό παλαιοτέρων και νεοτέρων διαφορών, που υπάρχουν μεταξύ της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας και οι οποίες με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος θα ξεπεραστούν, διαμέσου του εξαγνισμού των καρδιών, της αποδοκιμασίας των ιστορικών σφαλμάτων, όπως και της αποτελεσματικής θελήσεως να φθάσουμε στην κοινή κατανόηση και διατύπωση της αποστολικής πίστεως και των απαιτήσεών της.
Ωστόσο, πραγματοποιώντας αυτήν τη χειρονομία, ελπίζουν ότι αυτή θα είναι ευχάριστη στο Θεό, ο οποίος είναι πρόθυμος να μας συγχωρέσει, όταν εμείς συγχωρούμε ο ένας τον άλλον, και θα εκτιμηθεί από ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, αλλά ιδιαίτερα από το σύνολο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως έκφραση αμοιβαίας ειλικρινούς θελήσεως για συμφιλίωση και ως πρόσκληση να αναζητήσουμε, μέσα σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εκτιμήσεως και αγάπης, τον Διάλογο, ο οποίος, με τη βοήθεια του Θεού, θα τις οδηγήσει να ζήσουν και πάλι, προς μεγαλύτερη ωφέλεια των ψυχών και προς έλευση της Βασιλείας του Θεού, την πλήρη κοινωνία της πίστεως, της αδελφικής ομόνοιας και της μυστηριακής ζωής, η οποία υπήρξε μεταξύ τους κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας.
*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από το διαδικτυακό τόπο fanarion.blogspot.com (Φως Φαναρίου – Αρχείο Αριστείδη Πανώτη)