Βιβλιοπαρουσίαση και Ιστορικό Αρχείο για τους εξόριστους Γαύδου
Ο σημερινός παράδεισος υπήρξε κάποτε για κάποιους η κόλαση. Η διαπίστωση αυτή μπορεί ν’ αφορά σχεδόν κάθε ειδυλλιακή τοποθεσία που στο παρελθόν αποτέλεσε πεδίο μάχης ή τόπο θανατικών (κι ενίοτε βασανιστικών) εκτελέσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, με τα πανέμορφα νησιά του Αιγαίου και του Λιβυκού, εμπεριέχει ωστόσο μιαν ακόμη διάσταση: πολλοί από τους σημερινούς δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς λειτουργούσαν, ως γνωστόν, πριν από μερικές δεκαετίες ως τόποι κοινωνικής απομόνωσης, επιτήρησης και ποικιλόμορφου σωφρονισμού του εσωτερικού εχθρού.
Οπως είχαμε αποκαλύψει σε σχετικό αφιέρωμα του «Ιού» πριν από τρεις σχεδόν δεκαετίες, οι δύο αυτές λειτουργίες αποδείχθηκαν τελικά ανταγωνιστικές, καθώς η ανάδειξη κάποιων νησιών ως τουριστικών θερέτρων επέφερε σχεδόν αυτόματα τον υπηρεσιακό αποχαρακτηρισμό τους από τόπους εξορίας. «Λαβόντες υπ’ όψιν ότι αι Νήσοι Λήμνος και Μήλος παρουσιάζουσι μεγάλην τουριστικήν κίνησιν, αποφασίζομεν: απαγορεύομεν του λοιπού τον καθορισμόν των Νήσων Λήμνου και Μήλου ως τόπων εκτοπίσεως», διαβάζουμε λ.χ. σε διαταγή του υφυπουργού Εσωτερικών Βάσσου Βραχνού (αρ.29/282/2ιθ΄ της 4/12/1954)· λίγο νωρίτερα (11/7/1953), παρόμοια απόφαση είχε ληφθεί από τον ίδιο και για τη Σαντορίνη (περ. «Εψιλον», 11/7/1993).
Εκτόπιση πολλαπλών ταχυτήτων
Η εμπειρία εκείνων των ιδιόμορφων, καταναγκαστικών «διακοπών» διέφερε φυσικά αισθητά ανάλογα με τον τόπο, την ιδιοσυγκρασία, τις διασυνδέσεις και το βαλάντιο κάθε εκτοπισμένου. Επώνυμοι πολιτικοί και ευκατάστατοι αστοί μπορούσαν να βιώσουν την εξορία σαν ένα προσωρινό διάλειμμα της επαγγελματικής τους ζωής, όχι απαραίτητα ιδιαίτερα δυσάρεστο, αλλά και ως μια σπάνια δυνατότητα να σφυγμομετρήσουν από πρώτο χέρι τις βαθύτερες διαθέσεις των καθημερινών ανθρώπων απέναντί τους.
Φτάνοντας λ.χ. τον Αύγουστο του 1968 στην Κάσο, μετά τον τρίμηνο εγκλεισμό του από τη χούντα σ’ ένα κτίριο της Χωροφυλακής στο Μαρούσι, ο τελευταίος προδικτατορικός υπουργός Δημοσίας Τάξεως ένιωσε αμέσως τη διαφορά: «Τα νερά ήταν δροσερά, καθαρά και γαλήνια και, μόλις κολύμπησα λίγο, αισθάνθηκα να με πλημμυρίζει αισιοδοξία. Ημουν εξόριστος, αλλά όχι φυλακισμένος» (Γεώργιος Ράλλης, «Το ημερολόγιό μου τον καιρό της δικτατορίας», Αθήνα 1997, σ.115).
Στον ενάμιση μήνα που πέρασε στο νησί, τον περισσότερο καιρό μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι που του βρήκε ο δήμαρχος, ο μετέπειτα πρωθυπουργός εκτός από μπάνια είχε επίσης την ευκαιρία να διαπιστώσει τη ραγδαία φθορά της δημοτικότητας του στρατιωτικού καθεστώτος ακόμη και μεταξύ των οπαδών της σκληρής Δεξιάς. Από την άλλη, είχε επίγνωση πως τη δική του τύχη δεν συμμερίζονταν απαραίτητα στις δικές τους εξορίες οι υπόλοιποι αστοί πολιτικοί: στη Φολέγανδρο «ο Καβουνίδης τιμωρήθηκε με πέντε μέρες περιορισμό στο δωμάτιο που μένει γιατί πήγε μπάνιο», στην Απείρανθο της Νάξου «ο Διαμαντόπουλος δεν μπορεί να βγει περίπατο» και «στο Μοθωνιό απαγόρευσαν κάθε επικοινωνία με τους κατοίκους» της Ιου (όπ.π., σ.137).
Αλλά και για το στελεχικό δυναμικό της μεσοπολεμικής και προδικτατορικής Αριστεράς, το συνηθισμένο σε μια ατέρμονη λίγο πολύ καταδίωξη, ορισμένοι τόποι εξορίας ήταν σαφώς προτιμότεροι από κάποιους άλλους –και, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, από τις φυλακές. «Μόνο όποιος δεν κλείστηκε φυλακή και μάλιστα με το ημισωφρονιστικό σύστημα του Αβέρωφ δεν μπορεί να νιώσει τι μεγάλη χαρά είναι να σηκώνεσαι το πρωί την ώρα που θες, να κοιμάσαι όταν νυστάζεις, να τρως όταν πεινάσεις και ν’ απολαύσεις την απεραντοσύνη της θάλασσας, να περπατήσεις ώσπου να κουραστείς, να κόψεις ένα αγριολούλουδο για να ομορφύνεις το δωμάτιό σου», εξηγεί χαρακτηριστικά η Καίτη Ζεύγου στα απομνημονεύματά της για την εκτόπισή της στη Φολέγανδρο το 1940, ύστερα από τρία χρόνια φυλάκισης στην Αθήνα («Με το Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα», Αθήνα 1980, σ.183).
Οι επισημάνσεις αυτές αφορούσαν φυσικά την παραδοσιακή διοικητική εκτόπιση· όχι την «πειθαρχημένη διαβίωση» στα νησιωτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γυάρου ή Λέρου, ούτε το εμφυλιοπολεμικό κολαστήριο της Μακρονήσου, που στόχευε στην απόσπαση δηλώσεων μετανοίας με βασανιστήρια. Ακόμη και μεταξύ των «κανονικών» τόπων εξορίας συγκαταλεγόταν, ωστόσο, ένα απειλητικό φόβητρο που επισκίαζε όλα τα άλλα: η Γαύδος, το «νησί του θανάτου» στη νοτιότερη εσχατιά της Ελλάδας. Από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το 1951, το σημερινό αντισυμβατικό θέρετρο αποτελούσε τον εφιάλτη κάθε εκτοπισμένου: «Ανάφη, Φολέγανδρος, Αη Στράτης, Σίκυνος, Νηός, Σίφνος, Αμοργός. Αδίσταχτα μπορώ να ειπώ, ούτε κατά φαντασία δεν μπορούν να συγκριθούν στη φρίκη με τούτο το ποντικόνησο», έγραφε χαρακτηριστικά τον Ιούλιο του 1933 στον «Ριζοσπάστη» ο διευθυντής του, Τάκης Φίτσιος, επιστρέφοντας από ενάμιση χρόνο εκεί.
Γι’ αυτή την ξεχασμένη λίγο πολύ εμπειρία του μαγευτικού νησιού ως ιδιαίτερα βασανιστικού χώρου εκτόπισης, διαφωτιστικότατο αποδεικνύεται το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς («Εξόριστοι στο “νησί του θανάτου”», Αθήνα 2020, εκδ. Παρασκήνιο).
Φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εγκατεστημένος εδώ και μια δεκαετία στα Χανιά, ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει σ’ έναν τόμο ό,τι έχει γραφτεί για το ζήτημα αυτό στις αριστερές εφημερίδες της εποχής (τις μόνες που ασχολούνταν μαζί του), στα απομνημονεύματα πρώην εκτοπισμένων αλλά και σε ειδικές εκδόσεις, όπως η νουβέλα του τυπογράφου Σταύρου Τσακίρη, «Μέρες και νύχτες στη Γάβδο» (1934) και το βιβλίο-ρεπορτάζ του Αυστραλού Μπερτ Μπερτλς («Εξόριστοι στο Αιγαίο», Αθήνα 2002, π.έ. Λονδίνο 1938). Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα corpus μαρτυριών που συμπληρώνουν (και ενίοτε διορθώνουν) η μια την άλλη, συγκροτώντας ένα διαφωτιστικό πανόραμα της σκοτεινότερης ίσως πτυχής της πολιτικής καταστολής στη μεσοπολεμική Ελληνική Δημοκρατία.
Γιατροί και προλετάριοι
Νησί συνολικής έκτασης 30 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, με 342 κατοίκους, το 1928, η Γαύδος χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας ήδη επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου (1925-1926). Πρακτική που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια από τις αστικοδημοκρατικές κυβερνήσεις, τόσο πριν όσο και μετά την ψήφιση του διαβόητου «Ιδιώνυμου» (Ν. 4229 του 1929 «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος»).
Εν έτει 1928, μαρτυρείται λ.χ. η παρουσία στο νησί 35 εκτοπισμένων (σ. 57), παρόλο που η απογραφή εκείνης της χρονιάς μνημονεύει μόλις 5 από τους τότε κατοίκους της σαν «δημότες άλλων δήμων ή κοινοτήτων». Μετά την ψήφιση του «Ιδιώνυμου», η ροή των εξορίστων δεν σταμάτησε ουσιαστικά ποτέ, μέχρι τη γερμανική κατοχή. Ο αριθμός τους παρουσίασε πάντως αρκετές διακυμάνσεις: 47 εξόριστοι τον Αύγουστο του 1932 (σ.52), 30 τον Μάρτιο του 1933 (σ.57), μόλις 16 τον Αύγουστο του 1935 (σ.189-90), 67 το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς (σ.185), 64 τον επόμενο Μάρτιο (σ.210) και 32 τον Οκτώβριο του 1940 (σ.245).
Η Γαύδος θα ξαναλειτουργήσει ως χώρος εξορίας από το καλοκαίρι του 1946 μέχρι το 1951 (σ.293-304), συμπληρωματικά προς τις νέες μορφές εγκλεισμού του πολυάριθμου -πλέον- εσωτερικού εχθρού. Από τους εκατοντάδες «φιλοξενούμενους» του νησιού, ο συγγραφέας του βιβλίου συγκέντρωσε από διάφορες μαρτυρίες 205 συνολικά ονόματα, 178 άντρες και 27 γυναίκες (σ.303-308).
Από τη Γαύδο πέρασαν ουκ ολίγα πασίγνωστα στελέχη του μεσοπολεμικού κομμουνιστικού και του ΕΑΜικού κινήματος, όπως ο Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης) κι ο αδερφός του Μπάμπης, ο Αντρέας Τζήμας («Σαμαρινιώτης»), ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Λεωνίδας Στρίγγος, ο Στέλιος Σκλάβαινας, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ο Πολύδωρος Δανιηλίδης, οι αδερφές Πέρσα και Αύρα Βλάση, οι αρχειομαρξιστές Βαγγέλης Στάης και Σωτήρης Τσιγαρίδας (Γιάννης Ποντίκης), τροτσκιστές όπως ο Γιάννης Ταμτάκος αλλά και γνωστοί λογοτέχνες, όπως ο Μενέλαος Λουντέμης. Την ίδια εξορία μοιράστηκαν επίσης απλοί αγωνιστές του εργατικού κινήματος που είχαν μπει στο μάτι των διωκτικών αρχών, αλλά και αγρότες ή αγρότισσες από σλαβομακεδονικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι λόγοι για τους οποίους μπορούσε κανείς να καταλήξει στη Γαύδο (όπως και σε κάθε άλλο ξερονήσι) περιλάμβαναν, άλλωστε, μια απίστευτα μεγάλη γκάμα αντικαθεστωτικών δραστηριοτήτων. «Το 1932, με συλλάβανε για μοίρασμα προκηρύξεων και με δικάσανε με το “Ιδιώνυμο” 3 χρόνια φυλακή και 2 εξορία», θυμάται χαρακτηριστικά ο Αλέκος Παπαδάτος (σ.157), ενώ ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης βρέθηκε εκεί επειδή δημοσίευσε βιβλία με θετικές εντυπώσεις από το πρόσφατο ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση (σ.178). Αυτή τουλάχιστον ήταν η επίσημη εξήγηση· ο ίδιος όμως απέδωσε την εκτόπισή του στην πρόσφατη εκλογική συντριβή του «μοναρχοφασιστικού» ψηφοδελτίου στις αρχαιρεσίες Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, που «αναστάτωσε τους μοναρχοφασίστες», με αποτέλεσμα εκδικητικές διώξεις των πολιτικά πιο ευάλωτων αντιφρονούντων (σ.176).
Παρά την απομόνωση της Γαύδου στη μέση του Λιβυκού πελάγους, σε απόσταση 48 χιλιομέτρων από τα Σφακιά, ορισμένοι εξόριστοι μπόρεσαν τελικά να δραπετεύσουν από εκεί. Η μαζικότερη απόδραση σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1941, από οκτώ στελέχη του ΚΚΕ που πρωτοστάτησαν το επόμενο διάστημα στο αντιστασιακό κίνημα (σ.265-278). Ενας απ’ αυτούς, ο Λεωνίδας Στρίγγος, επανέλαβε το ίδιο κατόρθωμα στις 18/10/1946, κατά το ξεκίνημα του Εμφυλίου (σ.293-4). Κάποιοι άλλοι μιμητές τους παρέμειναν τελικά ανώνυμοι: εν έτει 2004 ανακαλύφθηκαν λ.χ. σε σπηλιά της Αγίας Μαρίνας Χανίων «λίγες λέξεις σκαλισμένες με αιχμηρό όργανο: ΠΟΛΗΤΗΚΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΓΑΥΔΟΥ 1933 ΕΚΑΤΟΙΚΕΣΑΝ» (σ.74-5).
Υπήρξαν και κάποιοι που πλήρωσαν την εξορία στη Γαύδο με τη ζωή τους, υποκύπτοντας αμέσως ή λίγο μετά τη μεταγωγή τους από εκεί στους θανατηφόρους ελώδεις πυρετούς που τους χάρισε το νησί. Πρώτος νεκρός υπήρξε ο Μυτιληνιός Παναγιώτης Καραντεμίρης, που εκτοπίστηκε στη Γαύδο το 1931 και ξεψύχησε στο άθλιο κρατητήριο των Σφακιών έναν χρόνο αργότερα (20.8.1932). Δύο άλλοι συντοπίτες του, ο αρτεργάτης Λάμπρου κι ο αγρότης Ψυρκάς είχαν την ίδια τύχη μόλις επέστρεψαν, άρρωστοι βαριά, στον τόπο τους (σ.106).
Ατέρμονη πείνα
Εκτός από την ελονοσία, οι εξόριστοι στη Γαύδο είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και το σχεδόν μόνιμο φάσμα της πείνας, ισορροπώντας διαρκώς μεταξύ υποσιτισμού και λιμοκτονίας. Επαιρναν -όχι όλοι- ένα επίδομα 10 δραχμών την ημέρα, από το οποίο η χωροφυλακή κατακρατούσε αυθαίρετα το 20%, επικαλούμενη «παλιά χρέη» κάποιων… άλλων κρατουμένων (σ.46). Το ανεπαρκέστατο αυτό ποσό συμπλήρωναν οι επιταγές της «Εργατικής Βοήθειας», του κομματικού μηχανισμού μέσω του οποίου οι ελεύθεροι κομμουνιστές (και λοιποί πολέμιοι του αστυνομικού κράτους) εξέφραζαν την έμπρακτη αλληλεγγύη τους στους κυνηγημένους –όταν και όποτε οι Αρχές δεν εμπόδιζαν την εξαργύρωσή τους, απαιτώντας την (απαγορευμένη) προσέλευση των δικαιούχων στα Σφακιά (σ.100)! Οι τελευταίοι δεν ήταν ωστόσο καθόλου εύκολο να προμηθευτούν τρόφιμα σ’ ένα νησί, η ακραία φτώχεια του οποίου αδυνατούσε καλά καλά να συντηρήσει ακόμη και τους ντόπιους κατοίκους του.
Για το σιτηρέσιο των εξορίστων σε καιρούς σχετικής ευπορίας, χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη, μόλις επέστρεψε τον Μάρτιο του 1936 από τη Γαύδο: «Το φαΐ μας είνε το μεσημέρι κουκιά με μαμούνια τεράστια και πέντε (5) δράμια λάδι με εκατό δράμια μαύρο ψωμί. Το βράδυ ένα κομμάτι τυρί-κιμωλία, που οι Γαυδιώτρες, αφού το αποβουτυρώσουν, το διατηρούνε με λάδι και ένα κύπελο φασκόμηλο. Τα κουκιά εναλλάσσουνται με φασόλια, γυφτοφάσσουλα, ρεβίθια, φακές της χειρότερης ποιότητας […]. Ούτε χορταρικό, ζαρζαβατικό, ούτε φρούτο, ούτε τίποτα. Κάθε 1-2 μήνες κανένα κατσίκι, που θα μπορέσουμε να αγοράσουμε. Η μονότονη αυτή διατροφή φέρνει κλονισμό στην υγεία που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα, ανύπαρκτα κι αυτά για απλούστερες ανάγκες» (σ.209-10).
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι, παραδόξως, «οι Γαυδιώτες από χρόνια δεν ψαρεύουν» κι έτσι «ούτε ψάρια δεν έχουνε οι σύντροφοί μας» (σ.211). Η ανεπάντεχη αυτή πληροφορία επιβεβαιώνεται κι από άλλους εξορίστους: «Ψαράδες δεν είχε συστηματικούς εξ επαγγέλματος, ούτε γριγριά ή ανεμότρατες ερχόντουσαν εδώ» (Βασίλης Γιαννόγκωνας, σ.48).
Σε δυσκολότερους καιρούς, όπως τον χειμώνα του 1940-41, το επίπεδο της διατροφής έπιασε πάτο, όπως μας πληροφορούν οι αναμνήσεις του Πολύδωρου Δανιηλίδη: «Κάναμε συνεργεία από 10-15 συντρόφους και κάθε απόγευμα βγαίναμε με ένα καλαθάκι στο χέρι και ένα μαχαίρι και μαζεύαμε χόρτα. Σα γυρίζαμε το βράδυ, ρίχναμε σε φόρμες λίγο αλεύρι από κριθάρι, ρίχναμε καθαρισμένα και πλυμένα τα χόρτα και προσθέταμε κι από πάνω λίγο αλεύρι. Για λάδι ούτε λόγος να γίνονταν. Τα ψήναμε στο φούρνο και τα μοιράζαμε: κάθε δυο σύντροφοι, μια φόρμα χόρτα. Αυτή ήταν η τροφή μας. Ολο τον χειμώνα έτσι τον περάσαμε» (σ.262).
Ως κατόρθωμα επικών σχεδόν διαστάσεων θυμούνταν οι περισσότεροι εξόριστοι τη δημιουργία κάποιων κήπων, που βελτίωνε αισθητά το σιτηρέσιό τους τους θερινούς μήνες. Για λίπασμα χρησιμοποιούσαν φυτόχωμα από λιωμένα φύλλα ξεριζώνοντας τους εγχώριους σκίνους αλλά, σύμφωνα με τον τροτσκιστή Ταμτάκο, ακόμη και «περιττώματα από τους σκύλους κι από τους ανθρώπους» (σ.242). Στις οριακές στιγμές του 1940-41, μια προβληματική λύση έδωσαν, τέλος, οι καρποί των κέδρων του νησιού, με τη χαμηλή περιεκτικότητά τους σε ζάχαρα: «Οταν άρχισαν να μας αφήνουν να μαζεύουμε κεδρόκουκα», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μάρκος Βαφειάδης, «οι σύντροφοι πέσανε με τα μούτρα σ’ αυτά και μας έπιασε όλους φοβερή δυσκοιλιότητα και αιμορραγία. […] Από την κατάσταση αυτή βρήκαμε σωτηρία όταν καταφέραμε να βγάλουμε από τα κεδρόκουκα πετιμέζι. Είχε μια γεύση ελαφρά πικρή που άφηνε η ρετσίνα, αλλά στην κατάσταση πείνας που βρισκόμασταν ήταν πιο γλυκό κι από μέλι» (σ.254-5).
Οι σχέσεις με τους ντόπιους
Για τις επαφές των εξορίστων με τους μόνιμους κατοίκους του νησιού, οι περισσότερες αφηγήσεις είναι συνήθως εξαιρετικά λακωνικές. Η εικόνα που αναδύεται είναι αυτή μιας δύσκολης συνύπαρξης ανάμεσα σε δυο κόσμους ριζικά διαφορετικούς. Από τον γιατρό Αντωνιάδη, οι ντόπιοι περιγράφονται έτσι διακριτικά σαν άνθρωποι «πολύ καλοί, φρόνιμοι, ευγενικοί» που «πεινάνε, δυστυχούνε, ζούνε σαν ζώα με τα ζώα τους στις σπηλαιώδικες κατοικίες τους, τρώγοντας το κριθαράκι που αλέθουν στο χερόμυλο, λίγο λαδάκι, κουκιά και κέδρα», «αφημένοι σε μια ζωή πριν χίλια – χίλια πεντακόσια χρόνια, σε κατάσταση αγριότητας, γεμάτη καλωσύνη κι αγαθότητα, με υπολείμματα πρωτόγονου πολιτισμού» (σ.210-1).
Η οριακή επαφή των δυο κόσμων μπορεί ν’ αποδοθεί στον εγγενή συντηρητισμό των ντόπιων και τη σκιά της στενής αστυνομικής επιτήρησης τόσο των μεν όσο και των δε. Δεν έλειψαν ωστόσο οι μεταξύ τους συναλλαγές, με μια υπόρρητη μάλιστα εκμεταλλευτική απόχρωση –διακριτικά αποτυπωμένη στις καταγγελίες της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες οι εξόριστοι ήταν αναγκασμένοι να προμηθεύονται τα στοιχειώδη «σε υπερβολικά εξογκωμένες τιμές» (σ.58).
Το περίφημο σπίτι των εξορίστων στο Σαρακίνικο, γνωστό στις μέρες μας και σαν «σπίτι του Βελουχιώτη», αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση. Σύμφωνα με το συμβόλαιο της οικοδόμησής του (1933) που μνημονεύει ο συγγραφέας, χτίστηκε από τους εξόριστους με δικαίωμα δωρεάν παραμονής τους εκεί μονάχα για μια επταετία· όταν ανανεώθηκε το 1940, οι ένοικοί του όφειλαν πλέον να καταβάλλουν νοίκι 200 δρχ. το μήνα στην ιδιοκτήτρια (σ.68-9). Ανάλογες προσόδους έφερε και η εγκατάσταση από τη χωροφυλακή μιας άλλης ομάδας εξορίστων σε σπίτι που ανήκε στον τοπικό παπά: «του δίναμε νοίκι και του δουλεύαμε και το αμπέλι του, που μόνο αυτός είχε σ’ όλο το νησί», θυμάται χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο Βαφειάδης (σ.254).
Μολονότι σωτήρια για τους λιμοκτονούντες εξορίστους, προσοδοφόρα για τους ιδιοκτήτες τους υπήρξε και η πώληση υπέργηρων ή άρρωστων ζώων, που οι ίδιοι απέφευγαν να φάνε (σ.47-8, 243, 255-7). «Μόλις λοιπόν εμείς μαθαίναμε πως υπάρχει κάπου ένα τέτοιο ζώο που ξεψυχάει (ήξεραν αυτοί και μας ειδοποιούσαν), πηγαίναμε λίγες ώρες πριν τα τινάξει, το παίρναμε, το αποκεφαλίζαμε και το γδέρναμε. Το δέρμα το δίναμε στους κατόχους μαζί με 25-30 δραχμές, τότε· το υπόλοιπο ψοφίμι το παίρναμε εμείς. Τα μπούτια τα κάναμε καβουρμά και τα διατηρούσαμε. Ολα τα άλλα, κόκαλα, εντόσθια κ.λπ. τα βράζαμε μέχρι απελπισίας και τα τρώγαμε», σημειώνει στις δικές του αναμνήσεις ο Δανιηλίδης (σ.263).
Εντελώς διαφορετικής τάξης πρόβλημα συνιστούσε η όποια παραβίαση της αυστηρής κομματικής απαγόρευσης για ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους εκτοπισμένους και τον ντόπιο πληθυσμό, απαγόρευσης γνωστής στους τόπους εξορίας με το σκωπτικό παρατσούκλι «ιδιώνυμο του Στάλιν» (σ.154). «Κάποιος σύντροφος Μυτιληνιός είχε σχέση με κάποια Γαυδοπούλα», διαβάζουμε λ.χ. στις αναμνήσεις του Βασίλη Γιαννόγκωνα. «Κι εδώ η συζήτηση ήταν οξύτατη, γιατί αφορούσε γνωστό μέλος της Κολεχτίβας μας. Και δεν εκτίθονταν μόνον αυτός, αλλά όλη η Κολεχτίβα, συλλογική η ευθύνη. […] Τα παραστρατήματα οι νησιώτες τα κατηγορούνε, Θέλουν βέβαια αν ήταν τρόπος όλοι οι ανύπαντροι εξόριστοι να παντρευτούν νησιωτοπούλες κι ακόμα περισσότερο τα κοριτσόπουλα φλέγονταν να πάρουν ξένο να φύγουν από το στενό περιβάλλον του νησιού και να πάνε σ’ άλλα μέρη. […] Εγιναν λοιπόν οι συστάσεις και οι παρατηρήσεις σ’ αυτόν τον σύντροφο και προς γνώση και συμμόρφωση των άλλων» (σ.154-5).
Στο βάθος αντιφασισμός
Εκτός από τα βάσανα της εξορίας, οι μαρτυρίες που έχει συγκεντρώσει ο κ. Δαμασκηνός αποτυπώνουν μιαν ακόμη ενδιαφέρουσα πτυχή των ύστερων μεσοπολεμικών εξελίξεων: τη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση μιας μερίδας του βενιζελικού κόσμου την επαύριο της καταστολής του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 και του κύματος διώξεων που εξαπέλυσε το επόμενο διάστημα, αξιοποιώντας την ευκαιρία, η «μοναρχοφασιστική» Δεξιά.
Γνωρίζουμε εκ των υστέρων πως εκείνη η εμπειρία και η συνακόλουθη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη φασιστική και την αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού αποτέλεσε το πρώτο βήμα για τη συγκρότηση του πλειοψηφικού ΕΑΜικού ρεύματος στα χρόνια της Κατοχής (και την αντίρροπη μαζική επάνδρωση του δωσιλογικού κατασταλτικού μηχανισμού από κομμουνιστοφάγους πρώην βενιζελικούς).
Για την αυξανόμενη πόλωση μεταξύ των δύο τάσεων, αποκαλυπτικές είναι οι αναμνήσεις του νεαρού, τότε, εξόριστου Βασίλη Μπαρτζιώτα. Το Μάρτιο του 1935, γράφει, «ο ενωμοτάρχης της Γαύδου, βενιζελικός τραμπούκος […], άρχισε να πυροβολεί στον αέρα υπέρ του κινήματος, για τον Βενιζέλαρο πατέρα της φυλής», προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα στους εκτοπισμένους την επικείμενη φυσική εκκαθάρισή τους: «μας εξήγησε, έξω απ’ τα δόντια, ότι η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου θα μας κόψει τα επιδόματα για να πεθάνουμε από την πείνα και ίσως θα εκτελέσει, με διάφορες κατηγορίες, τους φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές. Και για να επιβεβαιώσει την προοπτική του αυτή, έπιασε όλους τους πιστωτές μας και τους έδωσε εντολή να μας κόψουν τις πιστώσεις και να μείνουμε χωρίς τρόφιμα. Τα επιδόματά μας, όπως είναι γνωστό, καθυστερούσαν 1-2 μήνες και ζούσαμε με τις πιστώσεις. Φυσικά αντιδράσαμε και δεν τον αφήσαμε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του» (σ.171).
Δυο μήνες αργότερα, ο ίδιος αφηγητής θα διαπιστώσει, εγκαταλείποντας τη Γαύδο λόγω λήξης της ποινής του, τις κοσμογονικές μεταλλάξεις που είχαν επέλθει στο μεσοδιάστημα: «Τράβηξα για τα Χανιά. Η κατάσταση στην ακρόπολη αυτή του βενιζελισμού ήταν τώρα διαφορετική. Εβλεπες στους δρόμους και στα καφενεία να συχνάζουν εκατοντάδες διωγμένοι χωροφύλακες με τις στολές τους, χωρίς πηλήκιο, και άλλοι διωγμένοι βενιζελικοί δημόσιοι υπάλληλοι. Ακούγονταν φωνές, ακόμα και κατάρες ενάντια στους Βενιζέλο-Πλαστήρα, που τους ξεσήκωσαν και τώρα τους άφησαν στο έλεος του θεού. Και έβραζε το μίσος τους ενάντια στην κυβέρνηση Τσαλδάρη-Κονδύλη, που τους πέταξε στον δρόμο. Απέναντι στους κομμουνιστές έδειχναν κατανόηση. Στο εστιατόριο που πήγα να φάω δεν μου πήραν λεφτά, όταν έμαθαν ότι γύριζα από την εξορία στη Γαύδο. Γεμάτος εντυπώσεις από τις ανακατατάξεις ανάμεσα στον δημοκρατικό λαό της Κρήτης, γύρισα στην Αθήνα» (σ.173).
Ενας μάχιμος κόκκινος ρεπόρτερ
Ενα από τα μεσοπολεμικά ρεπορτάζ για τη Γαύδο που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ξεχωρίζει σαφώς από τα υπόλοιπα. Τόσο για την πολύ διαφορετική δομή του, που τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησης τον ίδιο τον δημοσιογράφο, όσο και για την ταυτότητα αυτού του τελευταίου.
Ο λόγος για πέντε κείμενα που δημοσιεύτηκαν τον Αύγουστο του 1935 στον «Ριζοσπάστη» με τίτλο «Η Γαύδος χωρίς αλυσσίδες», περιγράφοντας το περιπετειώδες ταξίδι του ψευδώνυμου συντάκτη από και προς το «νησί του θανάτου», «το ταξικό κάστρο που κρύβει τους δεκαέξη αλυσσοδεμένους λέοντές μας», τη συστηματική εκ μέρους του παραπλάνηση των Αρχών και δυο διαδοχικές συναντήσεις του με τα μέλη της εξόριστης κολεκτίβας – την πρώτη σχεδόν κωμική, με τη χωροφυλακή παρούσα, και τη δεύτερη σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας.
Πρόκειται για μόνο ένα από μια σειρά ομοειδή γλαφυρά και παρακινδυνευμένα ρεπορτάζ εκείνης της περιόδου που δημοσιεύτηκαν στο όργανο του ΚΚΕ, συνταγμένα από την ίδια πάντα γραφίδα. Το σημαντικότερο απ’ αυτά, δημοσιευμένο σε 13 συνέχειες το φθινόπωρο του 1933 με τίτλο «Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας» και υπογραφή «Ν. Κοντός», μας έχει απασχολήσει παλιότερα εκτενώς ως το διαφωτιστικότερο κείμενο που είδε το φως στον ελληνικό Τύπο του Μεσοπολέμου για τη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού (περ. «Αρχειοτάξιο», τχ. 11, 2009, σ. 6-36).
Την πρώτη εκείνη αποστολή ακολούθησαν κι άλλες, του ίδιου πάντα ρεπόρτερ, στις μουσουλμανικές κοινότητες της Δυτικής Θράκης (6-8/2/1934) και της Τσαμουριάς (29-30/11/1934) και το 1935 στη Γαύδο. Τα δύο πρώτα ρεπορτάζ έμειναν ανυπόγραφα, με σαφή όμως μνεία του προηγούμενου· σ’ αυτό της Γαύδου, ο συντάκτης χρησιμοποιεί πάλι το ψευδώνυμο «Νίκος Κόκκινος», φροντίζοντας ξανά να υπενθυμίσει την παλιότερη έρευνά του στη Μακεδονία (σ. 192).
Υστερα από αρκετές προσπάθειες, το πρόσωπο του «Ν. Κοντού» και «Νίκου Κόκκινου» ταυτοποιήθηκε: πρόκειται για τον (μικρόσωμο) δημοσιογράφο και λογοτέχνη Νίκο Παπαπερικλή (Προποντίδα 1908-Αθήνα 1988), ηγετική μορφή του φοιτητικού κινήματος το 1931-1933 στο ΑΠΘ, μέλος της ΟΚΝΕ από το 1928 και του ΚΚΕ από το 1930· ακροναυπλιώτη, κατόπιν, αγωνιστή της ΕΑΜικής αντίστασης, συντάκτη της «Αυγής» μεταπολεμικά και του «Ριζοσπάστη» μετά τη Μεταπολίτευση. Οπως μας πληροφορεί ο τελευταίος (3/1/2007), τη δεκαετία του ’40 ο Παπαπερικλής υπέγραψε λογοτεχνικά κείμενά του σαν «Νίκος Γλαύκος». Μετά το 1974, πάλι, είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσε στα χρονογραφήματά του το ψευδώνυμο «Νίκος Φιλικός».
Ειδοποιό στοιχείο της γραφής του, μαζί με μια έντονα προσωπική εξιστόρηση της διαδρομής που τον οδήγησε κάθε φορά στην εξακρίβωση των συνθηκών που περιγράφει, είναι η γελοιοποίηση του άμεσου αντιπάλου: των διωκτικών αρχών που απειλούν να φράξουν τον δρόμο του κομμουνιστή ρεπόρτερ προς τους ανθρώπους που θα τον διαφωτίσουν.
Στην περίπτωση της Γαύδου, ο «Νίκος Κόκκινος» υποδύθηκε έτσι τον απεσταλμένο της υπερατλαντικής ομογενειακής «Ατλαντίδος», αξιοποιώντας πλουσιοπάροχα το δέος και την παχυλή αμάθεια των προασπιστών (αλλά και των χαμηλόβαθμων τοπικών εκπροσώπων) του αστικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικό επεισόδιο από την άφιξή του στο ορεινό χωριό Ασκύφου, στη μέση της διαδρομής Χανιά-Σφακιά:
«– Αλτ! Ποιος είσαι; Μια τραχειά φωνή με σταματάει κατά το σούρουπο όξω απ’ το χωριό. Κυττάω καλά. Ητανε η εξουσία σ’ όλο της το μεγαλείο… Δυο χωροφυλάκοι κι ένας ενωμοτάρχης.
– Ποιος είμαι; Ενας ξένος, κύριοί μου. Ενας δημοσιογράφος… Ενας άνθρωπος που διασχίζω τα βουνά μόνο και μόνο για να σας πω μια καλημέρα… Για να μάθω πώς περνάτε στον ωραίο σας τόπο και για να γράψω γλαφυρά κι ωραία για τη ζωή σας σ’ αυτό το θαυμάσιο περιοδικό μας, την υπέροχον “Ατλαντίδα”. Μάλιστα, κύριοί μου… Μάλιστα…
Ω! Καλέ στρατιώτη Σβέικ! Ω πολυμήχανε Οδυσσέα! Ω περιπλανώμενοι εξερευνητές, πόσες φορές σας θυμήθηκα σε τούτη την περιπέτεια…
Ωωωω! Ακούστηκε απ’ τα στόματα της τριπλής εξουσίας μόλις έβγαλα από το χαρτοφύλακά μου και τους σέρβιρα μια “Ατλαντίδα”.
– Αυτό είναι “πράμα” αδερφάκι… είπε κάποιος στον άλλονε και των τριών τα μάτια πέσανε πάνω στην ημίγυμνο και προκλητική θεατρίνα που φκιαγμένη με ζωηρά χρώματα, πόζαρε πάνω στο εξώφυλλο του αστικού περιοδικού. Τα μάτια τους λιγωθήκανε. Το στόμα τους σάλιωσε…. Οι καρδιές τους χτυπούσαν.
– Αυτή που βλέπετε, κύριοί μου, είνε η Χάρβεϊ!!! Μάλιστα. Η ωραία, η τρυφερή, η θεία Λίλιαν Χάρβει! Την είδατε να χορεύει; Ω! Αν τη βλέπατε! Μόνο μια φορά να τη βλέπατε…
Τα ψαράκια τσιμπούσαν. Το δόλωμα μαζί με τ’ αγκίστρι κατέβαινε στα βράγχια τους ανεπαίσθητα και σε λίγη ώρα τέσσερις “φίλοι”, οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου… τρεις αστυνομικοί κι ένας μπολσεβίκος κατεβαίνανε στο χωριό Ασκύφου.
Στο καφενείο του Σήφη ήταν και οι άλλες αρχές του τόπου.
Κάποιος Τσόντος, του καπετάν Βάρδα ο αδερφός, με ρώτηξε αν γνώριζα τον αδερφό του.
Ω! Ητο δυνατόν να μην τον γνωρίζω; Σας παρακαλώ… Δημοσιογράφος εγώ να μη γνωρίζω τον ήρωα; Η αλήθεια είναι ότι σε μια περιοδεία μου στη Μακεδονία γνώρισα τον άνθρωπο αυτόν που κατατυραννεί τη μακεδονική μειονότητα.
Στο καφενείο, κάτω από το φως μιας λάμπας “λουξ” μαζεύτηκαν σιγά σιγά ο δάσκαλος, ο ενωμοτάρχης, ο κύριος Τσόντος και άλλοι παράγοντες και φάγαμε σαν ηγούμενοι της μονής της Αγίας Λαύρας… […]
Ολη τη νύχτα το μυαλό μου δούλευε… Τι θα κάνω αύριο; Πώς θα παρουσιαστώ στα Σφακιά; Τι σχέδιο να ετοιμάσω; Δόξα τω θεώ, “Ατλαντίδες” είχα κάμποσες στο χαρτοφύλακά μου. Μα θα πιάσει το κολπάκι;»