Ελλάς – ΕΟΚ: Εμπιστευτικό: Το βιβλίο που φωτίζει άγνωστες πλευρές της ένταξης στην κοινότητα

Δημοσιεύτηκε στις 07/07/2022 11:00

Ελλάς – ΕΟΚ: Εμπιστευτικό: Το βιβλίο που φωτίζει άγνωστες πλευρές της ένταξης στην κοινότητα

Το βιβλίο ΕΛΛΑΣ-ΕΟΚ: Εμπιστευτικό, του Βαγγέλη Γεωργίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποιότητα με τη συμπλήρωση 40 ετών από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, φέρνει για πρώτη φορά στο φως συγκλονιστικές αλήθειες, γύρω από το ευρύτερο περιβάλλον και τις συνθήκες, που επικράτησαν τότε.

Οι αποκαλύψεις αυτές, που εμπεδώνονται χάρη στη μακρόχρονη και πρωτογενή έρευνα του συγγραφέα και δημοσιογράφου Βαγγέλη Γεωργίου στην Υπηρεσία Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό τα σημερινά αδιέξοδα της πατρίδας μας. Αλλά, και ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν την αδιάσειστη συνέχεια των τραγικών μας εκείνων λαθών, που εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν και σήμερα.

Με δωρική γραφή ο Βαγγέλης Γεωργίου σκιαγραφεί το ευρωπαϊκό περιβάλλον της εποχής, και την Ελλάδα να αγωνίζεται μέσα σε αυτό, προκειμένου να απεμπολήσει με κάθε θυσία, τη δεύτερη υπόσταση της, της Ανατολής και να περιοριστεί αποκλειστικά στην πρώτη, την ευρωπαϊκή.

Η συμπεριφορά της χώρας μας, για την απόκτηση της σφραγίδας, που θα την κατέτασσε χωρίς πια αμφιβολίες στη Δύση, έδινε την εντύπωση μάχης για ζωή ή θάνατο. Και αυτό το πολύτιμο διαβατήριο προς την Ευρώπη, η χώρα μας πίστευε ότι θα της το εξασφάλιζε η είσοδός της στην ΕΟΚ.

Η στρατηγική, που ακολούθησε η Ελλάδα, για να πείσει τους Ευρωπαίους να την δεχτούν ως καθαρόαιμη Ευρωπαία, ήταν εξαιρετικά μπερδεμένη, ασυνεχής, ασυνεπής, ασαφής και πάνω από όλα ανειλικρινής. Η γενικά αποδεκτή παραδοχή αυτής της εκστρατείας προς την ΕΟΚ, ήταν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Οι λόγοι της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ ήταν ανάγκη να υποστηριχθούν σε δύο επίπεδα: στο εσωτερικό και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Καθώς η ΕΟΚ ήταν οικονομική ένωση, υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις, κυρίως από τη Γαλλία, για την είσοδο χωρών του Νότου με επίπεδο ανάπτυξης κατώτερο του αντίστοιχου του Βορρά.

Η χώρα μας, στη δεκαετία του ’70, έθετε τις βάσεις μιας αρκετά ισορροπημένης ανάπτυξης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό οικονομιών, με προχωρημένη εκβιομηχάνιση και με υψηλές γεωργικές αποδόσεις. Χρειαζόταν χρόνο, τον οποίο δυστυχώς δεν εξασφάλισε. Υπήρχαν, συνεπώς, εύλογες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, εναντίον της άμεσης εισόδου μας στην ΕΟΚ. Η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκειμένου να κατασιγάσει τις αντιδράσεις, έσπευσε να περάσει σε δεύτερη μοίρα τη φύση της ένωσης, που ήταν καθαρά οικονομική.

Ο κυρίαρχος στόχος εισόδου μας στην ΕΟΚ, από οικονομικός, μετατράπηκε έτσι σε εθνικό.

Δεν επιδιώκαμε, δηλαδή, την είσοδό μας στην ΕΟΚ για να επιταχύνουμε τους αναπτυξιακούς μας ρυθμούς, αλλά για να διασφαλίσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Και ακροβατώντας έτσι στο κενό, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η είσοδός μας στην ΕΟΚ γίνεται για εθνικούς λόγους, για να έχουμε μια ομπρέλα, όταν κινδυνεύουμε από την Τουρκία.

Ακόμη και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά την είσοδό μας στην ΕΟΚ, υπάρχουν αρκετοί ανάμεσά μας, που εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτό το αφήγημα.

Προκειμένου να γίνει πιστευτό το βάσιμο αυτού του στόχου, που ήταν παντελώς ξένος με τις προδιαγραφές της ΕΟΚ, επιστρατεύτηκαν τα τότε συστημικά ΜΜΕ, που τον υποστήριξαν με ενθουσιασμό. Ο ρόλος τους παραμένει αμετάβλητος μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν τα επίσημα έγγραφα και αρχεία της εποχής, ο εθνικός αυτός στόχος της εισόδου μας στην ΕΟΚ, όχι μόνο δεν είχε θέση σε αυτήν, αλλά επιπλέον η υπόνοια ύπαρξής του στο μυαλό των Ελλήνων, ήταν η βασική αιτία αντιδράσεων εκ μέρους αρκετών μελών της ΕΟΚ, που δίσταζαν να μας κάνουν δεκτούς.

Όπως τώρα, έτσι και τότε, η παρουσία της Τουρκίας έριχνε βαριά τη σκιά της στις αποφάσεις και στις ενέργειες της Δύσης, η οποία δεν ήθελε να δυσαρεστήσει την Τουρκία εξαιτίας της εισόδου μας στην ΕΟΚ. Δεν ήθελε να την απομονώσει. Αλλά, και πέρα των δισταγμών αυτών της Δύσης, υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν ότι μέλη της ΕΟΚ είχαν αποκλείσει με σαφήνεια την οποιασδήποτε μορφής ανάμιξή τους σε περίπτωση έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Για πρώτη φορά, λοιπόν, από όσο γνωρίζω, αποκαλύπτεται χωρίς την ελάχιστη αμφιβολία, το γεγονός ότι γίναμε δεκτοί στην ΕΟΚ, με τον όρο ότι δεν θα έχουμε δικαίωμα να απαιτήσουμε κανένα είδος προστασίας από αυτήν, σε περίπτωση περιπλοκών μας με την Τουρκία.

Ωστόσο, τα σχετικά ευρήματα του Βαγγέλη Γεωργίου, στο βιβλίο του, εμφανίζουν την Κυβέρνηση εκείνης της εποχής, να καταφεύγει σε ασύστολα ψεύδη.

Ψεύδη, αφενός προς τον ελληνικό λαό, για να δεχθεί χωρίς αντίδραση την είσοδο στην ΕΟΚ, εφόσον δήθεν αυτή θα τον κατοχύρωνε απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, αλλά ψεύδη αφετέρου και προς την ΕΟΚ, δεδομένου ότι το πρωταρχικό ελληνικό ενδιαφέρον δεν ήταν οικονομικό, αλλά ρατσιστικό: να πετάξουμε από πάνω μας την Ανατολή.

Οι συντριπτικές αυτές διαπιστώσεις, των οποίων οι αποδείξεις περιλαμβάνονται με σχολαστική, θα έλεγα, λεπτομέρεια στο βιβλίο του Βαγγέλη Γεωργίου, ανατρέπουν όλα όσα πιστεύαμε σχετικά με την ΕΟΚ και αργότερα την ΕΕ. Και αφήνουν να προβληθεί ένα ρημαγμένο τοπίο, που θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετικό: αυτό της ανάπτυξης, αυτό της υπερηφάνειας για την καταγωγή μας, αυτό της εθνικής ανεξαρτησίας μακριά από την υποτέλεια, αυτό της στήριξης στα δικά μας πόδια, αυτό της στρατιωτικά «αστακοποίησης» της πατρίδας μας, ώστε να μην τρέμουμε από τις τουρκικές απειλές.

Παράλληλα, βέβαια, με τα όσα συνέβησαν τότε στο εσωτερικό της χώρας, οι αποκαλύψεις του Βαγγέλη Γεωργίου γελοιοποιούν και τις τωρινές ουτοπίες μας, σχετικά με τη δήθεν βοήθεια που δήθεν έχουμε δικαίωμα να αναμένουμε από την ΕΕ, και ταυτόχρονα δικαιολογεί δυστυχώς και τη στάση των εταίρων μας, που μας συνιστούν «να τα βρούμε με τους Τούρκους».

Ως τριτοετής φοιτήτρια της ΝΟΕ του ΑΠΘ επιλέχθηκα να εκπροσωπήσω την Ελλάδα στην πρώτη φοιτητική συγκέντρωση της Ευρώπης, που έγινε στο Wageningen της Ολλανδίας. Ο άκρατος ενθουσιασμός για την ένωση, που τότε ετοιμαζόταν, ξεχείλιζε σε σημείο που συζητούσαμε πολύ σοβαρά ότι στην ενωμένη Ευρώπη, το ευρωπαϊκό συμφέρον θα έπρεπε να υπερισχύει του όποιου εθνικού. Τότε, στις αρχές αυτού του εγχειρήματος, τα πάντα συνηγορούσαν για τον θρίαμβό του.

Δυστυχώς, το εγχείρημα απέτυχε και μάλιστα παταγωδώς, έστω και αν εξαιρέσουμε τις απαράδεκτα επιπόλαιες ενέργειες της ΕΕ στον πόλεμο της Ουκρανίας, που βυθίζουν την Ευρώπη σε χωρίς όρια ύφεση, επισιτιστική κρίση και ενεργειακή ανεπάρκεια. Βέβαια, και πριν από την Ουκρανία η ΕΕ απέδειξε περίτρανα την αδυναμία της να ανεξαρτητοποιηθεί από τις ΗΠΑ, παρότι επρόκειτο για κυρίαρχο στόχο της δημιουργίας της.

Αλλά θα πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι η ΕΕ δεν τήρησε απολύτως καμία, από τις υποσχέσεις που αρχικά έδωσε, και που ήταν αυτές, που εξασφάλισαν τη συναίνεση των κρατών-μελών, για την ίδρυσή της. Υπενθυμίζω ότι η ΕΕ υποσχέθηκε ότι θα εξασφάλιζε σταθερότητα, πλήρη απασχόληση, δικαιότερη κατανομή, εξαφάνιση των αρχικών διαφορών επιπέδου ανάπτυξης των κρατών-μελών και ταχύρρυθμη ανάπτυξη.

Όσοι από εμάς πιστεύουν στο αφήγημα της ομπρέλας, έστω και όταν γνωρίζουν ότι αυτή δεν υπήρχε και δεν υπάρχει, θα σπεύσουν να θέσουν το ερώτημα για το πώς θα ήμασταν, αν παραμέναμε εκτός της ΕΕ. Πρόκειται για υποθετικό ερώτημα, που δεν έχει απάντηση. Ωστόσο, ο τρόπος που εισήλθαμε στην ΕΟΚ είναι καταδικαστέος από πολλές απόψεις. Όχι, μόνο, δεν εισακούστηκαν οι απολύτως δικαιολογημένες αντιρρήσεις του ελληνικού λαού για αυτή την είσοδο, αλλά και επιπλέον εξαπατήθηκε με παραμύθια ότι δήθεν η ΕΟΚ είχε αποδεχθεί την υποχρέωση να μας σώσει, σε περίπτωση επίθεσης των Τούρκων εναντίον μας. Πιθανότατα αυτή η ουτοπία διαρκείας αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο να καταστούμε στρατιωτικά άτρωτοι, απέναντι σε κάθε εισβολέα.

Αναφορικά με την οικονομική διάσταση της εισόδου μας στην ΕΟΚ, που είναι και η μοναδική υπαρκτή, και στις συνέπειές της, θα προσπεράσω το γεγονός της εκμετάλλευσης, μέχρι εξόντωσης, του ευρωπαϊκού Νότου από τον ευρωπαϊκό Βορρά. Και τούτο, επειδή παρότι η ΕΕ λειτούργησε εναντίον του Νότου της, ουδόλως σημαίνει ότι ο Νότος, εκτός ΕΕ, θα είχε καλύτερα οικονομικά επιτεύγματα από αυτά που αποκόμισε εντός.

Θα επικεντρωθώ, όμως, σε ό, τι έχει σχετικά επιβεβαιωθεί. Όπως υποστήριξα στο βιβλίο μου, Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Β’ Έκδοση σ.470, παραμονές της ένταξης: «Ναι στην ένταξη, αλλά όχι αμέσως… διότι απλούστατα δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι… και η άμεση ένταξη ισοδυναμεί εσαεί με το ρόλο φτωχού συγγενή».

Η είσοδος της χώρας μας ήταν πρόωρη, γιατί δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η οικονομία της, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στον άγριο ανταγωνισμό που επικρατούσε στο περιβάλλον της ΕΕ και αργότερα σε αυτόν της παγκοσμιοποίησης.

Το θλιβερό αποτέλεσμα είναι η επικίνδυνα υψηλή εξάρτηση της οικονομίας μας από τον τουρισμό, με ό, τι ευρύτερα σημαίνει αυτή η διαπίστωση. Αλλά, και πώς να μην αναφέρω, ακόμη, ότι τα ευρήματα του Βαγγέλη Γεωργίου εξηγούν την υποτελή συμπεριφορά του λαού μας, που ενισχύθηκε από τις παράλογες αναμονές σωτηρίας μας, μέσα στην ΕΕ. Και πώς ακόμη να μην καυτηριάσω το ρόλο των ΜΜΕ, που από τότε και συνεχώς δέχονται να παραποιούν την πραγματικότητα. Και τέλος πως να αποσιωπήσω την αδιάκοπη αλυσίδα καταστάσεων και γεγονότων, που επιβάλλονται στον ελληνικό λαό παρά τη θέλησή του και σε πείσμα των αντιδράσεων του.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και για πλήθος άλλων που δεν χώρεσαν στην παρούσα κριτική, το βιβλίο του Βαγγέλη Γεωργίου αξίζει να διαβαστεί και κυρίως να προβληματίσει.

in.gr