Θ.Διαμαντόπουλος: «Δεν έχει πλέον το πολιτικό κεφάλαιο ο Μητσοτάκης για συνυποσχετικό στα Ελληνοτουρκικά παρότι το προσπαθεί – Να δείξουμε πραγματισμό όπως ο Ε.Βενιζέλος»

Δημοσιεύτηκε στις 22/11/2024 21:27

Θ.Διαμαντόπουλος: «Δεν έχει πλέον το πολιτικό κεφάλαιο ο Μητσοτάκης για συνυποσχετικό στα Ελληνοτουρκικά παρότι το προσπαθεί – Να δείξουμε πραγματισμό όπως ο Ε.Βενιζέλος»

Για το πολιτικό κεφάλαιο που δεν έχει πλέον ο κ. Μητσοτάκης για συνυποσχετικό στα Ελληνοτουρκικά παρότι το προσπαθεί αλλά και για τον πραγματισμό που πρέπει να δείξουμε προς αυτή την κατεύθυνση, μιμούμενοι τον κ. Βενιζέλο, μίλησε στον Politica 89.8 και τον Χρήστο Κώνστα, ο συγγραφέας και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης,  Θανάσης Διαμαντόπουλος.

Για το νυν πολιτικό σκηνικό στη χώρα, ο κ. Διαμαντόπουλος ανέφερε: «Είναι πρωτόγνωρο το πολιτικό σκηνικό στη χώρα, κι από τον αριθμό των ανεξάρτητων βουλευτών αλλά και το να χάσει το δεύτερο κόμμα την θέση του λόγω διαρροών. Κάτι τέτοιο είχε γίνει πριν από 110 χρόνια, ξανά στη χώρα μας, όταν το 1915 ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την Πρωθυπουργία το Φεβρουάριο κι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, όρισε Πρωθυπουργό τον Γούναρη, ο οποίος είχε μόνο έναν βουλευτή προσκείμενο τον Παναγή Τσαλδάρη, αλλά οι βουλευτές των άλλων αντιβενιζελικών κομμάτων, ελκυόμενοι από τον Γκουβέρνο, ελκυόμενοι από την πρωθυπουργία  και από το γεγονός, ότι ο βασιλιάς, έδειχνε την προτίμησή του για τον Γούναρη, να εκφράσει τον Αντιβενιζελικό πόλο προσχώρησαν μαζικά στο νεοσύστατο τότε κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη, το οποίο έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη βουλή, έναντι του κόμματος του Θεοτόκη που ήταν έως τότε το δεύτερο.»

Ο κ. Διαμαντόπουλος αναφέρθηκε στο βιβλίο του με τίτλο, «Ελευθέριος Βενιζέλος, Πλαστουργός Ιστορίας»  κι απάντησε στο αν βλέπει κοινά σημεία της τότε ιστορίας με το σήμερα σημειώνοντας πως: Όχι, θα έλεγα. Τότε ήταν μια περίοδος κοσμογονικών εξελίξεων, αλλεπάλληλων πολέμων, η οποία από ένα σημείο και πέρα, φορτίστηκαν με ακραία πάθη και κάθε παράταξη, δε είχε λόγους να θεωρεί την άλλη παράταξη,  παράταξη προδοτών. Εκείνη τη δύσκολη περίοδο ο καθένας, ένιωθε, ότι εκφράζει μονοπωλιακά το εθνικό συμφέρον, ανεξαρτήτως του πόση λαϊκή βούληση το έβλεπε και έναντι της υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος και κόντρα σε προδότες γιατί επαναλαμβάνω, η κάθε παράταξη αντιμετώπιζε την άλλη ως προδοτική, κι ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, να καταλύσουν κάθε όριο κρατικής κυριαρχίας, δημοκρατικών φραγμών, θεσμικών προβλέψεων. Τώρα, έχουμε εντάσεις, έχουμε εξάρσεις, έχουμε αμετροέπειες,  έχουμε δύσκολες στιγμές.

Για τον κ. Σαμαρά, που θα θεωρούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο Εθνικό μειοδότη, ο κ. Διαμαντόπουλος απάντησε: «Πάντα είχαμε μία φράξια ελληναράδων, ειδικά στην κυβερνητική παράταξη,  αλλά σκεφτόμουν γράφοντας το βιβλίο μου για τον ΕΛ. Βενιζέλο, ότι αν ο κ. Σαμαράς, το είχε διαβάσει, θα είχε πάρα πολλούς λόγους να θεωρεί εθνικό μειοδότη των Ελ. Βενιζέλο, για την προσφορά των 15 Καβάλας Σερρών και Δράμας στους Βούλγαρους έναντι αβέβαιης μελλοντικής αντιπαροχής την Μ. Ασία, για την συνθήκη των Μουδανιών με την οποία παρέδωσε στους συμμάχους για να δώσουν στον Κεμάλ την ανατολική θράκη, για την Συνθήκη της Λωζάνης, το 23 στο άρθρο 59 παράγραφος ένα, που αναγνώριζε πως η Ελλάδα έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου στη Μικρά Ασία το 1930, με τον Ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, όταν παραιτήθηκε κάθε αξίωσης αποζημίωσης για τις περιουσίες που είχαν  εγκαταλείψει οι πρόσφυγες και θεώρησαν ότι υπάρχει αμοιβαία απόσβεση, ε τις περιουσίες που είχα εγκαταλείψει στον ελλαδικό χώρο, οι Τούρκοι και Οθωμανοί που έφυγαν, οι οποίες όμως ήταν πάρα πολύ μικρότερες. Είμαι βέβαιος ο κύριος Σαμαράς, για όλους τους παραπάνω λόγους, που δεν νομίζω ότι έχει την πολιτικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου και την ικανότητα του να κάνει συμβιβασμούς προκειμένου να δει το δάσος κι όχι το δέντρο, θα τον είχε χαρακτηρίσει εθνικό μειοδότη. Η Δημοκρατία, όπως λέει κι ο κ. Βενιζέλος, είναι το πολίτευμα των βραχειών οριζόντων που έχει ορίζοντα τις επόμενες εκλογές και τον  καιροσκοπισμό επί του λαϊκού θυμικού. Το να διαλέγεται κάποιος, από την ιστορία  και να ελπίζει ότι στο βάθος η ιστορία θα τον δικαιώσει, είναι υπερβατικό. Ο κ. Βενιζέλος, είχε πολύ μεγάλες στιγμές, είχε και πολύ μικρές στιγμές, είχε στιγμές καιροσσκοπισμού, μικρό κομματικών βλέψεων, εμπάθειας κι απόλυτης υποδούλωσης,  στους ξένους παράγοντες με τους οποίους συμμαχούσε και στιγμές μεγαλείου,  έξαρσης αυτοθυσίας υπέρβασης. Ήταν μια ζώσα αντίφαση.»

Για το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας που υπέγραψε ο Ελ. Βενιζέλος τότε αλλά και για το αν η χώρα θα μπορούσε να συζητήσει ένα συνυποσχετικό για τα ελληνοτουρκικά, το επόμενο διάστημα ο κ. Διαμαντόπουλος απαντά: «Νομίζω, ο σημερινός Πρωθυπουργός που είναι εκ πλαγίου δισέγγονος του Ελευθερίου Βενιζέλου, έχει μελετήσει πολύ και την πολιτική φιλοσοφία και την πολιτική του συμπεριφορά και πράγματι αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον Χάρτη που δίνει πλήρη επήρεια και στα πιο μικρά ελληνικά νησιά και μετατρέπει όπως έχει πει κι η Ντ. Μπακογιάννη, το Αιγαίο σε Ελληνική θάλασσα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, πως αν θέλει να διασφαλίσει μια μακρά περίοδο ειρήνης, όπως διασφάλισε από το 1930 έως το 1955 ο προπάππους του Ελευθέριος Βενιζέλος, το διάστημα της 25ετιας που είδαμε μεγάλα ωφελήματα από τους Τούρκους θα πρέπει να δείξουμε ένα προγραμματισμό. Έτσι μπορούμε να πάμε σε μία περίοδο σταθερότητας, ευμάρειας που οι 2 χώρες και οι 2 κοινωνίες θα προοδεύουν, επενδύοντας  σε εθνικά έργα και όχι κάνοντας, επενδύσεις εξοπλισμού, αντιπαραγωγικές και ταυτόχρονα εξαιρετικά επικίνδυνες γιατί υπάρχει ο κίνδυνος ατυχήματος. Πρέπει η Ελλάδα, λοιπόν, αν θέλει να πάει σε κάτι τέτοιο, να δείξει έναν προγραμματισμό, να σκεφτούμε, το ενδεχόμενο κάποια μικρά νησιά, που είναι κολλημένα στην τουρκική ακτογραμμή και στην ουσία  αποτελούν μεταθαλάσσιες εξάρσεις του τουρκικού συμπαγούς όγκου, ότι δεν γίνεται να υπάρχει πλήρη επήρεια και να αποκλείουν τη γείτονά μας που επίσης έχει πάρα πολλά χιλιόμετρα από οποιαδήποτε δυνατότητα συμφερόντων ναυσιπλοΐας. Όλο αυτό, όμως είναι δύσκολο και χρειάζεται μια προετοιμασία. Η προετοιμασία αυτή νομίζω εντάχθηκε και σε παλαιότερη δήλωση του πρωθυπουργού που είπε ότι αντιλαμβάνομαι ότι και η Τουρκία έχει εύλογα συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο και την  Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά και η δήλωση του κ. Γεραπετρίτη, που είπε ότι και μειοδότη να με πουν, προκειμένου να εξυπηρετήσω το εθνικό συμφέρον. Θα το αποδεχόμουν. Αυτά, χρειάζονται μια προετοιμασία της κοινής γνώμης για μια συμβιβαστική διάθεση, βασιζόμενη στον διεθνοπολιτικό πραγματισμό. Φρόντισαν όμως ο Σαμαράς αλλά και το γενικότερα δεδομένα της πολιτικής ζωής με ένα σχεδόν 20% δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, να έχουνε ακυρώσει την όποια βούληση του Μητσοτάκη να πορευτεί προς την κατεύθυνση αυτή. Ο σημερινός Πρωθυπουργός, προσβλέπει σε μια  υψηλού εθνικού οφέλους, αγαθή συνύπαρξη με την Τουρκία αλλά και στις 2 όχθες του Αιγαίου δυστυχώς, υπάρχουν οι μαξιμαλιστές, οι εθνικιστές κι όλοι αυτοί που είναι έτοιμοι να  διαιωνίζουν μία κατάσταση με το όπλο επί σκοπών και θέλουν επικαλούμενοι υποτίθεται, το μονοπώλιο της εθνικοφροσύνης και της εθνικής ευαισθησίας να δυναμιτίζουν κάθε θεσμική θεμελίωση μιας μακροχρόνιας ηρεμίας στη σχέση των 2 κρατών.»

Για τα κυριαρχικά δικαιώματα που συμβάλλουν στο να υπάρχει αυτός ο μαξιμαλισμός και στο πως το ξεπερνά κανείς, ο κ. Διαμαντόπουλος απαντά:  «Κοιτάξτε το διεθνές δίκαιο, είναι άτι πολύ ρευστό και ερμηνεύσιμο από τους ισχυρισμούς δύναμης. Ας πούμε μπορεί να πει κάποιος, ότι το να έχουμε  10 μίλια εναέριου χώρου, όχι απλώς δεν εδράζεται σε κάποια συνθήκη, αλλά είναι αντίθετο προς την συνθήκη του Σικάγο, το 1944, την οποία έχει υπογράψει και καταστείλει εσωτερικίο δίκαιο η Ελλάδα που πρέπει να υπάρχει ταύτιση της Αιγιαλίτιδας ζώνης με τον εναέριο χώρο. Κατά δεύτερον, ήδη και στην οριοθέτηση που κάναμε την Ιταλία δεχτήκαμε κάποια νησιά  δυτικά της Πελοποννήσου, να έχουνε περιορισμένη επήρεια. Όλα αυτά δημιουργούν ένα προηγούμενο με βάση το οποίο συγκροτείται το Διεθνές δίκαιο μαζί και με τους ισχυρισμούς δύναμης, γιατί το Διεθνές δίκαιο, εξυπηρετεί 2 κατηγορίες κρατών, πρώτον τα κράτη που δεν είναι πολύ ισχυρά και δεύτερον τα κράτη που  τα κράτη που έχουν λόγο να μην είναι αναθεωρητικά. Η Ελλάδα έχοντας 5, 6 φορές επεκτείνει τα σύνορά της αφότου συγκροτήθηκε και ως εθνικό κράτος, πολλές από αυτές χωρίς καν πόλεμο, χωρίς να μετάσχει σε πόλεμο και μη έχοντας ουσιαστικά εδαφικές απώλειες, παρά μόνο ένα χωριουδάκι, μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 όταν οι Τούρκοι έδειξαν εξαιρετική μετριοπάθεια ως νικητές μολονότι για να αγοράσουν ειρήνη δεκάξι χρόνια πριν, το 1881 μας είχανε προσφέρει αυτοβούλως την Θεσσαλία και την Ήπειρο και δεν ήταν γιατί υπήρχε διεθνής πίεση, παρόλο που και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Αγγλίας, ήθελαν να γίνει αυτό. Αντ αυτού το 1897 κηρύξαμε τον πόλεμο και τον χάσαμε και για λόγους εποπτείας του ελληνικού εδάφους οι Τούρκοι μπήκαν σε ένα χωριουδάκι και πήραν προσκαίρως την Ανατολική Θράκη την οποία εντέλει χάσαμε με την συνθήκη των Μουδανιών. Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν έχει λόγο, λοιπόν, έχοντας, τόσα εδαφικά ωφελήματα τα 200 χρόνια του εθνικού της βίου να είναι αναθεωρητική. Και για να μην είσαι αναθεωρητής, πρέπει να επενδύεις στο διεθνές δίκαιο, προσαρμοσμένο όμως στον πραγματισμό, στα γεωπολιτικά δεδομένα, στα εύλογα και κατανοητά συμφέροντα του αντίπαλου μέρους, αυτό δεν γίνεται ακραία επεκτατικό .»

Για το πως διασφαλίζεται ότι η Τουρκία εκμεταλλευομένη τέτοιες καταστάσεις, δεν θα προχωρά ένα βήμα παραπέρα ο κ. Διαμαντόπουλος απαντά: «Ναι, κοιτάξτε αφότου γίναμε ελεύθερο κράτος, η Τουρκία δεν μας κήρυξε ποτέ πόλεμο. Γεγονός είναι ότι αν σκεφτείτε πως οι σχέσεις πληθυσμού το 1930 ήταν ένα προς 2, ήταν 8 εκατομμύρια Έλληνες, 15 εκατομμύρια Τούρκοι και τώρα 10 εκατομμύρια Έλληνες και 90 εκατομμύρια Τούρκοι. Αυτό δεν είναι  ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας, είναι η δημογραφική δυναμική που δημιουργεί κάποια ανησυχία, αλλά αυτό είναι θέμα  πώς θα αντιμετωπίζεις. Θα αντιμετωπίζεις με την ακαμψία που μπορεί να οδηγήσει σε εμπλοκές ή με μία διασφάλιση φιλικών σχέσεων και με εύλογες παραχωρήσεις  όχι εδαφών που κάθε Έλληνας κατάκτησε και πήρε αίμα, αλλά με παραχωρήσεις σε εναέριους χώρους, σε υποθαλάσσιες ζώνες, με συνεκμετάλλευση, με αναζήτηση ενός διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου που θα καθόριζε τα όρια της ΑΟΖ, της υφαλοκρηπίδας, όπου είναι κυριαρχικά δικαιώματα κι όχι εθνική κυριαρχία. Είναι θέμα πολιτικής φιλοσοφίας. Το μακροχρόνια βέβαια, δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς, όμως αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά πατριώτες, αντί να είμαστε αδιάλλακτοι, θα έπρεπε να βρούμε μια σοβαρή δημογραφική πολιτική γιατί με 1.1 παιδί που κάνει μια ελληνική οικογένεια, άλληλοεξοντονόμαστε μόνοι μας χωρίς να χρειαζόμαστε την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.»

Για το αν είμαστε κοντά στην επισημοποίηση της προσπάθειας για λύση στα ελληνοτουρκικά με αυτήν την κυβέρνηση κι από αυτόν τον Πρωθυπουργό, ο κ. Διαμαντόπουλος απαντά: «Νομίζω, απέχουμε αρκετά από κάτι τέτοιο, δεν έχει πλέον πολιτικό κεφάλαιο ο Πρωθυπουργός. Με ποσοστό, 28% στις ευρωεκλογές και με τις δημοσκοπήσεις λίγο πάνω από το 28, αλλά λίγο κάτω από το 30, με 20% περίπου δεξιότερα του με μία πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας που διαφωνεί και με τον κ. Σαμαρά που ίσως απευθύνει κάλεσμα σε στελέχη της κάνοντας ένα προσωπαγές κόμμα ενδεχομένως. Με όλα αυτά τα δεδομένα  και με διεθνείς τριγμούς, δεν νομίζω ότι θα βρει το θάρρος το πολιτικό για να πάει σε κάποιο συνυποσχετικό.»

Ο κ. Διαμαντόπουλος, αναφέρθηκε και στην εικόνα που παρουσιάζει η αντιπολίτευση σημειώνοντας πως: Πολλοί είχαν  σπεύσει να προεξοφλήσουν ότι το ΠΑΣΟΚ, είχε κλείσει τον πολιτικό του κύκλο. Αποδεικνύεται πως παρόλο που κάποια στιγμή και η Νέα Δημοκρατία είχε πέσει στο 18% και το ΠΑΣΟΚ στο 4% πως αυτά τα κόμματα έχουν βαθιά ερείσματα στην κοινωνία και πέραν της κρίσης, που βιώσαν μπορούν να αποτελούν τους προεξάρχοντάς πόλους της Ελληνικής πολιτικής. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ,  φάνηκε ως ένα προϊόν συγκυρίας κι οργής μιας εξαιρετικά κακομαθημένης κοινωνίας, ς, η οποία έχει εμποδίσει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διανεμίζοντας το νομοσχέδιο Γιαννίτση για εξυγίανση του  του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία είδε ξαφνικά να καταρρέουν, οι βεβαιότητες της, κι ο ευδαιμονισμός της και η  ευμάρεια της κι ήταν έτοιμοι τιμωρητικά να στραφούν στον οποιονδήποτε. Απλώς οι Έλληνες αριστεροί δεν έχουνε κουλτούρα κυβερνητική, έχουνε κουλτούρα καταγγελτική και όταν βρέθηκαν να κυβερνήσουν έστω και αν έγιναν βήματα και προσαρμογές προς τον πραγματισμό τις οποίες  όμως  τις προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό ο Αλέξης Τσίπρας, μη ακολουθούμενος από το κόμμα του, καθώς δεν βρήκε την πολιτική στήριξη όταν την αναζήτησε, γεγονός το οποίο και μας οδήγησε σήμερα στο επίσης πρωτοφανές, να έχουμε από τον άλλοτε ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, 7 διαφορετικά κόμματα. Νομίζω, ο μεν Κασσελάκης, θα κάνει ένα προσωποπαγές κόμμα, που θα επιβιώνει με ένα μονοψήφιο ποσοστό, οι δε άλλοι σιγά σιγά θα εκφυλίζονται και εάν όπως πιθανολογώ εκλεγεί στον ΣΥΡΙΖΑ κι ο κ. Πολλάκης, ο ΣΥΡΙΖΑ, θα γίνει ακόμα πιο καταγγελτικός και θα συναγωνίζεται με το κόμμα της κ. Κωνσταντόπουλου για το ποιος είναι πιο καταγγελτικός. Το ΠΑΣΟΚ με τον κ. Ανδρουλάκη, έχει αποκτήσει περαιτέρω πολιτικό μέγεθος, έχει κάνει και κάποιες αλλαγές που έχουν συσπειρώσει περισσότερο τον κόσμο, ωστόσο νομίζω πως ενώ είναι τρομακτικά ικανός στα οργανωτικά του κόμματος, δεν νομίζω ότι θα αποκτήσει χαρακτηριστικά πρωθυπουργησιμότητας. Μπορεί να το κάνει ίσως, αλλά θα χρειαστεί αρκετός χρόνος.»