Δήμος Μούτσης: Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι, παραιτημένοι κατά βάθος
Ο Δήμος Μούτσης ανήκει στην κατηγορία των δημιουργών των οποίων η προβολή είναι ελάχιστη σε σχέση με τον όγκο και την ποιότητα του έργου τους. Η προσήλωση στη δουλειά και η αδιαφορία των μέσων μαζικής επικοινωνίας για ό,τι μη εντυπωσιακό τον καταδικάζουν σε μια αναπόδραστη σεμνότητα.
Είκοσι τέσσερα χρόνια προσφέρει μελωδίες —τα τελευταία δέκα και στίχους— χαράζοντας μια προσωπική και αξιόλογη διαδρομή στην ελληνική μουσική. Αυτή η διαδρομή δεν είναι καθόλου ομαλή, καθώς ανατρέπει κάθε φορά τα δεδομένα της δουλειάς του, αναζητώντας καινούργιες μορφές έκφρασης, παραμένοντας όμως και ίδιος όπως την εποχή που σπούδαζε στο Ωδείο. Την τελευταία δεκαετία ερμηνεύει ο ίδιος τα τραγούδια του, με μόνη εξαίρεση τον δίσκο που πρόσφατα κυκλοφόρησε με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη: «Η ιστορία χρονολογείται από το ’71. Τρεις φορές ήταν να γίνει και δεν έγινε, και καταλήξαμε να συνεργαστούμε το ’90».
Προ δύο ετών περίπου είχαν γίνει και πάλι συζητήσεις γι’ αυτόν τον δίσκο. Όμως, η Νάνα ερμήνευσε τελικά τους Μύθους μιας γυναίκας του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου. Σήμερα ο Δήμος Μούτσης αστειεύεται: «Όλα τα πράγματα εξελίσσονταν φυσιολογικά μέχρι που μπήκε στη μέση το παρά φύσιν και τα χάλασε».
[…]
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.1.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μιλάει για την ευαισθησία και τη σοβαρότητα της Νάνας και περιγράφει την ατμόσφαιρα των ηχογραφήσεων στο Παρίσι: «Είχα ηχογραφήσει τα τραγούδια και της τα έστειλα. Όταν πήγα στο Παρίσι, μπήκε και σε μιάμιση ώρα τα είπε όλα. Δεν είπε δεύτερη φορά τραγούδι. Ένα χαριτωμένο περιστατικό από την ηχογράφηση θέλω να πω. Μου είπε η Νάνα κάποια στιγμή: Ο Νίτσε ξέρω ότι είναι κομμουνιστής. Ο Μαρκούζε τι είναι; Και της απάντησα: Κι αυτός τέτοιο είδος είναι».
Ο Δήμος Μούτσης δίνει μεγάλη έμφαση στο πόσο προσωπικό θα είναι κάθε έργο του.
Το 1966 κυκλοφόρησε το πρώτο του σαρανταπεντάρι δισκάκι με το τραγούδι Σιγά-σιγά. Το ’71 έγραψε με τον Μάνο Ελευθερίου τον Άγιο Φεβρουάριο, που έγινε θερμά δεκτός από το κοινό με την πρωτοτυπία και το ύφος του. Ανικανοποίητος ο ίδιος, μετά από κάποιους βιοποριστικούς, όπως τους αποκαλεί, δίσκους, έγραψε το ’75 την Τετραλογία σε ποίηση Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσου και Καρυωτάκη, χρησιμοποιώντας μεγάλη ορχήστρα, αιφνιδιάζοντας και πάλι το κοινό του. Τρίτος —και σημαντικότερος, όπως λέει— σταθμός ήταν το Φράγμα, που κυκλοφόρησε το ’81 σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.
Στον δίσκο αυτόν, κατόπιν προτροπής του Αλέξανδρου Πατσιφά —του μεγαλύτερου παραγωγού που πέρασε από την ελληνική δισκογραφία—, ο Μούτσης τραγουδάει ο ίδιος τα τραγούδια του: «Όταν γράφεις μουσική και στίχους μόνος σου, μέσα σου, όταν είσαι ψυχοπαθητικό(!) άτομο, δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος άλλος μπορεί να εκφράσει καλύτερα το τραγούδι σου. Ένα τραγούδι είναι μια σταγόνα από ένα ποτήρι που ξεχείλισε. Η ουσία δεν είναι η σταγόνα. Η ουσία είναι με τι γέμισε το ποτήρι. Όταν ένας άνθρωπος σκέφτεται σαν κι εμένα το αν και πού θα δώσει τραγούδια, είναι τελείως δευτερεύον. Ο λόγος που με οδήγησε να τραγουδάω ο ίδιος τραγούδια μου δεν είναι γιατί είχα το απωθημένο του τραγουδιστή — να πάρω τα λεφτά ή τη δόξα. Το είδος που κάνω πια δεν ευνοεί τέτοιες συνεργασίες. Κατά βάση, το τραγούδι σήμερα είναι ένας άνθρωπος που λέει την άποψή του και κρίνεται από το αν τη λέει καλά. Δεν έχουμε ανάγκη καλής φωνής, αλλά αληθινής — αλλάζουν τα πράγματα. Όπως παλιότερα είχαμε τον Γούναρη και ξαφνικά βγήκε στο σανίδι ο Μπιθικώτσης κι ανέτρεψε τα πάντα. Οι μεγάλοι τραγουδιστές της τελευταίας γενιάς έχουν πρότυπα: τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη. Και δεν μπορείς να τους πας πουθενά αλλού. Μόλις ξεφύγουν γίνονται μελό. Κι ύστερα, το είδος που κάνω πια εγώ μεταδίδεται, πιστεύω, μ’ έναν τελείως προσωπικό τρόπο».
[…]
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.1.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κάνει παρέα με ανθρώπους εκτός κυκλώματος —από φούρναρη μέχρι αρχιτέκτονα— και πιστεύει ότι αυτό του εξασφαλίζει μια διαφορετική οπτική γωνία για τα πράγματα: «Στις εκλογές έβλεπα όλους τους συναδέλφους μου να προτείνουν στον κόσμο ποιον να ψηφίσει. […] Εμένα δεν με ρώτησε κανείς. Αποφάσισα λοιπόν ότι πρέπει να πω τη γνώμη μου για όλ’ αυτά. Κι έκανα έναν δίσκο. Αυτά που λέω φαίνονται ότι είναι προσωπικά μου, επειδή δυστυχώς έχουν πάψει να είναι γενικά. Συμμετέχω στα κοινά διατυπώνοντας τον στίχο Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι, παραιτημένοι κατά βάθος, με πόση ένταση και πάθος γίνονται πρώτοι οι τελευταίοι, επομένως συμμετέχω. Όχι βράζοντας μέσα σ’ αυτά. Νομίζω ότι όσοι το κάνουν δεν προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάσταση. Το κάνουν για να ’χουν έναν λόγο ύπαρξης οι ίδιοι».
[…]
Από τον Δήμο Μούτση μπορούμε να περιμένουμε και άλλα αξιόλογα πράγματα στο μέλλον· προσανατολίζει την ευαισθησία και το ταλέντο του στην αναζήτηση νέων δρόμων. Και προστατεύει την τέχνη του από κάθε λογής φθορές, προσπαθώντας πάντα να βλέπει καθαρά τον περίγυρό του.
«Έχω κάνει μια λειτουργία που μπορεί να εκδοθεί κάποια στιγμή και η οποία είναι βασισμένη στον Ηράκλειτο. Κι έχει έναν κανόνα: το απονενοημένο διάβημα του ανθρώπου. Βλέπεις ότι και οι πόλεμοι γίνονται πια με μια μπουκάλα μολότωφ. Ο καθένας πάει να κάνει κάτι μόνος του. Δεν υπάρχει αυτό το μαζικό της παλιάς εποχής· δεν υπάρχει προσανατολισμός. Καταρρίπτονται ιδεολογίες, σύμβολα, εικόνες. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι βαδίζει μόνος του. Καμιά επανάσταση δεν θα ’ρθει. Τίποτε δεν θα λυτρώσει τον άνθρωπο. Πάει το χάπυ εντ. Έξω αυτό έχει γίνει πολλά χρόνια. Σ’ εμάς ήρθε τώρα, κι ήρθε απότομα… Ελλάς, βλέπεις».
*Κείμενο του Αντώνη Ανδρικάκη για τον Δήμο Μούτση, που είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 10 Ιανουαρίου 1991.
Ο Δήμος Μούτσης έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών.