Κανένας ενδεχομένως από τους πεζογράφους της πολυσυζητημένης γενιάς του 1930 δεν έχει αντέξει τόσο στον χρόνο όσο ο Μ. Καραγάτσης (αλλιώς και Μίτιας). Προικισμένος αφηγητής, μυθιστοριογράφος με πλούσια φαντασία και δεινός ζωγράφος χαρακτήρων, ο Καραγάτσης, που έγραψε επίσης πολλά κείμενα για εφήβους ή παιδιά, διαβάζεται εδώ και πολλές δεκαετίες από διαδοχικές γενιές αναγνωστών ενώ πολύχρονο είναι και το ενδιαφέρον της φιλολογίας και της κριτικής, οι οποίες κατ’ επανάληψη τον έχουν τιμήσει, μέχρι και τις ημέρες μας, σε μελέτες, αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών και επιστημονικά συνέδρια. Ένας κομψός τόμος που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας τον φέρνει ξανά στο κέντρο της προσοχής, αυτή τη φορά ως αλληλογράφο.
Ο τίτλος του βιβλίου, το οποίο έχει επιμεληθεί, έχοντας γράψει και ένα πυκνό επίμετρο, η Λίζυ Τσιριμώκου, τα λέει όλα: «Αλληλογραφία δύο ερωτευμένων. Τον καιρό του Γιούγκερμαν, 1935-1937». Με ποιον αλληλογραφεί εδώ ο συγγραφέας; Μα, με τη γυναίκα του και εικαστικό Νίκη Καραγάτση (Νίκη Καρυστινάκη τότε), την πρώτη περίοδο του γάμου τους, από το 1935 μέχρι το 1937, όταν είναι πολύ ερωτευμένοι, με την κόρη τους Μαρίνα νεογέννητη και με το πρόσωπο του πατέρα να λάμπει από χαρά πάνω από το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού.
Στα γράμματα δεν παρακολουθούμε τον ήδη τότε επιτυχημένο μυθιστοριογράφο, που το 1933 δημοσίευσε τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», το 1936 επανήλθε με τη «Χίμαιρα» (η κεντρική ηρωίδα έχει το όνομα της κόρης του), ενώ το 1938 ξεκίνησε να δημοσιεύει σε συνέχειες (στο περιοδικό «Νέα Εστία») τον «Γιούγκερμαν», αλλά τον ιδιώτη Δημητράκη Ροδόπουλο, σε ηλικία κάτω των τριάντα ετών, να ρουφάει άπληστα γενναίες δόσεις ζωής και καθημερινής δράσης. Την εποχή, παρόλα αυτά, του γάμου και της γέννησης της Μαρίνας (η οποία το 2008 δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι») ο Καραγάτσης δουλεύει στα ελληνικά γραφεία (τα διευθύνει ο αδελφός του) μεγάλης ελβετικής ασφαλιστικής εταιρείας στον Πειραιά και υφίσταται τα πρώτα ψυχικά πλήγματα αφού μεταξύ 1937 και 1939 πεθαίνουν η αδελφή και ο πατέρας του (η απώλεια του τελευταίου, που ήταν δυναστική προσωπικότητα, θα του προκαλέσει ανάμικτα αισθήματα: από τη μια ανακούφιση για την απαλλαγή από τη βαριά σκιά του και από την άλλη θλίψη για τον οριστικό αποχωρισμό).
Όπως κι αν έχει, τον καιρό της αλληλογραφίας ο Δημητράκης Ροδόπουλος μοιάζει εντελώς ξέγνοιαστος και βιάζεται να ζήσει όλα τα καλά: ταξιδεύει με τη Νίκη στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, ξοδεύει όσο περισσότερα λεφτά μπορεί (αν και δεν έχει τεράστια οικονομική άνεση), αγοράζοντας πολυτελή δώρα για τους φίλους και γούνα για τη σύζυγο, παρακολουθεί διάσημες θεατρικές παραστάσεις και επαινεί τα ποτά ή τα ωραία πιάτα φαγητό που καταναλώνει (από τα γράμματα που γράφει το ζευγάρι στην οικογένεια στην Ελλάδα). Ταυτοχρόνως ο Καραγάτσης δεν διστάζει κατά το παραμικρό να εκφράσει τη λατρεία του για τη Νίκη όταν εκείνη λείπει από το σπίτι: σκαρώνει για λογαριασμό της παιχνιδιάρικους και εξαιρετικά αστείους στίχους, δηλώνει την αγωνία και το άγχος του για μιαν επέμβαση που πρόκειται να κάνει στο εξωτερικό και μιλάει με τα πιο τρυφερά λόγια για το μεγάλωμα της κόρης τους. Κι η Νίκη, όμως, ανταποκρίνεται στα αστεία του με λεπτό πνεύμα, του στέλνει σκιτσάκια που έχει φιλοτεχνήσει η ίδια και αρέσκεται να παίζει γλωσσικά μαζί του. Η Νίκη κι ο Δημητράκης περνούν την καλύτερη περίοδο της συμβίωσής τους. Τα χρόνια της κατάθλιψης, των νευρικών κλονισμών του Καραγάτση και της μόνιμης, βασανιστικά επίμονης αϋπνίας του είναι μακριά ακόμη, αλλά ατυχώς δεν θα αργήσουν πολύ.
Στο επίμετρό της η Λίζυ Τσιριμώκου εξετάζει ενδελεχώς το πώς αντανακλάται στη μυθοπλασία του «Γιούγκερμαν» αυτή η περίοδος του Καραγάτση, υποδεικνύοντας γενικότερα τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μελετήσουμε ένα λογοτεχνικό έργο σε σχέση με τη βιογραφία του συγγραφέα: χωρίς να βάζουμε τη βιογραφία πάνω από το έργο, αλλά και χωρίς να αγνοούμε κάποια καθοριστικά δεδομένα της για τον σχηματισμό και τη διαμόρφωσή του. Η έκδοση συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ