Δ. Αρβανιτάκης : «Ο Σπύρος Ασδραχάς μιλούσε για τις ζώνες σιωπής της Ιστορίας»
«Προσπαθώ να βιώσω την Ιστορία καθιστώντας το πρόσωπο μου έναν μικρό κόκκο του κουρνιαχτού που ονομάζουμε Ιστορία. Μια διάρκεια που τέμνεται από μερικότερες διάρκειες. Ανάμεσα τους, η διάρκεια της ζωής» έλεγε ο Σπύρος Ασδραχάς.
Με την παραπάνω φράση του εμβληματικού ιστορικού που σφράγισε την ελληνική ιστοριογραφία και τους θεσμούς έρευνας και διδασκαλίας της Ιστορίας ξεκινά ο ιστορικός Δημήτρης Αρβανιτάκης το βιβλίο του «Σπύρος Ι. Ασδραχάς. 1933-2017. Εργογραφία & Δοκιμή βιογραφίας». Ο τόμος κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θεμέλιο εγκαινιάζοντας τη νέα σειρά «Βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ», του εκδοτικού οίκου.
Το βιβλίο δείχνει ταυτόχρονα και τη σχέση του Δημήτρη Αρβανιτάκη με τον Σπύρο Ασδραχά, ο οποίος το 2012 του είχε εμπιστευτεί έναν πρώτο πυρήνα χειρόγραφων βιβλιογραφικών καταγραφών σε φύλλα μπλοκ, επιτραπέζιων ημερολογίων, σχολικών τετραδίων κλπ., με την προοπτική μιας έκδοσης. Ο πυρήνας αυτός στη συνέχεια εμπλουτίστηκε και η εργασία για την ολοκλήρωση της Εργογραφίας ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Σπύρου Ασδραχά, τον Δεκέμβριο του 2017. Ένα «διπλό βιβλίο» που κατ’ ουσίαν είναι μία αλληλοτροφοδοτούμενη ανάγνωση του έργου και του διανοητικού βίου του μεγάλου ιστορικού.
Aκολουθεί η συνέντευξη του ιστορικού Δημήτρη Αρβανιτάκη, υπεύθυνου του τμήματος εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη Νατάσσα Δομνάκη
Ερ. Πώς συγκροτείται το βιβλίο σας ;
Το πρώτο μέρος συνιστά την κατεξοχήν «εργογραφία» του Σπύρου Ασδραχά, το σύνολο δηλαδή των πάσης φύσεως (επιστημονικών, πολιτικών ή άλλων) δημοσιευμένων παρεμβάσεών του, και το δεύτερο, μία απόπειρα αποτύπωσης της διανοητικής-επιστημονικής και πολιτικής του διαδρομής, η οποία αυτονοήτως καλύπτει την εποχή από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τον θάνατό του.
Ως προς το πρώτο μέρος, η ιδιαιτερότητα αυτής της Εργογραφίας σε σχέση με παλαιότερα υποδείγματα είναι ότι δεν πρόκειται για απλή καταγραφή, αλλά μάλλον για σχολιασμένη παρουσίαση των επιμέρους δημοσιευμάτων, με τρόπο που να αποτυπώνεται το κλίμα της κάθε δημοσίευσης, αλλά και να διευκολύνεται κάθε φορά ο αναγνώστης να εντοπίσει άλλες εκδοχές της ίδιας δημοσίευσης ή δημοσιεύσεις που εντάσσονται στην ίδια θεματική, και άρα να παρακολουθήσει ευχερέστερα την ιστοριογραφική προβληματική του Σπύρου Ασδραχά.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, θέλοντας να αποδείξει ότι η Εργογραφία μπορεί να διαβαστεί και ως βιογραφία, επιχειρεί να αποτυπώσει τις ορίζουσες της ιστοριογραφικής του προβληματικής, τις κομβικές παρεμβάσεις του και παράλληλα να σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές την πορεία της ιστοριογραφίας μας στο προαναφερθέν διάστημα, εφόσον ο Ασδραχάς υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στις ακαδημαϊκές και ερευνητικές μας εξελίξεις.
Ερ. Ποια είναι κάποια βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης του Σπ. Ασδραχά;
Ας δοκιμάσουμε να απαντήσουμε με ένα εύγλωττο παράδειγμα. Το 1982 κυκλοφορούσε στη σειρά «Νεοελληνικά Μελετήματα», των εκδόσεων Ερμής, την οποία διηύθυνε ο Φίλιππος Ηλιού, το βιβλίο του Σπύρου Ασδραχά «Ελληνική κοινωνία και οικονομία. ιη’ -ιθ’ αι.». Να θυμίσουμε ότι στα αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση χρόνια, ο Σπύρος Ασδραχάς, πάντα στο Παρίσι αλλά επιστρέφοντας όλο και πιο συχνά στην Ελλάδα, παρεμβαίνει όλο και πιο δραστήρια, με προτάσεις γόνιμες και ανατρεπτικές για την παραδοσιακή αδράνεια και την εννοιολογική ανετοιμότητα της τότε επιστημονικής κοινότητας. Πρόχειρα ας θυμηθούμε τις δύο πρώτες μεγάλες και απροσδόκητες συνεισφορές οικονομικής ιστορίας το 1978 (Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία. ιε΄-ιστ΄ αι.) και το 1979 (Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ιε΄-ιθ΄αι.). Τις πυκνές μελέτες οικονομικής ιστορίας εντός και ιδίως εκτός Ελλάδας, μερικές πρωτοφανείς για την αυτοπεποίθησή τους συνεντεύξεις, εξαιρετικά κριτικές για το στάτους της ελληνικής ιστοριογραφίας. Κάποιες από αυτές έγιναν με αφορμή τα μεγάλα συνέδρια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, το 1981 και το 1983 για την ιστορία του βιβλίου και τις μεσογειακές οικονομίες, αντίστοιχα, με την δική του καθοριστική συμβολή. Και βεβαίως το μεγάλο και προγραμματικό κείμενό του για την κατάσταση των ιστορικών μας σπουδών «Κοινωνική έρευνα και ιστορική παιδεία. Πραγματικότητες και προοπτικές» (1982). Τέλος, το 1983, την πρώτη, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική συνέντευξή του για το περιοδικό Διαβάζω. Σε όλα αυτά τα κείμενα αρθρώνεται, αν και όχι συστηματικά, ανάγλυφα πάντως, ένας λόγος για την ιστορία: λόγος περί της μεθόδου και περί της ουσίας της ιστορίας. Όλα αυτά περιγράφουν ένα κλίμα, θα έλεγα μία στρατηγική του Σπ.Ασδραχά.
Η Ιστορία είναι μια Νέκυια
Οι εισαγωγικές σελίδες του βιβλίου «Ελληνική κοινωνία και οικονομία» ξεκινούσαν με ένα απρόσμενο μότο, παρμένο από τον Δάντη, ένα μότο που υπενθύμιζε συμβολικά αλλά ολοφάνερα, για όποιον ήθελε να διαβάσει, ότι η Ιστορία είναι μια Νέκυια, μια συναναστροφή ημών των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών αφού αυτόν τον κόσμο πασχίζει ο ιστορικός να καταλάβει και να ερμηνεύσει, αυτόν τον κόσμο που τώρα υπάρχει σε μια άλλη υλικότητα, πολύ διαφορετική από την δική μας. Αβυσσαλέα, δυσνόητη, ακατανόητη – έξω και μακριά από τα δικά μας μέτρα. Αυτός ο κόσμος των νεκρών, μάς λέει ο Σπύρος Ασδραχάς, είναι ο μόνος συνομιλητής μας, αυτή η απέραντη στρατιά των ίσκιων που τρόμαξαν τον σεφερικό Έλιοτ, όταν τους είδε «μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής», καθώς «χύνονταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί» και συλλογίστηκε: «Δεν το ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς». Απρόσμενη αλλά σαφής αρχή του σκεπτικού του.
Όμως, στη συνέχεια εκείνων των σελίδων, μεταβαίνοντας στον επόμενο κρίκο της σκέψης του, ο σαρανταεννιάχρονος Ασδραχάς κατέθετε σκέψεις στοχαστικές, ανατρεπτικές για το πώς να καλύψουμε αυτή την άβυσσο που μας χωρίζει από τον κόσμο των σκιών, πώς και με ποιους τρόπους να ξεκλειδώσουμε τις λέξεις τους, να καταλάβουμε τον λόγο τους, να πυκνώσουμε, μέχρι κάποιο βαθμό απτής υλικότητας, το κενό που μας χωρίζει απ’ αυτούς. Πώς; Μα, αναλύοντας τους τρόπους ανάγνωσης, αποκρυπτογράφησης των πηγών: του μόνου νήματος που μας ενώνει μαζί τους. Ο στόχος του ιστορικού, θα μας πει εκεί, δεν είναι η θησαύριση πληροφοριών, αλλά η αποδέσμευση των συνολικών μηχανισμών και η ανάδειξη της ιστορικής λογικής. Οι πληροφορίες είναι άχρηστες αν δεν είναι εγγράψιμες στους συνολικούς μηχανισμούς. Όλα για τον ιστορικό είναι τρόποι, δυνατότητες για να διεισδύσει στην άβυσσο των νεκρών. Ο Ασδραχάς θα μας πει πως όταν κάνουμε ιστορία «χρειάζεται να βρίσκονται μέσα μας σε εγρήγορση τα μεγάλα θέματα της ιστοριογραφίας», αλλιώς, «να είμαστε φορείς μιας θεωρίας που θα τείνει να διασώσει ερευνητικά την ιστορική πραγματικότητα». Αλλά θα μας μιλήσει και για τον κίνδυνο διαστροφής των πηγών. Αυστηρή γλώσσα περί μεθόδου: γνώριμος Σπύρος Ασδραχάς. Για να καταλήξει, αναρωτώμενος, «με το χέρι στην καρδιά» (τι ασυνήθιστη έκφραση!), αν όλες οι μέχρι εκείνη τη στιγμή θησαυρισμένες γνώσεις είχαν οδηγήσει «σε κάποια γνώση για τις στοιχειώδεις συμπεριφορές των ανθρώπινων συνόλων που γίνονται αντικείμενο των ερευνητικών μας ενδιαφερόντων». Μιλούσε για τις «ζώνες σιωπής» της ιστορίας, για «τους τεράστιους ορίζοντες της έρευνας του νεότερου ελληνισμού», για όλα όσα είχαν παραμεληθεί ή παρερμηνευτεί από την ελληνική ιστοριογραφία. Αυτά το 1982. Ένας κόσμος ζητούσε την ολοκληρωτική επανανάγνωσή του.
Στα παραπάνω λόγια, στην αρχή ακόμη της μεγάλης του προσφοράς, αναγνωρίζει ήδη κανείς μερικές από τις σταθερές, τις απέραντες γαίες που καλλιέργησε ο Σπύρος Ασδραχάς. Ιδίως, τη μόνιμη μέριμνα, τη συνεξέταση, τη συνδιαμόρφωση κοινού ιστορικού βλέμματος, το γκρέμισμα των συμβατικών ορίων.
Ερ. Πώς θα σκιαγραφούσατε την δημόσια παρουσία του;
Ο Σπύρος Ασδραχάς υπήρξε, δίχως αμφιβολία, ένα δημόσιο πρόσωπο, ένας παρεμβατικός διανοούμενος, μια εμβληματική μορφή της ιστοριογραφίας μας, ένας αριστερός ιστορικός. Υπάρχει κάτι που τον διακρίνει, μια ειδοποιός διαφορά; Υπάρχει και πιστεύω πως αυτή συμπυκνώνεται στον τρόπο και στον βαθμό της επιστημονικής και της πολιτικής του παρέμβασης. Ο Σπύρος Ασδραχάς υπήρξε πρωτίστως ιστορικός, μια ιδιότητα που νοηματοδοτούσε τη συνολική στάση του και εννοιολογούσε την ιδιότητα του πολίτη, καθώς, όπως είχε πει ο ίδιος για τον Νίκο Σβορώνο «ήξερε ότι η πολιτική περνάει μέσα από την ιστορία». Κατά τούτο, υπήρξε όχι μόνο ένας γόνιμος και μετρημένος ανατροπέας στον χώρο της ιστορίας αλλά και ένας άκρως ιδιότυπος διανοούμενος, δύσχρηστος από τις πολιτικές και τις κομματικές εξουσίες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ