Ι. Ανυφαντάκης: Η καραντίνα μας φέρνει στα όριά μας και πρέπει να εξαλείψουμε την βία
Στις μορφές ενδοοικογενειακής βίας αλλά και της καταδίκης της από όπου κι αν προέρχεται αναφέρθηκε ο ψυχολόγος Γιάννης Ανυφαντάκης με αφορμή και τη προχθεσινή Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, μιλώντας στον Politica 89,8 και τον Νίκο Παπαδάκη.
Η Βία μέσα στην οικογένεια μπορεί να εμφανίζεται με μορφές όπως είναι η ψυχολογική βία, η οικονομική εκμετάλλευση, η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση, τόνισε ο κ. Ανυφαντάκης συμπληρώνοντας πως στο διάστημα της καραντίνας που τα ζευγάρια περνούν περισσότερο χρόνο μαζί είναι λογικό με βάση τα βιώματα και τις συμπεριφορές του καθενός, να υπάρχουν συχνά συγκρούσεις που μπορούν να συμβάλλουν και στην ένταση και αύξηση των περιστατικών βίας.
Μεταξύ άλλων ο κ. Ανυφαντάκης επεσήμανε πως σε πολλές περιπτώσεις, οι γυναίκες μέχρι να ζητήσουν βοήθεια έχουν υποστεί επανειλλειμένα βία και έχουν φτάσει σε σημείο να φοβηθούν για τη ζωή τους.
Μάλιστα, υπογράμμισε πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι περισσότερες καταγγελίες γίνονται στην Σουηδία, όχι γιατί εκεί οι άνθρωποι είναι πιο βίαιοι, αλλά γιατί οι γυναίκες γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους. Η βία κατά των γυναικών δεν συναντάται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον αλλά και στο εργασιακό, όπου παίρνει τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, της ταπείνωσης και του περιορισμού. Πολλοί ειδικοί καταχωρούν και νέες μορφές βίας κατά των γυναικών που έχουν να κάνουν με τον κυβερνοχώρο. Αυτές διαχωρίζονται σε διαδικτυακή παρακολούθηση, διαδικτυακή παρενόχληση και μη συνεναιτική πορνογραφία.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με απόφασή της στις 17 Δεκεμβρίου 1999, ανακήρυξε την 25η Νοεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών για να αναδείξει ένα σημαντικό πρόβλημα με παγκόσμια διάσταση. Η Ημέρα αυτή είχε καθιερωθεί ήδη από το 1981 από γυναικείες οργανώσεις, σε ανάμνηση της φρικτής δολοφονίας των τριών αδελφών Μιραμπάλ, πολιτικών αγωνιστριών από την Δομινικανή Δημοκρατία, με διαταγή του δικτάτορα Τρουχίλο στις 25 Νοεμβρίου 1960.
Η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών αποτελεί σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνιστά εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε επικυριαρχία και διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην παρακώλυση της πλήρους προόδου των γυναικών. Αποτελεί επίσης έναν από τους ζωτικής σημασίας κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με τους άνδρες.
Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA,2014), περίπου 13 εκατομμύρια γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) έχουν πέσει θύματα σωματικής βίας, ήτοι ποσοστό 7% των γυναικών ηλικίας 18–74 ετών, 3,7 περίπου εκατομμύρια γυναίκες έχουν υποστεί σεξουαλική βία ήτοι ποσοστό 2% των γυναικών ηλικίας 18–74 ετών. Μία στις 20 γυναίκες (5%) έχει πέσει θύμα βιασμού από την ηλικία των 15 ετών και άνω και 18% των γυναικών έχουν πέσει θύματα εξακολουθητικής παρενόχλησης από την ηλικία των 15 ετών και άνω. Επίσης, περίπου το 12% των γυναικών έχουν βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής κακοποίησης ή κάποιο συναφές περιστατικό από κάποιον ενήλικα πριν από την ηλικία των 15 ετών. Και τέλος, το ήμισυ όλων των γυναικών στην ΕΕ (53%) αυτοπεριορίζουν τις μετακινήσεις τους στον δημόσιο χώρο από φόβο μήπως υποστούν σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση.
Την πρώτη περίοδο της πανδημίας του Covid-19, η βία κατά των γυναικών χαρακτηρίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως η «σκιώδης πανδημία». Η πρόεδρος της GREVIO 3, Marceline Naudi σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι «για πολλές γυναίκες και παιδιά, το σπίτι δεν είναι ένα ασφαλές μέρος», δεδομένου ότι οι πολιτικές απομόνωσης και περιορισμού που εφαρμόστηκαν από τα κράτη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διάδοση του κορωνοϊού, για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είχε ως συνέπεια την περαιτέρω αύξηση του κινδύνου και την έκθεσή τους σε όλες τις μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας λόγω του περιορισμού της μετακίνησής τους και της συγκατοίκησης συνεχώς με τον κακοποιητή τους. Ο κίνδυνος αυτός υπήρξε ακόμη μεγαλύτερος για γυναίκες και κορίτσια ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως για παράδειγμα οι γυναίκες πρόσφυγες και αιτούσες άσυλο, μετανάστριες, γυναίκες με αναπηρία, ηλικιωμένες γυναίκες κ.α. Πηγή: https://www.sansimera.gr
Τον τελευταίο χρόνο περίπου τέσσερις χιλιάδες οχτακόσιες εβδομήντα δύο γυναίκες σε όλη την Ελλάδα βρήκαν το κουράγιο να καταγγείλουν πως έπεσαν θύματα βίας, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων συγκεντρώνει τα στοιχεία και τα παρουσιάζει στην Πρώτη Ετήσια Έκθεση για τη Βία κατά των Γυναικών. Κατά την Γενική Γραμματέα Μαρία Συρυγγέλα «Είναι ένα οριζόντιο πρόβλημα» και «Μπορεί καμιά φορά να νομίζουμε ότι αυτό το πρόβλημα αφορά γυναίκες από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Δεν ισχύει. Δεν έχει ταξικούς περιορισμούς, ούτε μορφωτικούς περιορισμούς».
Στην Ελλάδα, το διάστημα της πρώτης καραντίνας οι κλήσεις προς την Τηλεφωνική Γραμμή Υποστήριξης SOS 15900, αυξήθηκαν κατά 230%. Οι ειδικοί ήξεραν ότι τα περιστατικά βίας αυξάνονται όταν τα ζευγάρια περνούν περισσότερο χρόνο μαζί, ενώ κατά την ψυχολόγο του Ξενώνα Φιλοξενίας Γυναικών δήμου Αγρινίου, Νατάσα Μακρυδήμα «Τις νύχτες και τις αργίες γίνονται συνήθως τα περισσότερα περιστατικά».
Στο διάστημα της καραντίνας μάλιστα σε όλες τις περιφερειακές ενότητες, ξενοδοχεία αποτέλεσαν έκτακτα καταλύματα. Αυτό συνέβη προκειμένου οι γυναίκες και τα παιδιά τους να ολοκληρώσουν τις ιατρικές εξετάσεις που απαιτούνται για να μπουν σε έναν από τους είκοσι ξενώνες, οι οποίοι λειτουργούν υπό την αιγίδα του κράτους.
Σύμφωνα με το καταστατικό, οι κακοποιημένες γυναίκες με τα παιδιά τους μπορούν να μείνουν εκεί τρεις έως έξι μήνες. Αν υπάρχει ανάγκη και παραπάνω. «Στην αρχή ήταν το ίδρυμα. Τώρα είναι το σπίτι μας. Και το ακούω από τα παιδιά που μένουν εδώ. Λένε πάμε σπίτι μας, είμαστε σπίτι μας» περιγράφει η Ν. Μακρυδήμα.
Οι ασχολίες είναι παρόμοιες με αυτές ενός σπιτιού. Τα παιδιά όταν γυρίζουν από το σχολείο διαβάζουν και παίζουν. Οι γυναίκες ασχολούνται με την φροντίδα του ξενώνα, την μαγειρική και την ανάγνωση. Παράλληλα, ασχολούνται με την ψυχική τους ενδυνάμωση με τη βοήθεια ψυχολόγων, παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών.
Επίσης, σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο και διδάκτωρα της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Άννα Κανδαράκη, «Αυτές οι γυναίκες, υποτιμούν πάρα πολύ το γεγονός. Το υποβαθμίζουν. Λένε ένα χαστούκι ήταν, δεν γίνεται συχνά». «Από πίσω υπάρχει ένα κομμάτι ενοχής, ότι με κάποιον τρόπο αυτές το προκαλούν. Η βαθύτερή τους πεποίθηση, ακόμα και αν δεν λέγεται, είναι ότι σε όλες τις σχέσεις υπάρχει βία», συμπληρώνει η ειδικός που έχει συντελέσει στην θεραπεία κακοποιημένων γυναικών στο Παρίσι.
Τόσο η κλινική εμπειρία, όσο και η βιβλιογραφία, δείχνουν ότι αυτές οι γυναίκες μέχρι να ζητήσουν βοήθεια έχουν υποστεί επανειλειμμένως βία και έχουν φτάσει σε σημείο να φοβηθούν για τη ζωή τους. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι περισσότερες καταγγελίες γίνονται στην Σουηδία. Όχι γιατί εκεί οι άνθρωποι είναι πιο βίαιοι, αλλά γιατί οι γυναίκες γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους.
Η βία κατά των γυναικών δεν συναντάται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον αλλά και στο εργασιακό, όπου παίρνει τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, της ταπείνωσης και του περιορισμού. Οι ειδικοί καταχωρούν και νέες μορφές βίας κατά των γυναικών που έχουν να κάνουν με τον κυβερνοχώρο. Αυτές διαχωρίζονται σε διαδικτυακή παρακολούθηση, διαδικτυακή παρενόχληση και μη συναινετική πορνογραφία.
Ακούστε τον κ. Ανυφαντάκη: