Οι λύσεις για υψηλότερες συντάξεις σε ελεύθερους επαγγελματίες

Δημοσιεύτηκε στις 02/02/2020 09:30

Οι λύσεις για υψηλότερες συντάξεις σε ελεύθερους επαγγελματίες

Με το δίλημμα ποια ασφαλιστική κλίμακα πρέπει να διαλέξουν θα βρεθούν αντιμέτωποι περισσότεροι από 900.000 ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι  μέχρι τα τέλη Απριλίου.

Ιδιαίτερα όσοι είναι κοντά στη συνταξιοδότηση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς η επιλογή τους θα επηρεάσει το τελικό ποσό της σύνταξής τους.

Δεδομένου ότι στην εξίσωση για το ποσό της σύνταξης μπαίνουν οι αποδοχές από το 2002 και μέχρι την στιγμή της αίτησης και οι σημερινοί ασφαλισμένοι μη μισθωτοί μετρούν ήδη πολλά ή λιγότερα έτη ασφάλισης με τα παλιά συστήματα (δηλαδή με βάση τις χρονοκλάσεις του πρώην Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών και με βάση το εισόδημα την τελευταία 3ετία) ο  «γρίφος» δεν είναι απλός.

Σύμφωνα με ειδικούς στην κοινωνική ασφάλιση, ρόλο – «κλειδί» για τις νέες συντάξεις των ελεύθερων επαγγελματιών κρατά στο νέο σύστημα η 3η ασφαλιστική κατηγορία των 312 ευρώ (236 για κύρια σύνταξη).

Η πλειοψηφία των επαγγελματιών που ασφαλίζονταν στο παρελθόν με τις ασφαλιστικές κλάσεις του πρώην ΟΑΕΕ και είχαν υποχρέωση να αλλάζουν κλάση ανά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, φαίνεται να έχουν καταβάλλει μια μέση εισφορά για τα έτη 2002-2019 της τάξης των 240 ευρώ, με μέσο όρο συντάξιμων αποδοχών περίπου 1.200 ευρώ.

Πρόκειται για ασφαλισμένους του πρώην ΟΑΕΕ που μετρούν ήδη από 20 έως 30 έτη ασφάλισης και έχουν ακόμη μπροστά τους από 5 έως 20 χρόνια για να συνταξιοδοτηθούν.

Στο νέο σύστημα για να διατηρήσουν τις συντάξιμες αποδοχές τους στο ύψος των παλαιών καταβαλλομένων εισφορών θα πρέπει να ενταχθούν στην 3η ασφαλιστική κατηγορίαενώ σε περίπτωση που θέλουν να αυξήσουν το τελικό ποσό της σύνταξής τους, θα πρέπει να επιλέξουν υψηλότερη κατηγορία.

Η επιλογή της 3ης ασφαλιστικής κατηγορίας, εκτιμάται ότι καλύπτει περί το 80% των ασφαλισμένων του πρώην ΟΑΕΕ που έχουν ασφαλιστεί διαχρονικά σε μεσαίες και υψηλές κλάσεις και την τελευταία 3ετία (2017-2019) κατέβαλλαν την ελάχιστη εισφορά των 117 ευρώ.

Ο δικηγόρος και τέως εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ» Δημήτρης Μπούρλος επισημαίνει στο «Mononews» ότι η παραμονή στην αγοράς εργασίας έως και 40 έτη οδηγεί σε υψηλότερες συντάξεις, ενώ πλέον οι ασφαλισμένοι σε δυο φορείς μπορούν να εξασφαλίσουν μια υψηλότερη σύνταξη από το να θεμελιώσουν αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε κάθε ταμείο.

«Οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης που περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου που μέχρι στιγμής έχουμε δει, μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα που μεταβάλλουν την οπτική της προσέγγισης του θέματος και του τρόπου που πρέπει οι μέλλοντες συνταξιούχοι να επιλέγουν τον χρόνο και τον τρόπο συνταξιοδότησής τους. Πιο συγκεκριμένα οι νέοι συντελεστές σαφώς πριμοδοτούν την ασφάλιση από 30 έως 44 έτη, το δε μέγιστο της πριμοδότησης (σε σχέση με τον νόμο Κατρούγκαλου) εμφανίζεται στα 40 έτη ασφάλισης. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν, η διατήρηση της ασφάλισης μέχρι τα 40 έτη είναι κάτι  το οποίο αναμφίβολα πρέπει να επιδιώκουν οι ασφαλισμένοι, είτε με επέκταση του ασφαλιστικού τους βίου είτε με αναγνώριση πλασματικών ετών.

Η διαμόρφωση της αύξησης των συντελεστών αναπλήρωσης επίσης πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής σε όσους έχουν μη παράλληλη ασφάλιση σε δύο φορείς, στους οποίους θεμελιώνουν αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Στις περιπτώσεις αυτές πλέον η συμφέρουσα λύση δεν είναι οι δυο αυτοτελείς συντάξεις, όπου θα λάβουν μία εθνική και μία ανταποδοτική για την μία ασφάλιση και μόνο μία ανταποδοτική για την δεύτερη ασφάλιση. Και αυτό γιατί αν ζητηθεί σύνταξη με τον συνολικό χρόνο ασφάλισης, προφανώς θα έχουν υπολογισμό σύνταξης καλύτερο, αφού αυτή θα υπολογισθεί με συντελεστή αναπλήρωσης αθροιστικά υψηλότερο από τους δύο επιμέρους συντελεστές. Σε κάθε δε περίπτωση, θα χορηγηθεί και μια εθνική σύνταξη.

Το συμπέρασμα είναι ότι πριν την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ο κάθε ασφαλισμένος θα πρέπει να μελετά τα δεδομένα της ασφαλιστικής του περίπτωσης και να προχωρά σε διορθωτικές και βελτιωτικές κινήσεις ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή ωφέλεια με βάση το κοινωνικοασφαλιστικό του προφίλ», σημειώνει ο κ. Μπούρλος.