Aν η αξία στη μουσική μετριόταν με το «πλάτος» και όχι με το «βάθος», πιθανότατα, η ζωή και το έργο της σπουδαίας ιταλίδας σοπράνο Ρενάτα Σκότο δεν θα είχαν και μεγάλη σημασία στην ιστορία της τέχνης της. Οπότε και ο θάνατός της, στις 16 Αυγούστου σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη, λογικά θα περνούσε μάλλον γενικά απαρατήρητος. Αν όμως ίσχυε ένας κανόνας σαν αυτόν, ακριβώς τα ίδια θα ίσχυαν και για μορφές όπως η Μαρία Κάλας, ή η Μπίργκιτ Νίλσον, με την πρώτη να είναι η κορυφαία τραγουδίστρια όλων των εποχών χωρίς ποτέ σχεδόν να έχει βγει από τα σύνορα της ιταλικής όπερας και τη δεύτερη μία από τις μεγαλύτερες μορφές του βαγκνερικού σύμπαντος, που επίσης σχεδόν δεν πλησίασε καν τους άλλους μεγάλους συνθέτες της «απόλυτης τέχνης».
Στα χνάρια αυτής της αντίληψης βάδισε και η Ρενάτα Σκότο, που το όνομά της είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την όπερα της πατρίδας της – όχι φυσικά για «εθνικιστικούς» λόγους, αλλά καθώς η ιταλική όπερα συνιστά πυλώνα αυτής της μεγάλης τέχνης. Και η Σκότο, μια από τις πιο σπουδαίες ιέρειές της στη γενιά μετά την Κάλας, με την οποία πάντως συνεργάστηκε με μεγάλη επιτυχία λ.χ. στην περίφημη «Μήδεια» του Κερουμπίνι υπό τον μέντορα της Κάλας, τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, που έτσι κι αλλιώς, αυτό, από μόνο του, της είχε από πολύ νωρίς εξασφαλίσει, μέσω της δισκογραφίας, ένα σπουδαίο διαρκές αποτύπωμα στην αιωνιότητα. Το ενδιαφέρον εδώ όμως είναι διπλό, καθώς η Σκότο δούλεψε μαζί και με τη Νίλσον σ’ ένα από τα περάσματά της έξω από τα σύνορα της Βαλχάλας, όταν τραγούδησε την «Τουραντό», γράφοντας επίσης παντοτινή ιστορία.
Ομως, ακόμα κι αυτά ήταν λίγα σε σχέση με ό,τι συνέβη αργότερα, όταν η Σκότο έγινε πλέον η ίδια το πρώτο όνομα και τότε ήρθαν πια οι μεγάλες επιτυχίες της στη σκηνή και στο στούντιο επικεντρωμένες κυρίως στον Βέρντι μα, ακόμα περισσότερο, στον βαθύτερο απ’ όλους τους ιταλούς συνθέτες: τον Πουτσίνι, του οποίου, τελικά, η Σκότο έγινε με τα χρόνια μία φωνή που σφράγισε ένα μεγάλο μέρος τού εκπληκτικά σπουδαίου, μοναδικού του έργου. Σήμερα λοιπόν, μπορεί κανείς χωρίς αμφιβολία να πει ότι μία από τις σπουδαιότερες όπερες του μεγάλου αυτού δασκάλου θα μείνει αξεπέραστα χαραγμένη από τη φωνή της στους αιώνες: όταν η Σκότο τραγούδησε τη «Μαντάμ Μπατερφλάι» υπό τον υπνωτιστικό σερ Τζον Μπαρμπιρόλι πετύχαινε κάτι περίπου αδύνατον, που μόνον μορφές σαν την Κάλας, τη Νίλσον ή τη Φεριέ και τη Σβάρτσκοπφ είχαν καταφέρει: σχεδόν «τελείωνε» ερμηνευτικά έναν ρόλο σε έναν έργο από τα πιο κορυφαία στην ιστορία της όπερας. Και η αλήθεια είναι ότι πλησίασε σχετικά σε κάτι σαν αυτό και σε άλλα έργα του Πουτσίνι, όπως στην «Μποέμ» και την «Τόσκα» υπό τον Λιβάιν, που εξελίχθηκε σε κάτι σαν τον μόνιμο συνεργάτη της χρυσής εποχής της, αν και ποτέ δεν έφτασε τόσο μακριά όπως στη «Μπατερφλάι».
Αν λοιπόν κάποιος αναρωτηθεί σήμερα πώς θα αντιμετώπιζε η Σκότο λ.χ. τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, ή το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ, δεν θα λάβει απάντηση, δεν θα έχει τρόπο: το «βάθος» της επικράτησε του «πλάτους». Και, ασφαλώς, για να κάνει μία τέτοια επιλογή, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ομως, αυτά που άφησε πίσω της, είτε όλα τα παραπάνω, είτε η σπουδαία «Τραβιάτα» της και ο αντίστοιχος «Οθέλλος» της, δύο όπερες αναφοράς του Βέρντι που επίσης οι ερμηνείες άφησαν εποχή, δείχνουν ότι η σπάνια εκλεκτικότητά της ήταν ακόμα πιο στοχευμένη απ’ ό,τι φαίνεται σε πρώτη ματιά και το βάθος της εξελισσόταν με πίστη και σταθερότητα σε ένα ρεπερτόριο που επέμενε σε αυτό επί δεκαετίες ακόμα και μέσα στο είδος που είχε επιλέξει να αφιερώσει την τέχνη της. Κάτι που την κατέστησε σαφώς πιο μεστή και πιο έντιμη ερμηνεύτρια απ’ ό,τι η ίδια η φυσική της αξία και η μουσική, ηθική και πνευματική της καλλιέργεια ήδη μπορούσαν να πετύχουν.
Η Ρενάτα Σκότο, γεννημένη το 1934 στη Σαβόνα της βορειοδυτικής Ιταλίας, σπούδασε στο Μιλάνο, την ιταλική – και παγκόσμια – μητρόπολη της όπερας, ιδίως φυσικά της ιταλικής. Και ήταν στην ίδια πόλη που έκανε το ξεκίνημά της τραγουδώντας την «Τραβιάτα», στη «Σκάλα», το 1952. Το μέλλον τής επιφύλαξε μεγάλες στιγμές στον «ναό» της «Σκάλας», αλλά και στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου και κατήγαγε τους μεγάλους «ρωμαϊκούς» θριάμβους της με εκπληκτικό ντεμπούτο το 1965 στη «Μαντάμ Μπατερφλάι» αλλά και με τελευταία εκεί εμφάνιση με το ίδιο έργο, το 1987. Κυρίως όμως της επιφύλαξε τη δυνατότητα να γίνει ο «σύνδεσμος» δύο γενεών: μιας προηγούμενης από τη δική της, που είχε ωριμάσει πριν από τον Πόλεμο και έφερε μαζί της όλη τη γνώση του «παλιού κόσμου», και μιας επόμενης, που αμφισβήτησε πολλά, αν όχι και τα πάντα στη δική της ακμή. Η Ρενάτα Σκότο, με τις πολλές ιδιότητές της γύρω από τη μουσική, υπήρξε μία γέφυρα αυτών των δύο κόσμων – γέφυρα που την είχαν τόσο ανάγκη.