Η 93χρονη Γιαγιόι Κουσάμα απωθεώνεται στο ίνσταγκραμ – «Θλίψη και ομορφιά ταυτόχρονα»
Έξω από την Tate Modern, στις όχθες του Τάμεση, πάνω ή γύρω από τη Millennium Bridge, ντόπιοι και τουρίστες σχηματίζουν ουρές για να δουν την έκθεση της Γιαπωνέζας καλλιτέχνιδας Yayoi Kusama.
Η ανταπόκριση στα Infinity Mirrored Rooms ήταν τόσο συγκλονιστική που το μουσείο πρόσφατα ανακοίνωσε ότι παρέτεινε την έκθεση κατά έναν χρόνο, η οποία εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2021 και θα διαρκούσε μέχρι τις 12 Ιουνίου 2022. Τώρα θα διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο του 2023.
Το έργο της Κουσάμα είναι εύκολο να το απολαύσει κανείς, επειδή είναι προσιτό και απαλλαγμένο από τα δεινά της ελίτ τέχνης. Ακόμα και αν δεν είστε οπαδός της σύγχρονης τέχνης, είναι πιθανό να είστε εξοικειωμένοι με το χαρακτηριστικό πουά και τις ευμεγέθης κολοκύθες της μικροσκοπικής Γιαπωνέζας καλλιτέχνιδας, το κύριο μοτίβο των περισσότερων από τους πίνακες, τα γλυπτά, τις περφόρμανς και τις εγκαταστάσεις της. Οι τελείες όλων των μεγεθών ακολουθούν την Κουσάμα από τότε που ήταν μικρό κορίτσι και άρχισε η ύπαρξή της να συνοδεύεται από παραισθήσεις.
Σήμερα, στα 93 της χρόνια, η καλλιτέχνις ζει σε ψυχιατρική κλινική στο Τόκιο, «το σπίτι της εδώ και 45 χρόνια» όπως λέει ενώ η θεραπεία και η φροντίδα στο ίδρυμα την έχουν βοηθήσει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην τέχνη της. Κάτι που της δημιουργεί τεράστια ασφάλεια.
Στο πρώτο Infinity Room στην Tate, μια τέτοια παραίσθηση αναδημιουργείται μέσω ενός μοναδικού πολυέλαιου και ατελείωτων καθρεφτών, κάτι που μεταφέρει αυτόματα τον επισκέπτη σε μια αισθητηριακή χώρα των θαυμάτων. Στο Chandelier Of Grief, ένας περίτεχνος πολυέλαιος περιστρέφεται από την οροφή, δημιουργώντας απεριόριστα επίπεδα φωτός σε συνεργασία με τους άπειρους καθρέφτες που τον περιβάλλουν, υπενθυμίζοντας ότι μπορούμε να βιώσουμε την ομορφιά και τη θλίψη ταυτόχρονα. Το μυαλό της Κουσάμα μπορεί να είναι ένα ταραγμένο μέρος, αλλά αυτό που έχει δημιουργήσει είναι πραγματικά όμορφο και εκθαμβωτικό.
Καθώς ο επισκέπτης περιμένει τη σειρά του για να χαθεί στα Infinity Rooms, λαμβάνει μια εικόνα του εξαιρετικού ταξιδιού της καλλιτέχνιδας μέσα από ένα ντοκιμαντέρ και φωτογραφίες. Γεννημένη το 1929 στο Ματσουμότο της Ιαπωνίας από πλούσια οικογένεια εμπόρων, έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1960 στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Μεγάλωσε όμως σε μια βαθιά δυστυχισμένη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν αθεράπευτα γυναικάς και η μητέρα της έβαζε συχνά τη νεαρή Κουσάμα να τον κατασκοπεύει. Ως παιδί, εκτέθηκε όχι μόνο σε ανάρμοστες συμπεριφορές αλλά έγινε και στόχος της οργής της μητέρας της. Για να ξεφύγει από το τραύμα, βρήκε καταφύγιο στην τέχνη. Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τη μητέρα της, η οποία κατέστρεψε τα σχέδια και το καλλιτεχνικό της υλικό.
Καθώς ως παιδί καθόταν σε ένα χωράφι με βιολέτες και ζωγράφιζε είδε τα κεφάλια των λουλουδιών να μετατρέπονται σε τελείες που εκτείνονταν όσο μακριά μπορούσε να δει. Άρχισαν να συνωστίζονται πάνω της, να την πνίγουν, να της μιλούν, αναφέρει το σημείωμα της επιμελήτριας. Η μικρή Κουσάμα ένιωθε ότι εξαφανιζόταν, ή «αυτο-διαγραφόταν», όπως το περιγράφει η ίδια, μέσα σε αυτό το απεριόριστο πεδίο των κουκκίδων. Αυτή ήταν η αρχή της εμμονής της με τις τελείες, μια προσπάθεια να δώσει νόημα στις «παραισθησιογόνες» εμπειρίες του νου της της μέσω της τέχνης.
Όταν έγραψε στην Georgia O’Keeffe, η Αμερικανίδα καλλιτέχνις την προσκάλεσε στις ΗΠΑ, προειδοποιώντας την ότι οι καλλιτέχνες δυσκολεύονται να βγάλουν τα προς το ζην. Η Κουσάμα έφτασε στις ΗΠΑ το 1958, με μερικά κιμονό και ένα μικρό χρηματικό ποσό. Λίγα χρόνια αργότερα, η σειρά Infinity Nets που είχε ξεκινήσει τη χρονιά που έφτασε στις ΗΠΑ της χάρισε την ευκαιρία που χρειαζόταν. Αποτελούνταν από καμβάδες πλάτους 30 ποδιών με χρώματα παστέλ που αποκάλυπταν ένα δίχτυ από πουά, ζωγραφισμένα με επιμέλεια επί μήνες.
Υπήρχαν επίσης τα ασυνήθιστα γλυπτά της – βάρκες, καρέκλες, σκάλες και άλλα αντικείμενα κατασκευασμένα από παραγεμισμένους, ενοχλητικά αληθοφανείς φαλλούς που έραβε υπομονετικά με ύφασμα. Το γεγονός ότι έπρεπε να κατασκοπεύει τις υποθέσεις του πατέρα της την είχε εκθέσει και της είχε εμπνεύσει μίσος για την ανδρική ανατομία. Όταν εξέθεσε για πρώτη φορά αυτό το έργο στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1960, οι κριτικοί σοκαρίστηκαν από τη σεξουαλική μεταμόρφωση συνηθισμένων οικιακών αντικειμένων από μια γυναίκα καλλιτέχνη.
Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα και Ασιάτισσα σήμαινε ότι η Κουσάμα γρήγορα ξεγράφτηκε. Οι ιδέες της οικειοποιήθηκαν από άνδρες καλλιτέχνες όπως ο Andy Warhol, ο οποίος αντέγραψε το επαναλαμβανόμενο στυλ της για τις ταπετσαρίες του, και ο Claes Oldenburg, ο οποίος χρησιμοποίησε την ιδέα της για τα μαλακά γλυπτά, κερδίζοντας πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση από εκείνη. Αυτή η προδοσία οδήγησε την Κουσάμα σε νευρικό κλονισμό και απόπειρα αυτοκτονίας. Τελικά επέστρεψε στην Ιαπωνία, όπου οι παραισθήσεις και οι κρίσεις πανικού επέστρεψαν σε πλήρη ισχύ. Τον Μάρτιο του 1977 μπήκε σε ψυχιατρική κλινική στο Τόκιο, συνεχίζοντας να εργάζεται από εκεί.
Στην Tate Modern, στο δεύτερο Infinity Room, ο επισκέπτης διασχίζει έναν ανακλαστικό διάδρομο πάνω από μια ρηχή πισίνα. Μικροσκοπικές κουκκίδες φωτός επαναλαμβάνονται ατελείωτα σε καθρέφτες και νερό, μετατρέποντας ξαφνικά τον επισκέπτη σε μια κουκκίδα ανάμεσα σε φωτεινές κουκκίδες, ένα αστέρι ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα στον Γαλαξία μας. «Η γη μας είναι μόνο ένα πουά ανάμεσα σε εκατομμύρια αστέρια στο σύμπαν…. Όταν καλύπτουμε τη φύση και το σώμα μας με πουά, γινόμαστε μέρος της ενότητας του περιβάλλοντός μας», έχει πει για τη δουλειά της.
Την τελευταία δεκαετία, ο ευδιάκριτος χαρακτήρας της δουλειάς της Κουσάμα στο Instagram της έδωσε την εμβέλεια που της αξίζει. Το έργο της μοιράζεται στοιχεία εκκεντρικής αφαίρεσης, σουρεαλισμού, μινιμαλισμού και ποπ αρτ, αψηφώντας την ταξινόμηση. «Αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και πολύ καιρό», έχει πει η ίδια.
in.gr