Μαρία Φαραντούρη: «Σε κοινωνικό επίπεδο φοβάμαι το αδιέξοδο. Όταν συμβαίνει έχουμε τραγωδίες»

Δημοσιεύτηκε στις 03/07/2022 22:37

Μαρία Φαραντούρη: «Σε κοινωνικό επίπεδο φοβάμαι το αδιέξοδο. Όταν συμβαίνει έχουμε τραγωδίες»

Η Μαρία Φαραντούρη, μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες μιλάει στο in για τη ζωή, την καριέρα της, τις αμέτρητες συνεργασίες της με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Μάνο Λοϊζο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Αλέξη Μινωτή, την Κατίνα Παξινού αλλά και τους Beatles, τον Λούτσιο Ντάλα. Θυμάται πως ήταν η πρώτη συνάντηση με τον μεγάλο Μίκη, τα πρώτα λόγια που της είπε και πως η καλλιτεχνική διαδρομή της εκτοξεύτηκε εκτός των συνόρων της χώρας μας. Σχολιάζει την επικαιρότητα και απαντά γιατί ενεπλάκη με την πολιτική  και αν θα το επαναλάμβανε.

Πως θα περιγράφατε τη διαδρομή σας από την εποχή που είσασταν 12 χρόνων και πήρατε το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μέχρι σήμερα. Φανταζόσασταν αυτήν την εξέλιξη;

Από μικρή πίστευα ότι θα γινόμουν τραγουδίστρια. Άκουγα τα τραγούδια στο ραδιόφωνο και τα τραγουδούσα, ελληνικά και ξένα. Είχα φτιάξει ένα δικό μου ρεπερτόριο. Λόγω της ασθένειάς μου, τραγουδούσα για να περνώ τις ώρες της απομόνωσης μου. Μεγαλώνοντας, στο σχολείο ήμουν αυτή που έλεγε την πρωινή προσευχή. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου καμιά στιγμή που να μη τραγουδώ. Δεν φανταζόμουν το μέλλον βέβαια, αλλά ένιωθα από μικρή ήδη ότι ήμουν μια τραγουδίστρια.

Ποιους καλλιτέχνες θαυμάζατε και τελικά συνεργαστήκατε;

Θαύμαζα και συνεργάστηκα με την μεγάλη τραγουδίστρια της Αργεντινής Μερσεντές Σόσα, γίναμε φίλες, την έφερα και στην Ελλάδα, της γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, τραγούδησε μόνη και μαζί μου στο δίσκο «17 Τραγούδια».  Στον ίδιο δίσκο συνεργάστηκα με δυο φίλους επίσης που θαύμαζα, τον Κουβανό μουσικό και μαέστρο Λεό Μπράουερ και τον δικό μας Βαγγέλη Παπαθανασίου που έγραψε ειδικά για μένα στον ίδιο δίσκο τρία τραγούδια.

Άλλος που θαύμαζα και συνεργάστηκα μαζί του ήταν ο Λούτσιο Ντάλα, ήρθε στην Αθήνα και πήγα κι εγώ στο στούντιο του στο Κάπρι, τραγουδήσαμε μαζί και το περίφημο τραγούδι του Caruso, το είχα πει με τον Σαββόπουλο, του άρεσε πολύ και ήθελε να το ηχογραφήσουμε και μαζί.

Ένας άλλος που θαύμαζα και συνεργάστηκα ήταν ο διεθνής κλασικός maître της κιθάρας Τζων Γουίλιαμς. Δώσαμε μαζί πολλά κονσέρτα στο Λονδίνο κι αλλού και ηχογραφήσαμε, το 1972, ένα μοναδικό δίσκο με τον «Επιτάφιο» και τον Λόρκα του Μίκη – το Romancero Gitano.

Οπωσδήποτε αναφέρω και τον γκουρού, τον τελευταίο θρύλο της Τζαζ, τον σαξοφωνίστα Τσαρλς Λόιντ με πολλές συναυλίες σε όλο τον κόσμο και τον δίσκο της ECM  «Concert in Athens» που βραβεύτηκε από την Ένωση Γερμανών Μουσικοκριτικών. Ο Τσαρλς είναι πολύ φίλος και συναντιόμαστε κάθε χρόνο.

Διαβάστε επίσης: Ιωάννα Παππά στο in: «Είναι σημαντικό να γνωρίζεις τα προσωπικά σου όρια, να μην φοβάσαι να ορθώσεις ανάστημα»

Μιλήστε μας για τη σχέση σας με τον Μίκη Θεοδωράκη; Θέλετε να μας πείτε πως ξεκίνησε και τι ήταν αυτό που τη διατήρησε τόσα χρόνια ώστε να γίνετε η «ιέρεια» του;

Την πρώτη στιγμή που με άκουσε σε μια συναυλία του ΣΦΕΜ ήρθε και μου είπε «το ξέρεις ότι θα είσαι η ιέρεια μου;» του απάντησα αυθόρμητα «το ξέρω.»

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά κι αφορούν μια ζωή ολόκληρη. Πιστεύω ότι ο Μίκης αναζητούσε μια φωνή με ειδικά χαρακτηριστικά ώστε να γράψει πάνω της κάποια από τα έργα του.

Την αντίστοιχη ανδρική την είχε βρει στον Μπιθικώτση. Πράγματι έναν χρόνο αργότερα έγραψε τη «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» επάνω στη φωνή μου – όπως έλεγε και ο ίδιος.

Μετά ήρθαν όλα τα άλλα έργα μέχρι το «Κάντο Χενεράλ» και πολλά άλλα.

Στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής συναντώντας τον Μάνο Λοΐζο ακόμα στα πρώτα σας βήματα, σας πρότεινε να τραγουδήσετε τον Καημό του Στέλιου Καζαντζίδη. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

Όταν πήγα στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής για πρώτη φορά -ήμουν μαθήτρια γυμνασίου- ήταν εκεί ένας άγνωστος νέος, κάθισε στο πιάνο και με ρώτησε ποιο τραγούδι γνωρίζω να του πω – του είπα ένα ξένο τη Novia, και μου λέει

«Τι είναι αυτό; Μάθε τον «Καημό» του Θεοδωράκη κι έλα αύριο να το πεις». Ήταν ο Μάνος Λοΐζος, πολύ φίλος κι αδελφός αργότερα. Μετα μπήκα στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής αλλά γρήγορα έγινα σολίστ. Εκεί ήταν κι ο Μαυρουδής κι ο Μαρκόπουλος, κάπου εκεί ήρθε κι ο Σαββόπουλος από τη Θεσσαλονίκη που δεν είχε που να μείνει κι έμενε στα γραφεία του ΣΦΕΜ.

Κάναμε συναυλίες στις γειτονιές της Αθήνας με τους «Λαμπράκηδες» και κάποια στιγμή Λοΐζος, Σαββόπουλος κι εγώ, πήγαμε στη μπουάτ «Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου, στο Κολωνάκι.

Εκεί έρχονταν πολλοί, παίρναμε λίγες δραχμές κάθε βράδι, αλλά κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν για τα τραγούδια που έλεγε ο Διονύσης, «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», «Βιετνάμ γιε-γιε» , ήρθε και η αστυνομία και πίεσε τον Κούνδουρο να διώξει το Σαββόπουλο.

Όταν έγινε αυτό ο Λοΐζος κι εγώ φύγαμε μαζί για συμπαράσταση στον Διονύση, μας ξαναπήραν μετά αλλά το κυνήγι συνεχίστηκε. Ήταν μια άλλη Ελλάδα απαράδεκτη από τη μια και φωτεινή από την άλλη που προσπαθούσε με τον πολιτισμό να βρει το δρόμο της, τον οποίο έκλεισε η Δικτατορία το ’67.

Συνεργαστήκατε -μικρή ακόμα- με τον Μινωτή και την Παξινού στις Φοίνισσες, όπου έγραφε τη μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης

Ο Μίκης μου συνέστησε να πηγαίνω να παρακολουθώ τις πρόβες, να μαθαίνω τα χορικά, να μπαίνω στο πνεύμα του έργου. Θυμάμαι την Παξινού που στα διαλλείματα μιλούσαμε κι έπλεκε για να αποφορτιστεί από την ένταση της ερμηνείας! Μετά έκανα μαθήματα φωνητικής με την Έλλη Νικολαΐδου, καταπληκτική δασκάλα.

Δίδασκε τις χορωδίες στα έργα του Χατζιδάκι. Ζούσα μέσα στη δημιουργία με σπουδαίους ανθρώπους. Ο Χατζιδάκις με πήρε και τραγούδησα ένα τραγούδι στον Καπετάν Μιχάλη που δεν μπήκε μετά στο δίσκο. Ο Μάνος ήθελε πάντα να γράψει όλον τον Καπετάν Μιχάλη μαζί μου, αλλά δεν πρόλαβε.

Πως νιώσατε όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τον «Κύκλο Φαραντούρη» σε στίχους Γκάτσου, Λειβαδίτη, Σταύρου;

Δεν είχα συνείδηση της αξίας του γεγονότος δούλευα τη φωνή μου και τραγουδούσα. Στα υπόλοιπα δεν έδινα μεγάλη προσοχή.

Μια μέρα ήρθε μια μεγάλη λιμουζίνα στη φτωχική γειτονιά μας στη Νέα Ιωνία, ήταν μέσα ο Λαμπρόπουλος της Κολούμπια και με πήρε σε έναν ζωγράφο, τον Γράβαλο, να μου κάνει το σκίτσο γιατί θα έβγαιναν τρεις δίσκοι μικροί των 45 στροφών με τον κύκλο Φαραντούρη. Εξαιρετικός ο Λαμπρόπουλος έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ανάδειξη του έντεχνου τραγουδιού.

Μαζί με τον Θεοδωράκη εγκαινιάσατε τα γήπεδα ως χώρους συναυλιών. Πως αντέδρασε ο κόσμος τότε; Ήταν πιο ανοιχτός, πιο εκφραστικός; 

Η πρώτη μεγάλη συναυλία ήταν στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια με τα έργα Ρωμιοσύνη με τον Μπιθικώτση και Μαουτχάουζεν με μένα.

Πρώτη φορά γινόταν συναυλία με 40000 κόσμο. Ήταν το 1966. Ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης, τη θεωρούσε κι ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία.

Ο Μίκης είχε ήδη καταφέρει με τα έργα του να περάσει στο ευρύ κοινό τους μεγάλους ποιητές μας κι αυτό ήταν μια μεγάλη πολιτιστική κατάκτηση.

Γνωρίσατε τους Beatles. Τι σας είχαν πει για τη φωνή σας, τα τραγούδια σας;

Α, ήταν για μένα μια ξεχωριστή στιγμή! Τους συνάντησα στο στούντιο-τους, εκεί που έκαναν τις μεγάλες εγγραφές. Ήμουν με τον Κυριάκο Σφέτσα στο πιάνο και τους τραγούδησα. Ήταν ο Τζον Λένον κι ο Πωλ Μακαρνευ.

Είχαν ενδιαφέρον για την ελληνική μουσική και τα τραγούδια, ρωτούσαν για τον Μίκη που τότε ήταν φυλακή, τους άρεσαν τα τραγούδια του, ιδιαίτερα το Honeymoon που το ηχογράφησαν μάλιστα. Θυμάμαι ότι ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα, την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με το δικτατορικό καθεστώς, ζητούσαν πληροφορίες για όλα, ήταν ευχάριστοι στη συντροφιά έλεγαν αστεία…

Μαζί μας κι ο Αλέξης Μάρδας γνωστός ως Alexis. Δεν ξεχνάω την συνάντηση εκείνη στο στούντιο Apple.

Πως νιώθατε που έγραφαν για εσάς η Daily Telegraph, η Times, η Monde;

Είναι μια ικανοποίηση της στιγμής, ποτέ μου δε μένω σε αυτά, πάντα με ενδιαφέρει η επόμενη μέρα στη μουσική, τη δημιουργία, ψάχνω να δω τι νέο υπάρχει.

Ποτέ δεν επαναπαύτηκα «στις δάφνες μου». Και ποτέ δεν ακούω τον εαυτό μου στα τραγούδια, κάνω πάντα σχέδια για το μέλλον, όποιο και να είναι αυτό.

Πως γνωρίσατε τον Τηλέμαχο Χυτήρη;

Στη Φλωρεντία το 1968. Ήταν φοιτητής εκεί με αντιδικτατορική δράση. Συνεννοήθηκε με τον Δήμαρχο κι έγινε μια πολύ ωραία συναυλία προς τιμήν της Δημοκρατικής Ελλάδας στη μεγάλη αίθουσα του Palazzo Vecchio, ο ίδιος είχε κάνει τις μεταφράσεις των ποιημάτων και μας παρουσίασε.

Μετά μας ξανακάλεσε το καλοκαίρι και δώσαμε συναυλίες σε όλη την Τοσκάνη. Ήταν μια ευτυχής στιγμή η γνωριμία μαζί του. Μετά περάσαμε πολλά κι ήταν πάντα σύντροφος κι αρωγός. Ο Τηλέμαχος είναι ποιητής κατ’ αρχάς και την αλήθεια του τη μετέφερε και στην πολιτική από όπου πέρασε, αλλά και στον γιο μας που είναι μουσικός της πειραματικής τζαζ.

Πως ήταν για μια νεαρή τραγουδίστρια να ζει στιγμές μέσα από απελευθερωτικά κινήματα, εξεγέρσεις φοιτητών, κοινωνικές αναταραχές; 

Μια τραγουδίστρια του καιρού της. Ήταν ωραία η διαδρομή και ό,τι ζήσαμε είχε αγώνες και οράματα, ενθουσιασμό κι ουτοπίες δεν αντιλέγω. Σήμερα είναι όλα πιο πεζά, κάτι ουσιαστικό λείπει, δεν υπάρχει η ψυχική κινητήριος δύναμη. Με τη νοοτροπία του «πως και τι θα κερδίσω εγώ», δεν φτιάχνεται ούτε σωστή κοινωνία, ούτε μεγάλη Τέχνη.

Μιλήστε μας για το Γελαστό Παιδί, αυτό το τραγούδι που έμεινε στην ιστορία.

Είναι ένα τραγούδι σύμβολο. Ξεκίνησε από ένα πραγματικό γεγονός που καταγράφηκε από τον Ιρλανδό συγγραφέα Μπρένταν Μπήαν στο έργο «Ένας Όμηρος» και πέρασε μέσα από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στο λαϊκό συναίσθημα, ταυτίστηκε με τον Λαμπράκη μετά τη δολοφονία του κι έγινε σύμβολο κλασικό που ζει και συγκινεί στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, όπου το γνωρίζουν όλοι. Τελευταία γύρισαν κι ένα ιστορικό κινηματογραφικό ντοκουμέντο για το «Γελαστό παιδί».

Πως σχολιάζετε τη σημερινή πραγματικότητα, με την πανδημία, τον πόλεμο και το φόβο του κόσμου για το αύριο;

Είναι μια κοινωνία σε σύγχυση, ανασφάλεια κι έλλειψη οραμάτων. Θέλω να είμαι αισιόδοξη ότι κάτι το καλύτερο θα ανατείλει και θα προέρχεται όπως όλα από τους νέους.

Πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; 

Η Τέχνη συμβάλει στην αλλαγή του καθενός χωριστά και σε όλους μας, πλουτίζει τον συναισθηματικό μας κόσμο αλλά και τη σκέψη μας. Η επιρροή της μας κάνει καλυτέρους ανθρώπους, αρκεί να ξέρουμε τι είναι Τέχνη, τι συρμός, τι μόδα, τι εμπόριο, τι χυδαιότητα.

Η υψηλή Τέχνη σε όλους τους τομείς της είναι ό,τι καλύτερο έχει παράγει ο άνθρωπος από εμφανίσεως του. Μιλάω για όλη την Τέχνη ασφαλώς και για το τραγούδι ως το πιο άμεσο και χαρακτηριστικό δείγμα. Το τραγούδι ακολουθεί τη ζωή μας από τη στιγμή της γέννησης με το νανούρισμα, μέχρι να πεθάνουμε με το μοιρολόι.

Ενδιαμέσως υπάρχει πάντα στις χαρές, τον έρωτα και στις στενοχώριες μας. Εκφράζει τον καθένα μας κι εκεί έγκειται η δύναμή του κι η ποιότητα που κουβαλά.

Τι φοβάστε σε κοινωνικό επίπεδο;

Το αδιέξοδο. Όταν συμβαίνει έχουμε τραγωδίες. Ελπίζω κι εύχομαι να μη φτάσουμε ποτέ εκεί ξανά.

Θα ξανασκεφτόσασταν να ασχοληθείτε με την πολιτική; 

Όχι βέβαια, όταν ασχολήθηκα ήταν ειδική στιγμή κι ήθελα να καταδείξω κάτι: το λάθος του φανατισμού, της παραπομπής σε δίκη ενός πρωθυπουργού, του Ανδρέα Παπανδρέου, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο με τις δημοκρατικές αλλαγές που έφερε στην ελληνική κοινωνία. Αργότερα το λάθος αυτό το κατάλαβαν όλοι.

Μια συμβουλή του Θεοδωράκη, που πάντα ακολουθείτε; 

Η πολλή δουλειά! Η Τέχνη θέλει πολλή δουλειά, έμπνευση κι αφοσίωση. Δεν περνάει μέρα ακόμα και σήμερα που να μην ασχοληθώ με το τραγούδι, να μη γυμνάσω τη φωνή μου, να μην ψάξω μουσικές κι ερμηνείες.

Πληροφορίες για τη συναυλία

Αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη

Μαρία Φαραντούρη-Τάσης Χριστογιαννόπουλος-Μίλτος Λογιάδης

4 Ιουλίου

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

21.οο

Στο πρώτο μέρος της συναυλίας – φόρου τιμής στον εθνικό μας μουσικοσυνθέτη παρουσιάζονται αποσπάσματα από το εμβληματικό Canto General, σε ποίηση του Πάμπλο Νερούδα που, στα χείλη της Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή, των πρώτων ερμηνευτών του, αγαπήθηκε από το διεθνές κοινό στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου.

Το κοινό του Ηρωδείου θα το ανακαλύψει εκ νέου στην αυθεντική ενορχήστρωσή του για 15μελές μουσικό σύνολο και δύο χορωδίες (Χορωδία της ΕΡΤ και Χορωδία του Δήμου Αθηναίων).

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, η Μαρία Φαραντούρη και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, πάντα υπό την μπαγκέτα του Μίλτου Λογιάδη, θα ερμηνεύσουν αγαπημένα τραγούδια  που μαζί τους ερωτευτήκαμε, ονειρευτήκαμε, παλέψαμε για έναν καλύτερο κόσμο και σημάδευσαν ανεξίτηλα πάνω από μισό αιώνα ελληνικής ιστορίας, σε ενορχήστρωση του πιανίστα Αχιλλέα Γουάστωρ.

Εισιτήρια: https://www.viva.gr/tickets/music/afieroma-miki-theodoraki-maria-farantouri/

in.gr