29 Μαΐου 1453: Το συμβολικό μεγαλείο της πτώσης της Κωνσταντινούπολης
Όλαι αι αυτοκρατορίαι υπήρξαν και είναι δημιουργήματα μιας ιδέας. Η δύναμίς της τας γεννά, η ύπαρξίς της τας διατηρεί εις την ζωήν, και η φλόγα της τας ξαναζωντανεύει όταν έχουν πλέον δύσει.
Τα κράτη έχουν σκοπούς που τίθενται από ανθρώπους, αι αυτοκρατορίαι όμως λαμβάνουν αποστολήν που τους δίδεται άνωθεν. Όσον και αν φαίνεται παράδοξον, ούτε το μέγεθος του πληθυσμού, ούτε η έκτασις της χώρας, ούτε η κρατική οργάνωσις, ούτε άλλοι υλικοί ή φυσικοί παράγοντες –πλούτος ή γεωγραφική θέσις– παίζουν αποφασιστικόν ρόλον εις την δημιουργίαν μιας αυτοκρατορίας. Η γένεσίς της και η δικαίωσίς της ανευρίσκεται εις την αυτοκρατορικήν ιδέαν, η οποία –μεταφυσικής καταγωγής και προελεύσεως– της παρέχει την δύναμιν να αξιώνη οικουμενικήν επέκτασιν και επιβολήν, και να ζητή να αναγνωρισθή ως αιώνιον «σχήμα» και ως ενσάρκωσις της θείας θελήσεως επί της γης. Γεμάτη από μύθους και μυστικισμόν η αυτοκρατορική ιδέα, αποτελεί εν τούτοις ζωντανήν ιστορικήν πραγματικότητα ανυπολογίστου αξίας διά την τύχην και την μοίραν των λαών.
Η αυτοκρατορική ιδέα του Βυζαντίου, όπως άλλωστε και όλη του η ύπαρξις, συντίθεται από πολλά και ανομοιογενή στοιχεία –ρωμαϊκά, ελληνικά, χριστιανικά και ανατολικά– και εκφράζει την θείαν αποστολήν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως υπερασπίζη και διαδίδη την χριστιανοσύνην –defensor Christianae–, όπως επιβάλη μίαν καθολικήν ειρήνην –pax Byzantina– και όπως μέσα εις τα όριά της ως της οικουμενικής πολιτείας περιλάβη όλους τους λαούς του κόσμου και τους ποτίση με τα νάματα της ελληνικής παιδείας. Η βυζαντινή πολιτειακή και κοινωνική οργάνωσις και το πνεύμα της βυζαντινής πολιτείας αποτελούν την ιστορικήν πραγματοποίησιν της αυτοκρατορικής αυτής ιδέας, όπως εμφανίζεται εις την χιλιετή ζωήν του Βυζαντίου –από το 395 έως το 1453– και όπως επιβιώνει κατά τα τετρακόσια έτη της τουρκικής κυριαρχίας.
Η συμμετοχή του «ελληνικού» εις την βυζαντινήν αυτοκρατορικήν ιδέαν είναι τόσον μεγάλη και ζωηρά, ώστε να ημπορή κανείς να την χαρακτηρίση με ακρίβειαν και ως ελληνικήν ιδέαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρία είναι τα κύρια γνωρίσματα του «ελληνικού», καθώς προβάλλουν μέσα από την ιστορικήν του πάλην και την πνευματικήν του αγωνίαν: πολυμορφία, αυτονομία, διαλεκτική. Πιστεύει και κηρύσσει την δυνατότητα συνυπάρξεως και συμβιώσεως διαφορετικών κόσμων, απόψεων και ιδεών, το δράμα δε και ο διάλογος συμβολίζουν αυτήν την πολυμορφίαν. Δέχεται και αναγνωρίζει τον άνθρωπον ως την πηγήν κάθε αξίας, και η ελληνική ηθική, που δεν την επιβάλλουν επουράνιοι θεοί ή υπερφυσικαί δυνάμεις, αλλ’ ο ίδιος ο άνθρωπος, εξεικονίζει αυτήν την αυτονομίαν. Αισθάνεται και ζη την φύσιν, την κοινωνίαν, την ψυχήν και το πνεύμα ως εξέλιξιν αιωνίων αντιθέσεων, και η αγωνιστική διάθεσις του Έλληνος αποδεικνύει την έμφυτόν του αυτήν διαλεκτικήν τάσιν.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.5.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η γένεσις του Βυζαντίου οφείλεται εις την ενεργητικήν συμπαράστασιν της ελληνικής ιδέας. Ο ελληνικός χώρος έδωσε την υλικήν βάσιν της τοποθετήσεως της νέας αυτοκρατορίας, αι βαρβαρικαί απειλαί ωδήγησαν εις την σύμπτυξιν και ανασύνταξιν δυνάμεων, όπως και εις την ενίσχυσιν του πνεύματος αντιστάσεως, ο αφομοιωθείς από τον ελληνισμόν χριστιανισμός εδημιούργησε το μεσσιανικόν και θείον στοιχείον της αυτοκρατορικής ιδέας, ενώ ο ελληνικός λαός απετέλεσε το σημαντικώτερον μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Αλλά περισσότερον από όλα αυτά, ο διάχυτος και γενικώς επικρατών ελληνικός πολιτισμός –με σαφείς εκδηλώσεις του την γλώσσαν και την παιδείαν– απετέλεσε τον συνεκτικόν κρίκον ο οποίος κατώρθωσε να συνενώση Έλληνας, Ρωμαίους και βαρβάρους, πιστεύοντας εις διαφόρους θεούς και με διαφορετικούς φυλετικούς και ιστορικούς δεσμούς, εις το νέον «έθνος» των Ρωμαίων – Ελλήνων. «Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε ψυχήν», όπως γράφει ο Wells, και δεν ήτο δυνατόν να έχη ψυχήν, διότι προσεπάθησε να στηριχθή εις τους αψύχους δεσμούς που εχάλκευεν η ιδιότης του Ρωμαίου πολίτου – civis Romanus. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία απέκτησε ψυχήν, διότι εθεμελιώθη εις το πνευματικόν υπόβαθρον του ελληνικού πολιτισμού. Το παράδειγμα της γενέσεως του Βυζαντίου ενθυμίζει την γένεσιν και της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, που προέρχεται και αυτή από την δύναμιν ενός πολιτιστικού πιστεύω.
Ο ρόλος της ελληνικής ιδέας εις την ολοκληρωμένην πλέον και οριστικώς διαμορφωθείσαν διά των αιώνων αυτοκρατορίαν μεταβάλλεται και γίνεται παθητικός. Η ιδέα δημιουργεί, ο θεσμός παγιώνει. Η ισχύς της ιδέας ανευρίσκεται εις το «νέον», και η δύναμις του θεσμού προέρχεται από την παράδοσιν. Έτσι, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ακολουθεί τα πρότυπα της υστέρας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υιοθετεί τους θεσμούς της και εντάσσεται εις την πολιτειακήν και κοινωνικήν παράδοσίν της.
Κράτος και κοινωνία εμφανίζουν την βαρείαν μορφήν μιας συμπαγούς και μονολιθικής ενότητος. Το «Σύνταγμα» της Αυτοκρατορίας στηρίζεται εις το περίφημον principium unitatis – την αρχήν της ενότητος: εις Θεός, μία Εκκλησία, εις Βασιλεύς. Ο Αυτοκράτωρ-Βασιλεύς είναι απόλυτος και «ελέω Θεού» μονάρχης. Είναι «ιερεύς», «εικών ζώσα του Χριστού», και έλκει παρά του Θεού πάσαν εξουσίαν. «Μέγιστα εν ανθρώποις εστί δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία». Είναι φορεύς της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, ο «ζων Νόμος», και ο μοναδικός Νομοθέτης, και ο ανώτατος Δικαστής. Είναι αιρετός, αλλά εις την εκλογήν του η συμμετοχή του λαού είναι σπανίως αποφασιστική. Η διοίκησις είναι τόσον συγκεντρωτική, ώστε να τονίζεται και δικαίως ότι ο μόνος διοικητικός θεσμός που υπήρχεν εις το Βυζάντιον ήτο το «Παλάτιον». Τα πάντα εξηρτώντο από εκεί. Η πρωτοτυπία της βυζαντινής διοικήσεως ημπορεί ν’ ανευρεθή εις την διαμόρφωσιν ενός τύπου συγκεντρωτικού κράτους, εις το οποίον εκυριάρχει από της κορυφής της ιεραρχίας μέχρι του κατωτάτου οργάνου της μία ενιαία θέλησις. Το δίκαιον που επεκράτει ήτο παλαιόν, ξένον, ρωμαϊκόν, άγνωστον εις τον λαόν και δύσχρηστον –έστω και αν ήτο συγκεντρωμένον εις ατέρμονας κωδικοποιήσεις–, και παρ’ όλον τον σεβασμόν που απελάμβανε δεν κατώρθωνε να ικανοποιήση, όπως αποδεικνύουν οι συνεχείς ανακαθάρσεις του, τας ανάγκας της ζωής.
Η κοινωνική διάρθρωσίς της ήτο αυστηρώς ιεραρχική. Οι ανώτατοι αξιωματούχοι και γενικώτερον η αριστοκρατία της αυτοκρατορίας, πλην ίσως των μεγάλων γαιοκτημόνων, ώφειλε την υπόστασίν της εις τον Αυτοκράτορα και εξηρτάτο τελείως εξ αυτού. Η ύπαρξίς της συνεδέετο στενώτατα με την τοποθέτησίν της εις την κρατικήν μηχανήν, που ανήκεν οπωσδήποτε εις τον Αυτοκράτορα. Ανεξάρτητοι και αυτόνομοι κοινωνικαί ή νομικαί τάξεις δεν υπήρχον. Η Εκκλησία υπήκουε και εξηρτάτο από τον Αυτοκράτορα, και η οικονομία, με τα μονοπώλια, τους συνεχείς παρεμβατισμούς, τους ελέγχους και τους περιορισμούς, τους δημευτικούς φόρους και τον άνευ προηγουμένου συγκεντρωτισμόν, εδούλευε πράγματι ασφυκτικά εις το κράτος. Ελεύθερος επαγγελματίας ή εργάτης με την σύγχρονον έννοιαν δεν υπήρχον.
Το κύριον πεδίον της δράσεως της ελληνικής ιδέας ήτο ο κόσμος του πνεύματος εις τας περισσοτέρας εκδηλώσεις του –ιδίως η λογία φιλολογία–, αλλά και η συνεισφορά της εις την κρατικήν και κοινωνικήν ζωήν δεν πρέπει να θεωρηθή ευκαταφρόνητος. Ο Αυτοκράτωρ περιωρίζετο από τον Νόμον –«Νόμος πάντων βασιλεύς»–, η Σύγκλητος και η Εκκλησία εύρισκον ευκαιρίας να δρουν πολιτικά, και ο λαός με τον Ιππόδρομον μετέβαλλε κάποτε την acclamatio εις αληθινήν δημοκρατικήν εκλογήν. Ο Αυτοκράτωρ Σταυράκιος το 811 ωνειροπόλησε διά μίαν στιγμήν την χριστιανικήν δημοκρατίαν και οι ζηλωταί και ο Πλήθων, έστω και ως εξαιρέσεις, εσκέφθησαν τα θεωρήματα της πολιτείας. Η ανθρωπιστική δράσις και αι χριστιανικαί ελληνικαί υποχρεώσεις της ουδέποτε έλειψαν, και το δίκαιον ηγωνίζετο έστω και ματαίως να αποδεχθή τας επιταγάς της λαϊκής συνειδήσεως. Η ελληνική ιδέα διεπότιζεν όλας τας πολιτικάς, κοινωνικάς, νομικάς εκδηλώσεις της αυτοκρατορίας, και όταν εύρισκεν ευκαιρίαν εξεδηλώνετο και ελάμβανε και συγκεκριμένην κοινωνικήν μορφήν.
Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως απεδέσμευσε την ελληνικήν ιδέαν από την ρωμαϊκήν και τας άλλας παραδόσεις, και την εβοήθησε θετικώς και αρνητικώς ώστε να επανεύρη ολόκληρον το περιεχόμενόν της. Η πτώσις έχει συμβολικόν μεγαλείον. Η άρνησις του Κωνσταντίνου να παραδοθή είναι τόσον ελληνική όσον και το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα:
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστί ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το γεγονός της αντιστάσεως εδημιούργησε το πνευματικόν ελληνικόν κλίμα του μύθου του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που θα ξαναξυπνήση και της Μισοτελειωμένης Λειτουργίας που θα συνεχισθή, την πίστιν εις την ανάστασιν και την αναγέννησιν του Γένους, που ενθυμίζει τον αναγεννώμενον εκ της τέφρας του φοίνικα, την ελπίδα ότι η πολιτική αποκατάστασις του Έθνους και η εκδίκησις δι’ όσα υπέφερε δεν θα αργήσουν. Αλλά εκτός από την αγωνιστικήν πνευματικήν ατμόσφαιραν, η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως και ο θάνατος του Κωνσταντίνου υπήρξαν και ιστορικά πρότυπα μεγάλης σημασίας και επηρέασαν σοβαρώς τας συνεχείς και επιμόνους εξεγέρσεις του υποδούλου Έθνους, το οποίον εις τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς επεχείρησεν εικοσιμίαν όλας επαναστάσεις.
Η ελληνική ιδέα όμως δεν εξεδηλώθη μόνον ως συνείδησις και πράξις αντιστάσεως. Επεβλήθη εις την κοινωνικήν ζωήν κατά την περίοδον της δουλείας, και με τα στοιχεία της πολυμορφίας και της αυτονομίας. Διά λόγους πολιτικούς και δημοσιονομικούς, το τουρκικόν κράτος παρεχώρησε τα προνόμια εις την ελληνικήν Εκκλησίαν και τας ελληνικάς κοινότητας, και έτσι βέβαια υπεβοήθησε και αυτό την ομαλήν λειτουργίαν του διοικητικού του μηχανισμού, αλλά και εδημιούργησε και τα πλαίσια της αναπτύξεως όλων των δυνατοτήτων της ελληνικής ιδέας. Το κράτος υποκαθίσταται από την Εκκλησίαν και τας κοινότητας, που αποκτούν πλέον πολιτικάς και διοικητικάς αρμοδιότητας. Η Εκκλησία αναλαμβάνει την απονομήν της δικαιοσύνης, και με την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου προσπαθεί, μέσα πάντως εις τα πλαίσια της παραδόσεως, να ανταποκριθή εις τας υφισταμένας λαϊκάς ανάγκας. Το ίδιο κάμνουν και αι κοινότητες, αλλά με έντονον εκεί την επικράτησιν του εθιμικού δικαίου. Συνυπάρχουν παραλλήλως και συνεργάζονται και με τας άλλας πάσης μορφής κοινωνικάς ομάδας, που αρχίζουν να σχηματίζωνται, και μάλιστα επί δημοκρατικών βάσεων. Η αυτοδιοίκησις αρχίζει να ανθή και η αποκέντρωσις να αποτελή τον κανόνα της ελληνικής διοικήσεως.
Η κοινωνική ιεραρχία χάνει τον χαρακτήρα της πυραμίδος, και οι πρόκριτοι εκλέγονται επί τη βάσει κυρίως των προσόντων των –χρηστά ήθη– και από τας «συνελεύσεις του κοινού». Οι ελεύθεροι επαγγελματίαι και οι ελεύθεροι εργάται πολλαπλασιάζονται και συνιστούν τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής, και η οικονομία απελευθερώνεται εις αξιοσημείωτον βαθμόν από την πολιτείαν. Στρατός –αρματολοί και κλέφτες– και στόλος ακόμη αρχίζουν να σχηματίζωνται.
Το δημοτικό τραγούδι πλαισιώνει την αναβίωσιν αυτήν του ελληνικού πνεύματος, και επιδιώκει να εκφράση αμέσως και ειλικρινώς τας μεγάλας συγκινήσεις του ελληνισμού. Εις αυτό οφείλεται ότι η ελληνική ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ευρίσκεται πάντα ζωντανή και νέα μέσα εις την ψυχήν του ελληνικού λαού:
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα
Και σεις, Άγιοι, μην κλαίτε
Πάλι με χρόνια με καιρούς
Πάλι δικά μας θάναι».
*Άρθρο του Γ. Δ. Δασκαλάκη καθηγητή Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έφερε τον τίτλο «Η αιώνια ελληνική ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 29 Μαΐου 1953, στην πεντακοσιοστή επέτειο της πτώσης της Βασιλεύουσας.
Ο νομικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας Γεώργιος Δ. Δασκαλάκης (1912-1994) διετέλεσε υπουργός, πρόεδρος του ΕΟΤ και καθηγητής στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. © πηγή: in.gr