Το 2074, στην Μόσχα, ένα παιδάκι ρωτάει τον πατέρα του: «Μπαμπά, ποιος ήταν ο Λεωνίδας Μπρέζνιεφ;» Ο πατέρας ξύνει την κούτρα του, ξεροβήχει, και αποκρίνεται διστακτικά: «Μπρέζνιεφ, είπες;… Μου φαίνεται πως ήταν κάποιος πολιτικός που ζούσε στα χρόνια του Σολζενίτσιν».
Δεν συμπαθώ τα πολιτικά ανέκδοτα. Κάμποσα χρόνια τώρα, έχω μάθει πως είναι παραμορφωτικοί καθρέφτες μιας στυγνής πραγματικότητας που δεν σηκώνει λογοπαίγνια. Προπολεμικά, θυμάμαι, υπήρχε στην Αθήνα μια εφημερίδα που εννοούσε να υποβιβάζει την πιο φλέγουσα επικαιρότητα στο επίπεδο ενός σαλονίστικου καλαμπουριού παίζοντας καθημερινά «εν ου παικτοίς».
Ωστόσο, τούτο το ανέκδοτο (που μας έρχεται, λέει, από την Μόσχα, μέσω Παρισίων) θαρρώ πως μπορεί να μας βοηθήσει να ιδούμε σε μια πιο πλατιά ιστορική προοπτική τον αγώνα του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν ενάντια στο Σοβιετικό Κατεστημένο. Παρ’ όλη τη δραματική ιδιοτυπία του, ο αγώνας αυτός πιστεύω πως δεν είναι παρά ένα επεισόδιο στην προαιώνια διαμάχη Ποιητή και Πολιτείας.
Ας δεχτούμε, έστω και για «υπόθεση εργασίας», το αξίωμα που ο Πλάτων έβαλε στο στόμα του ετοιμοθάνατου Σωκράτη: «Ο ποιητής οφείλει, αν βέβαια πρόκειται να είναι ποιητής, να συνθέτει μύθους και όχι λόγους». Ποιητής, φυσικά, έξω από την Πολιτεία είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Αλλά προϋπόθεση και συνεκτικός δεσμός της Πολιτείας είναι ο κοινός μύθος, αυτός που συμμερίζονται όλοι οι πολίτες. Αν λοιπόν ο Ποιητής πλάσει ένα μύθο διαφορετικό, αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα έρθει σε σύγκρουση με την Πολιτεία, ως εισηγητής καινών δαιμονίων. Αφ’ ετέρου, αν περιοριστεί στην επανάληψη του κοινού μύθου, μοιραία θα συνθέσει «λόγους», δηλαδή θα καταδικαστεί στον ρόλο του πολιτειακού υμνωδού.
Για να έρθουμε πιο κοντά στις μέρες μας, ας ξαναθυμηθούμε μια φράση του Πιραντέλο, την οποία αγαπούσε να επαναλαμβάνει ο Σεφέρης: «Υπάρχει ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων· και αυτός είναι ο λόγος που ο Δάντης πέθανε στην εξορία, και αυτός είναι ο λόγος που στεφάνωσαν τον Πετράρχη στο Καπιτώλιο».
Την φράση αυτή την συλλογίστηκα πολύ, τον Δεκέμβριο 1963, στο αεροπλάνο που έφερνε στην Αθήνα τον Σεφέρη με το πρώτο μας Βραβείο Νομπέλ. Τι θα έλεγε τώρα στους συμπολίτες του ο στεφανωμένος ποιητής που μια ζωή είχε κάνει σύμβολό του τον εξόριστον Οδυσσέα;
Μια πρώτη απάντηση δόθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, από τα ίδια τα πράγματα: ούτε ένας φωτορεπόρτερ, ούτε ένας δημοσιογράφος, ούτε ένας επίσημος να τον υποδεχτούν. Ούτε καν ένας συνάδελφος ή ένας φίλος· μονάχα η αδελφή του και, αν θυμάμαι καλά, οι προγονές του, τ’ ανίψια του και η μάνα μου…
*Απόσπασμα από κείμενο του Γ. Π. Σαββίδη που είχε δημοσιευτεί στη στήλη των επιφυλλίδων της εφημερίδας «Το Βήμα» το Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 1974. Η εν λόγω επιφυλλίδα του αειμνήστου Σαββίδη έφερε τον τίτλο «Ο Ποιητής ανάμεσα στην Πολιτεία και τη μοναξιά».
Ο διαπρεπής φιλόλογος, μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός Γιώργος Πάνου Σαββίδης, ευρέως γνωστός ως Γ. Π. Σαββίδης, είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 1929.
in.gr