Προδημοσίευση από την έκδοση «Στα σπίτια της αμαρτίας» της Εύας Νικολαΐδου, μια δημοσιογραφική έρευνα για το φαινόμενο της πορνείας με προσωπικές αφηγήσεις ιερόδουλων
Ηταν γυναίκες που πληρώνονταν για τον έρωτα, ενώ οι ίδιες ζούσαν έναν αργό θάνατο. Ξεχασμένες από τις οικογένειές τους, βίωναν πάντα τον φόβο μήπως τις ανακαλύψουν. Χωρίς ταυτότητα και πολλές φορές έχοντας ξεχάσει – διαγράψει; – το πραγματικό τους όνομα. Τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους αναβιώνουν στο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Στα σπίτια της αμαρτίας – χθες και σήμερα», που αναμένεται έως το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις «Κάκτος».
Η δημοσιογράφος-συγγραφέας διατηρούσε στο προσωπικό αρχείο της τα τελευταία 40 χρόνια ημερολόγιο με συνεντεύξεις, έγγραφα και φωτογραφίες τους.
Από αυτό προδημοσιεύουμε τη συνάντηση – συνέντευξη με τη Γαβριέλλα Ουσάκοβα, η οποία το 1981 είχε εκδώσει στον «Κάκτο» την αυτοβιογραφία της.
Εκεί έγραφε δίκην αυτοσυστάσεων: «Εγώ είμαι η Γαβριέλλα Ουσάκοβα εκ Ρωσίας, ιερόδουλος Αθηνών. Δεν μου αρέσουν οι πρόλογοι. Κουράζουν τον αναγνώστη. Ερχομαι κατευθείαν στο ψητό. Τι τις θέλω τις γαρνιτούρες; Εγεννήθην το 1916 και μην Μάιος 24, παρακαλώ. Ανήκω στους Διδύμους. Εγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι. Εις ηλικίαν πέντε ετών, ενώ ταξιδεύαμε, την αράξαμε στην Πόλη».
Είναι η μοναδική πόρνη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους, που μπήκε επίσημα στο Προεδρικό Μέγαρο, παίρνοντας τιμητική πλακέτα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την προσφορά της στην περίοδο της Κατοχής. Μεγάλωσε και βοηθούσε οικονομικά είκοσι ορφανά παιδιά, τα σπούδασε και στήριζε τις φτωχές οικογένειες.
Το ραντεβού το έκλεισα από το τηλέφωνο. Οι οδηγίες που μου έδωσε ήταν σαφείς: «Μόλις φτάσεις στον αριθμό 14 της Μάρκου Ευγενικού, θα δεις κάτι σκάλες. Ανέβα και στ’ αριστερά σου θα δεις μια κόκκινη πόρτα. Προσπέρνα την. Θα δεις μια κίτρινη πόρτα. Στρίψε δεξιά και εκεί είναι μια πόρτα βαμμένη μπλε. Χτύπα την και θα σου ανοίξω…».
Στις δύο παρά πέντε το μεσημέρι της Τρίτης ήμουνα εκεί. Είχαμε συμφωνήσει για τις δύο, αλλά η Γαβριέλλα μού είχε πει: «Είτε στις δύο έρθεις είτε στις τρεις, εγώ εκεί θα ‘μαι. Θα δουλεύω…».
Θυμάμαι που σκέφτηκα: «Σιγά τώρα μη δουλεύει 75 χρόνων γυναίκα». Εκανα φυσικά λάθος. Να μαι, λοιπόν, μπροστά στην πόρτα τη βαμμένη μπλε, την κολλημένη σε έναν τοίχο που κάποτε μπορεί να ήταν ροζ και που σήμερα έχει ένα απροσδιόριστο χρώμα και ξεφτισμένους σοβάδες.
Επάνω του γραμμένα χιλιάδες μηνύματα. Τα πιο πολλά αφορούν τα προσόντα της Γαβριέλλας και πολύ συγκεκριμένες ικανότητές της στα περί του σεξ. Ο χώρος είναι μάλλον περίεργος. Τουλάχιστον έτσι τον ένιωσα εγώ. Μια να φύγω, μια να μείνω. Εμεινα βέβαια. Τι στο καλό, πίσω απ’ αυτή την πόρτα ζούσε και δούλευε η πιο διάσημη πόρνη της Ελλάδας. Εντάξει, δεν ένιωθα βέβαια σαν το σπίτι μου, αλλά…
Αλλά η πόρτα η βαμμένη μπλε δεν άνοιγε, παρ’ όλα τα επίμονα χτυπήματά μου. Ευτυχώς περίμενα, γιατί σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε ο λαχειοπώλης, ψηλός και εύρωστος, γύρω στα 45. Με κοίταξε μάλλον περίεργα και εγώ εντελώς αμήχανα του λέω:
«Δεν είναι μέσα;».
«Μπα, μέσα είναι», μου απαντά με αυτοπεποίθηση και ταρακουνάει την πόρτα.
Ω του θαύματος, η Γαβριέλλα ανοίγει. Μόλις που προλαβαίνω να δω τις άκρες από κάτι ξανθά μακριά μαλλιά. Βάζει μέσα τον λαχειοπώλη και ξανακλείνει! Φαίνεται όμως ότι το ξανασκέφτηκε, γιατί σε μισό λεπτό ξανανοίγει και μου λέει στεγνά:
«Πέρνα μέσα, να μη σε βλέπει και ο κόσμος εδώ πέρα… Δεν θα αργήσω».
Τι να πω τώρα, «συγγνώμη, κυρία Γαβριέλλα μου, αλλά προηγούμαι»; Αυτά λέγονται στον οδοντογιατρό ή στο σουπερμάρκετ, δεν λέγονται όμως από μια γυναίκα στον προθάλαμο του σπιτιού της Γαβριέλλας.
Αρχισα την πορνεία από πέντε χρόνων
«Αρχισα την πορνεία από πέντε χρόνων. Με αποπλάνησε ένας Νεότουρκος, γαλανομάτης, όταν ταξιδεύαμε με καράβι οικογενειακώς και αράξαμε στην Πόλη. Μου έδωσε τότε ένα πεντόλιρο. Σ’ εκείνο το ταξίδι όλοι με ξεμονάχιαζαν».
Είχα την εντύπωση ότι η κουβέντα μαζί της θα ήταν μάλλον δύσκολη. Δεν ήταν, κάθε άλλο μάλιστα. Οταν οι ερωτικοί ήχοι του λαχειοπώλη σταμάτησαν, ήρθε κοντά μου χαμογελαστή.
«Ελα, δεν άργησα, έτσι;» μου λέει, στρώνοντας την πλεχτή λιζέζ της πάνω από το βαμβακερό της νυχτικό.
Οχι, δεν είχε αργήσει. Δέκα λεπτά το πολύ, που ομολογώ ότι μου φάνηκαν αιώνες, έτσι όπως με είχε κλείσει στο δωμάτιο «για να μη με βλέπουνε οι πελάτες…».
Προχώρησε σε έναν πολύ-πολύ στενό διάδρομο και να μαι στα άδυτα της μαντάμ Γκαμπριέλ, όπως την αποκαλούσαν κάποτε οι αλλοδαποί φίλοι της. Μου προσφέρει το μοναδικό κάθισμα στο δωμάτιο, με κοιτάει παράξενα και λέει:
«Αχ, οι άντρες! Εμένα μου λέτε; Εμένα που τόσο τους έχω ζήσει; Τι παλιά γενιά, τι νέα. Τι μπαμπάς, τι γιος. Δεν αφήνουν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη. Για τσιλιμπουρδίσματα όλοι είναι πρώτοι. Στην αγκαλίτσα της μαντάμ Γκαμπριέλ καταλήγουν…».
Ομολογώ πως για μια στιγμή τα ‘χασα. Το κατάλαβε και έβαλε τα γέλια.
«Πώς σου φαίνεται;» ρωτάει. «Ετσι αρχίζω το δεύτερο βιβλίο μου… Βέβαια… γράφω καινούργιο βιβλίο, να δούμε όμως πότε θα κυκλοφορήσει. Μάλλον θα αργήσει, γιατί ακόμα πουλάει το άλλο που έγραψα. Πουλάει πολύ! Κασόνια ολόκληρα έχουνε φύγει για Αμερική, Καναδά, Γερμανία, Δανία. Μεγάλωσα πολύ πλούσια. Είχαμε μεγάλη οικονομική άνεση. Μέναμε στο Μαρούσι, Μιλτιάδου 22. Στο σπίτι απασχολούσαμε κηπουρό, μαγείρισσα, υπηρέτρια, σοφέρ, καθηγήτρια αγγλικών, γαλλικών. Εκείνη την εποχή τελείωσα τις καλόγριες. Αργότερα πέτυχα στις εξετάσεις της Γαλλικής Ακαδημίας. Τον καιρό που φοιτούσα στις καλόγριες, αν και είχαμε αυτοκίνητο με σοφέρ, προτιμούσα να παίρνω το τραμ. Ο σοφέρ, βλέπετε, μου χαλούσε τα σχέδια. Δεν μπορούσα να φλερτάρω μαζί του. Τον καιρό εκείνο είχα πέντε μόνιμους γαμπρούς και άλλα απρόοπτα φλερτ».
«Δεν εξασκήσατε άλλο επάγγελμα στη ζωή σας;».
«Τη ζωή την έμαθα μέσα από διάφορα επαγγέλματα. Δούλεψα χορεύτρια σε καμπαρέ, αλλά δεν στέριωσα, γιατί δεν άντεχα στο ποτό. Εγινα μανεκέν, αλλά βάλε φουστάνι, βγάλε φουστάνι, με κούρασε. Υστερα πήγα σε κομμωτήριο, βαρέθηκα κι εκεί. Αργότερα βρήκα δουλειά σε σχεδιαστήριο, ζωγράφιζα σε ένα μαγαζάκι στην Αγίου Μάρκου. Εφυγα σε έξι μήνες. Εκανα μετά την αστυνομικίνα σε ένα πολυκατάστημα, μέχρι λουλούδια πουλούσα και λαχεία τελευταία. Πριν αρχίσω αυτή τη δουλειά, παρέδιδα μαθήματα γαλλικών».
Πλάι στο κρεβάτι της Γαβριέλλας ένα καντηλάκι αναμμένο… Δηλαδή είναι θρήσκα;…
«Ναι, είμαι. Πιστεύω στον Θεό. Πηγαίνω στην εκκλησία, κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Τις άλλες μέρες αποφεύγω να πάω, μπας και μου ‘ρθει κανένα καντήλι στο κεφάλι μ’ αυτά που κάνω. Μεγάλη Παρασκευή όμως πάντα. Ανταμώνω με μια συμμαθήτριά μου, που τη βλέπω μόνο εκείνη τη μέρα, και πάμε μαζί. Εκείνη την ημέρα μάλιστα νηστεύω εντελώς απ’ όλα. Και από φαΐ και από άντρα. Δεν δέχομαι κανέναν για όλα τα λεφτά του κόσμου… Είναι ο δικός μου τρόπος προσευχής. Γιατί, δηλαδή, σου φαίνεται παράξενο; Και βέβαια μ’ αγάπησαν, όπως κι εγώ κάποιες φορές νόμισα ότι αγάπησα… Αφού, να φανταστείς, έχω αρραβωνιαστεί πέντε φορές, αλλά και τις πέντε στο παρά ένα λεπτό το μετάνιωνα. Μια φορά, θυμάμαι, είχα αρραβωνιαστεί τον αδελφό μιας φίλης μου. Ημουνα τότε δεκαοχτώ χρόνων. Αφού λοιπόν έγινε ο αρραβώνας, έγινε και το επίσημο τραπέζι στην οικογένειά του, μόλις ήρθε η ώρα να βάλουμε τις βέρες, του λέω: «Ξέρεις κάτι, μωρέ Μήτσο; Μετάνιωσα. Eίναι τώρα να χαραμίζομαι μαζί σου εγώ;». Ε, δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου και μου σκάει ένα χαστούκι που μ’ έστειλε στις σκάλες. Εγώ λοιπόν, που δεν ήθελα και πολύ, του κατεβάζω και τα δύο μάγουλα με τα νύχια μου… Ε, αν θέλεις το πιστεύεις, ο Μήτσος έρχεται ακόμα και με βλέπει. Εσύ τι λες λοιπόν, μ’ αγάπησε αυτός ο άνθρωπος ή όχι;».
Η Γαβριέλλα δεν έχει πολλές παρέες
«Αγαπημένη, αρραβωνιαστικιά ή πόρνη, η Γαβριέλλα δεν έχει πολλές παρέες. Τι πολλές δηλαδή;…».
«Πού το πας δηλαδή, στο αν έχω μοναξιά; Οχι, ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά. Αλλωστε, προλαβαίνω να μείνω μόνη; Μετά είναι και το άλλο: τώρα τελευταία παίρνω νυχτιά 7.000 δραχμές. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, που λένε. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, τις έχω φάει και εγώ κάποιες φορές… Φυσικά, δεν κάθομαι με σταυρωμένα χέρια. Και γεροδεμένη είμαι και το λέει η ψυχή μου».
«Αντιμετωπίζετε συχνά τέτοιες καταστάσεις;».
«Οχι. Οι περισσότεροι πελάτες μου είναι παντρεμένοι. Τσακώνονται με τις γυναίκες τους και έρχονται σ’ εμένα να ζητήσουν παρηγοριά. Εχω μόνιμους πελάτες, όπως, για παράδειγμα, ένας έρχεται πέντε χρόνια· το βράδυ ρίχνει υπνωτικό στο γάλα της γυναίκας του και κοιμάται μαζί μου από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα μέχρι τις τρεις το πρωί.
Ερχεται ένας άλλος ανάπηρος αντιστασιακός με ψεύτικο το δεξί του πόδι. Αυτός αρραβωνιάστηκε μερικές φορές, αλλά μόλις έφτανε η ώρα του «κρεβατιού» και έβλεπαν οι κοπέλες να βγάζει το ένα πόδι, τον χώριζαν. Και σας ρωτώ, πού να πάει αυτός ο άνθρωπος; Μισεί όλες τις γυναίκες. Μόνο σ’ εμένα βρίσκει τρυφερότητα.
Εχω και έναν πελάτη πολλά χρόνια, αστυνομικό. Κοιμάται μαζί μου τέσσερις φορές τη βδομάδα, αλλά δεν πληρώνει. Φέρνει πάντα πέντε-έξι ψητές κότες και, αφού φάμε και πιούμε, κάθεται μέχρι τις πέντε το πρωί. Αυτόν τον γνώρισα στη Μητρόπολη. Είχα πάει μια χρονιά στον Επιτάφιο και, επειδή με βοήθησε, χωρίς να ξέρει ποια είμαι, να περάσω από τους πρώτους, του έδωσα ένα σημείωμα με τη διεύθυνσή μου κι από τότε γίναμε αχώριστοι.
Εδώ όλοι έρχονται να εξομολογηθούν. Προχθές μου τηλεφώνησε μια κυρία. Είχε μάθει ότι ο άντρας της είναι πελάτης μου και με παρακάλεσε να τον διώξω. Εγώ φυσικά της απάντησα: «Πού θέλεις να το ξέρω, κυρά μου; Μήπως στο πέος γράφει το όνομά σου; Εκπλήρωσε τις επιθυμίες του για να μην καταλήγει σ’ εμένα».
Από εδώ πέρασαν αμέτρητοι. Πολιτικοί, και γνωστοί μάλιστα, ποιητές – ένας από αυτούς στην αρχή ήταν άφραγκος, αλλά μετά τον ανέδειξε ο Αττίκ -, πολλοί ναυτικοί που μου χάριζαν πανάκριβα δώρα, εφοπλιστές. Ενας μάλιστα ερχόταν μία φορά τη βδομάδα, μου έδινε τριάντα χιλιάδες δραχμές και έφερνε ένα μαστίγιο για να τον δέρνω. Ηταν το βίτσιο του. Δεν τολμούσε να το ζητήσει από τη γυναίκα του. Ολοι υποκλίνονταν σ’ αυτό το κρεβάτι, και η αγκαλιά μου είναι ανοιχτή σε όλους».
Οσο όμως κι αν υποστηρίζει ότι όλα στη ζωή της πήγαιναν μια χαρά, δεν μπορεί, κάποιο παράπονο θα έχει, κάποια κοινωνική δυσαρέσκεια θα έχει χαραχτεί στην ψυχή της. Τη ρωτάω, αλλά η απάντηση ήταν αναπάντεχη:
Τι μου φταίει δηλαδή η κοινωνία;
«Κανένα απολύτως παράπονο δεν έχω, ούτε από την κοινωνία ούτε από κανέναν. Τι μου φταίει δηλαδή η κοινωνία; Αφού το είπαμε, από μικρή -πώς να σ’ το εξηγήσω; – τον ήθελα τον άντρα, τον λιγουρευόμουνα… Οχι, όχι δεν μετάνιωσα για τίποτα. Το μόνο που φοβάμαι είναι για την υγεία μου. Φοβάμαι, δηλαδή, όπως όλος ο κόσμος. Δέχομαι πια ορισμένους πελάτες επιλεκτικά. Παντρεμένους… τέτοια. Πολύ το φοβάμαι το AIDS. Τώρα που μιλάμε για αρρώστιες, θυμάμαι την Κατοχή, που είχαμε προβλήματα με τη σύφιλη. Είχαν έρθει, βλέπεις, οι ιταλοί στρατιώτες από την Αβησσυνία και φέρνανε την αρρώστια με το τσουβάλι. Θυμάμαι πόση εντύπωση είχε κάνει στον γιατρό μου που δεν είχα κολλήσει. Πρόσεχα όμως πάντοτε. Ξεδιάλεγα. Πήγαινα στο Πτι-Παλαί, στη Μεγάλη Βρετανία, στο Πέτρογκραδ… Και βέβαια πάντα πήγαινα και πηγαίνω στον γιατρό. Να, κοιτάξτε το βιβλιάριό μου. Α.Μ.
244. Κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Βλέπεις; Το λέει: «Δεν φέρει εκδηλώσεις αφροδίσιου νοσήματος». Κάθε λίγο μού παίρνουν αίμα και για AIDS. Δόξα τω Θεώ, είμαι μια χαρά».
Η Γαβριέλλα είχε δύο αδελφές. Μία παντρεμένη στη Σοβιετική Ενωση, που την επισκεπτόταν τακτικά στην Ελλάδα, και μια άλλη στην Αθήνα, με δύο κόρες. Στις ανιψιές της έγραψε από τέσσερα διαμερίσματα και βοηθούσε γενικά οικονομικά συγγενείς και φίλους. Σαράντα (!) διαμερίσματα, δεκάδες εκατομμύρια στην τράπεζα και εξοχικά σπίτια είναι η περιουσία που άφησε πίσω της. Εβδομηνταπεντάχρονη πόρνη. Οι άντρες την προτιμούν ακόμη. Γιατί;
«Είμαι φημισμένη για το καλό κρεβάτι. Δεν χαλάω χατίρι σε κανέναν. Προσφέρω στους άντρες στοργή και ζεστασιά. Ερχονται και μου λένε τα βάσανά τους. Το σπίτι μου δεν το βλέπουν μόνο σαν μπουρδέλο αλλά και σαν καταφύγιο παρηγοριάς. Πάντα αντιμετώπιζα τους άντρες με καλοσύνη. Ποτέ δεν ήμουν βιαστική, δεν τους φοβέριζα, δεν τους έβριζα. Τους περιποιούμαι, σέβομαι τα λεφτά που μου δίνουνε. Ε, άμα τύχει και έρθει και κανένας πρωτάρης, του δίνω και σοκολάτα να γλυκαθεί… Ετσι είναι όλοι ευχαριστημένοι, και μεγάλοι και μικροί»…
Ηταν η μοναδική συνέντευξη που έδωσε, και η τελευταία της. Λίγο αργότερα τη στραγγάλισαν πάνω στο κρεβάτι της ηδονής και της παρηγοριάς. Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε.
info
Από την ιστορία της Γαβριέλλα έγραψε ο Κώστας Καλδάρας το ομότιτλο τραγούδι (το οποίο πρόλαβε, μάλιστα, να ακούσει η ίδια). Περιέχεται στον δίσκο «Νυχτερινή κυβέρνηση», που κυκλοφόρησε το 1988, και το ερμηνεύει ο Κώστας Χατζημιχάλης (β’ φωνή: Γιώργος Νταλάρας).
Η ζωή της ανέβηκε και σε δύο διαφορετικές παραστάσεις. Μία με την Πωλίνα Γκιωνάκη στον ομώνυμο ρόλο, στην παράσταση «Γαβριέλλα και Ζουζού, οι γαλαζοαίματες πόρνες των Αθηνών», σε σκηνοθεσία Στράτου Τζώρτζογλου. Και μια στο έργο «Γκάμπυ (Μείνατε ευαίσθητοι)», που βασίζεται στην αυτοβιογραφία της, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή, με τον ρόλο της Γαβριέλλας να υποδύονται σε διαφορετικές ηλικίες οι Λίλα Μπακλέση, Γωγώ Μπρέμπου και Αγγελος Παπαδημητρίου
in.gr