X.Τσιλιώτης-Συνταγματολόγος: «Νόμιμο δικαίωμα τους να επιλέξουν το “De Grecia” αφού αναγνωρίζουν το πολίτευμα της χώρας μας»

Δημοσιεύτηκε στις 20/12/2024 21:53

X.Τσιλιώτης-Συνταγματολόγος: «Νόμιμο δικαίωμα τους να επιλέξουν το “De Grecia” αφού αναγνωρίζουν το πολίτευμα της χώρας μας»

Ο κ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Χάρης Τσιλιώτης, αναφέρθηκε στον Politica 89.8 και τον Χρήστο Κώνστα, στην επιλογή της άλλοτε βασιλικής οικογένειας να προχωρήσει στην επιλογή ενός επωνύμου προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της απόκτησης ιθαγένειας και όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων πλέον που θα απορρέουν από αυτήν την επιλογή, σημειώνοντας πως: «Eίναι Νόμιμο δικαίωμα τους να επιλέξουν το “De Grecia” αφού αναγνωρίζουν το πολίτευμα της χώρας μας».

Για το πολίτευμα και το θέμα της Ιθαγένειας των μελών της Τέως Βασλικικής οικογένειας ο κ. Τσιλιώτης ανέφερε: «Έχουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8 ης Δεκεμβρίου 1974, το οποίο αποτελεί το μόνο γνήσιο, Δημοψήφισμα το οποίο έχει διεξαχθεί στην ιστορία μας, την συνταγματική και την πολιτική ιστορία, σχετικά με το πολιτειακό ζήτημα. Είναι ι ένα δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά από κανέναν και απόδειξη, ότι  μετά από αυτό το δημοψήφισμα, το οποίο έκρινε ότι η μορφή του πολιτεύματος πρέπει να είναι η αβασίλευτη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα του παραμένει αναλλοίωτο εδώ και 50 χρόνια, κάτι το οποίο είναι πρωτοφανές στην συνταγματική μας ιστορία. Είναι γνωστό, ιδιαίτερα κατά τον 20αιώνα, είχαμε δημοψηφίσματα υπέρ ή κατά της βασιλείας, το αποτέλεσμα των οποίων κρατούσε λίγα χρόνια και συνιστούσε την ανατροπή και την παλινόρθωση της μοναρχίας. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη τότε. Αυτό τι σημαίνει, σημαίνει, ότι, το πολίτευμα μας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, με τη μορφή, της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είναι ισχυρό και δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας σοβαρά. Για το θέμα του επωνύμου και της Ιθαγένειας των μελών της Τέως Βασλικικής οικογένειας, το ζήτημα ρυθμίζεται από το Νόμο. Έναν Νόμο, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, το 1994, ο Νόμος 2215 του 1994 με το άρθρο 6 παράγραφος 5 που αναφέρει τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζεται η Ιθαγένεια. Δεν αναφέρει προϋποθέσεις για αφαίρεση της Ιθαγένειας.  Με βάση το Νόμο λοιπόν, για να αναγνωριστεί η Ιθαγένεια και να αποκτήσουν τα έγγραφα τα οποία δείχνουν την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη τα μέλη πίστεως βασιλικής οικογένειας είναι να δηλωθεί ενώπιον του Ληξιάρχου Αθηνών ότι ρητά κι ανεπιφύλακτα σέβονται το Σύνταγμα αποδέχονται και αναγνωρίζουν το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1974, με το οποίο καθορίστηκε κατά τρόπο μη υποκείμενο σε αναθεώρηση και σε μεταβολή τη μορφή του πολιτεύματος. Η δεύτερη προϋπόθεση και συνέπεια της πρώτης, επίσης να δηλωθεί ρητά και ανεπιφύλακτα ενώπιον του ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις , οι οποίες συνδέονται με την κατά το παρελθόν άσκηση του πολιτειακού αξιώματος  ή την κατοχή οποιουδήποτε τίτλου. Και το τρίτον, εφόσον συμπεριληφθεί ή εγγραφής στα μητρώα αρρένων ή στα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους με όνομα επώνυμο και τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας αξιών. Αυτά λοιπόν τα εναπομείναντα μέλη πλέον τέως βασιλικής οικογένειας τα αναγνωρίζουν και τα αποδέχονται ρητά. Επομένως, δεν καταλαβαίνω ειλικρινά, όλη αυτή η συζήτηση. Τα παιδιά και τα εγγόνια, αποδέχονται αυτό το οποίο είναι το ιστορικό κεκτημένο από το 1974. Δεν καταλαβαίνω αυτή τη συζήτηση,  δεν καταλαβαίνω την όλη συζήτηση γύρω από την επιλογή του ονόματος.»

Για την επιλογή του ονόματος και για το τι ορίζει ο Νόμος, ο κ. Τσιλιώτης, σημειώνει: «Η επιλογή του ονόματος είναι θέμα δικό τους. Ο Νόμος, δεν μπορεί να επιβάλει επώνυμο σε κάποιον που λέει, ότι αυτό που έχει δεν είναι το επώνυμο του. Ο Νόμος δεν επιβάλλει σε κάποιον πως θα είναι το επώνυμο του, κακώς ο Νόμος περιγράφει και δίνει το επώνυμο Γλύξμπουργκ στον Τέως Βασιλέα ενώ ο ίδιος δεν είχε επώνυμο. Ωστόσο και αυτό δεν σημαίνει πως έτσι δεσμεύονται και οι απόγονοι του, εφόσον οι ίδιοι λένε ότι δεν είναι αυτό το επώνυμο τους. Δεν μπορεί ο Νόμος να επιβάλλει σε κάποιον ένα επώνυμο το οποίο κάποιος υποστηρίζει πως δεν είναι αυτό το επώνυμο του. Θα πρέπει να εφαρμοστεί ο Νόμος με βάση το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοκαθορισμού του κάθε ατόμου, το άρθρο 5, παράγραφος 1 του συντάγματος. Κι εδώ δεν τίθεται θέμα ότι δεν τηρείται το Σύνταγμα διότι τα μέλη της Τέως Βασιλικής Οικογένειας, δέχονται το πολίτευμα της χώρας και το δημοψήφισμα επομένως δεν τίθεται θέμα επιβολής επωνύμου επειδή το είχε αναφέρει τότε ο Νόμος.»

Για το τι αλλάζει με ην απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας για τα μέλη της άλλοτε βασιλικής οικογένειας ο κ. Τσιλιώτης απαντά: «Αυτό που αλλάζει, είναι νομικές συνέπειες. Τους αναγνωρίζεται η ελληνική Ιθαγένεια. Αποκτούν ταυτότητα διαβατήρια, όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την ταυτοπροσωπία τους. Καθίστανται με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις πολίτες της ελληνικής Πολιτείας. Έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, όπως έχει κάθε Έλληνας πολίτης, έχουν το δικαίωμα να ιδρύσουν ή να συμμετέχουν ως μέλη σε πολιτικό κόμμα.»

Για την ονοματολογία για την επιλογή στο Πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κ. Τσιλιώτης απαντά στο αν πρέπει να υπάρχει ένα εθιμικό δίκαιο, δηλαδή του όταν στα πράγματα βρίσκεται η δεξιά,  να προτείνεται ένα πρόσωπο που προέρχεται από το χώρο της κεντροαριστεράς ιδεολογικοπολιτικά και το αντίστροφο,  σημειώνοντας πως: «Δεν υπάρχει κάποιο εθιμικό δίκαιο. Τουλάχιστον από πλευράς Συνταγματικού δικαίου. Έχει δημιουργηθεί ωστόσο κάποια άτυπη παράδοση για να εξευμενιστούν οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Για την περίπτωση του κ. Στεφανόπουλου το 81 έγινε για να μην πάει η χώρα σε εκλογές και να αποδεχτεί την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, όχι η Νέα Δημοκρατία, αλλά η πολιτική άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Για αντίστοιχο λόγο έγινε η επιλογή Παπούλια από την κυβέρνηση Καραμανλή. Δεν έγινε όμως στη δεύτερη θητεία του κ. Παπούλια το 2009 -2010. Αν πει κανείς ότι η παράδοση πολιτικά είχε μια βάση πολιτική, προκειμένου να υπερψηφίζεται η Προεδρεία της Δημοκρατίας και να μην προκηρύσσονται εκλογές, πλέον με την αναθεώρηση του Νόμου το 2019 πλέον, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί, όχι μόνο με απόλυτη πλειοψηφία, του όλου αριθμού των βουλευτών αλλά και με σχετική πλειοψηφία. Επομένως, δεν τίθεται θέμα, πολιτικής συνέχισης αυτής της παράδοσης. Τώρα αν θέλει ο Πρωθυπουργός να κάνει κάτι τέτοιο, μπορεί να το κάνει αλλά δεν είναι υποχρεωτικό. Το Σύνταγμα καθορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστή του πολιτεύματος. Καλό θα είναι λοιπόν ως ΠτΔ, να είναι ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής,  ακόμα, όμως κι αν δεν είναι δεν σημαίνει πως δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του.»

Για ποιο λόγο δεν είναι υπέρ της επανεκλογής της κ. Σακελλαροπούλου, ο κ. Τσιλιώτης σημειώνει πως: «Δεν υπάρχει κάποιο νομικό ζήτημα. Επίσης, οι ενστάσεις που έχω δεν έχουν να κάνουν με το πρόσωπο της κ. Σακελλαροπούλου. Προσωπική μου άποψη, δεν στηρίζεται δηλαδή κάπου στο σύνταγμα αλλά θεωρώ εγώ προσωπικά, πως, δεν ενδείκνυται δικαστικοί λειτουργοί είτε εν ενεργεία είτε αφυπηρετήσαντες γιατί γίνεται συζήτηση για πρόσωπα όπως και για τον κ. Ράμμο και για άλλους, που και στην δουλεία τους ήταν όλοι άριστοι, να εκλέγονται ως ΠτΔ. Θεωρώ πως προσιδιάζει σε έναν δικαστή, ένας τέτοιος ρόλος. Άλλωστε, ο δικαστής, δεν λέω ότι δεν πρέπει να είναι πολίτης, αλλά  πρέπει να ελέγχει την εξουσία κι όχι να είναι κοντά στην πολιτική. Το αξίωμα του ΠτΔ, ωστόσο απαιτεί ζύμωση με την πολιτική. Γι αυτό πιστεύω πως πρέπει να είναι πολιτικό πρόσωπο και να γνωρίζει κι από Διεθνή θέματα πολιτικής ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο  δικαστής, εκ φύσεως της ιδιότητας του, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να έχει αυτή τη ζύμωση την πολιτική, που πρέπει να έχει ο ΠτΔ.»