Η μεν επιρροή σχετίζεται με το ρήμα ρέω (επι- + ρέω, με διπλασιασμό του ρ λόγω της συνθέσεως), ενώ η επήρεια δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το ρέω.
Τέλος, το ουσιαστικό επιρροή συναντάται και στην αρχαία ελληνική γλώσσα, με την έννοια της συρροής, της εισροής, της πλημμύρας, του κατακλυσμού ή του χειμάρρου.
Το εν λόγω ουσιαστικό ήταν παράγωγο του ρήματος επιρρέω, που σήμαινε ρέω/τρέχω/χύνομαι επί της επιφανείας κάποιου πράγματος, ρέω μέσα σε κάτι, (για ανθρώπους) κινούμαι σαν χείμαρρος προς κάποια κατεύθυνση, (για όχλο) έρχομαι ή πηγαίνω προς κάποιο μέρος.
Διαβάστε περισσότερα στο in.gr.