Αγαθή Δημητρούκα: Στιχουργός και ποιήτρια του έρωτα

Δημοσιεύτηκε στις 01/07/2019 11:20

Αγαθή Δημητρούκα: Στιχουργός και ποιήτρια του έρωτα

Καθιερωμένη στιχουργός, μεταφράστρια από τα ισπανικά και συγγραφέας βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας, που ξεκίνησε μαθητεύοντας στην ποίηση του Νίκου Γκάτσου, η Δημητρούκα άρχισε να γράφει στίχους για τον Μάνο Χατζιδάκι, για να συνεργαστεί εν συνεχεία με έναν μεγάλο αριθμό συνθετών.

«Κήπος με γιασεμάκια ο ουρανός» είναι ο τίτλος του βιβλίου της Αγαθής Δημητρούκα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, συγκεντρώνοντας στις σελίδες του όχι μόνο την πολυετή στιχουργική της δουλειά, αλλά και ποιήματά της από το 1977 μέχρι σήμερα. Καθιερωμένη στιχουργός, μεταφράστρια από τα ισπανικά και συγγραφέας βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας, που ξεκίνησε μαθητεύοντας στην ποίηση του Νίκου Γκάτσου, η Δημητρούκα άρχισε να γράφει στίχους για τον Μάνο Χατζιδάκι, για να συνεργαστεί εν συνεχεία με έναν μεγάλο αριθμό συνθετών.

Το πρώτο πράγμα που νιώθει κανείς ξεφυλλίζοντας το βιβλίο είναι να τον πιάνει από παντού ο έρωτας: ο έρωτας σε όλες του τις μορφές και με όλα του τα αισθήματα – πάθος, χαρά, ξεσηκωμό, απελπισία, απόγνωση, όπως και ακατάβλητη, θεληματική δράση ή αμείωτη απαντοχή. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ανθολογία της «Χίλιες ερωτικές στιγμές στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα», που κυκλοφόρησε το 2016 (επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη), η Δημητρούκα παρατηρούσε πως ο έρωτας στο έργο του μεγάλου ισπανού λυρικού αποτελεί συνδυασμό της χαράς με τη μελαγχολία, αφού πρέπει μονίμως να εκφράζει το ανεκπλήρωτο. Ο έρωτας, ωστόσο, στον Λόρκα είναι ταυτισμένος και με τον αισθησιασμό: με έναν ακατάβλητο πόθο της σάρκας για τη σάρκα, μακριά από την οποιαδήποτε χυδαιότητα. Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν και για τους στίχους ή τα ποιήματα της Δημητρούκα, που είναι έντονα επηρεασμένη όχι μόνο από τον Λόρκα, αλλά και από τον Γκάτσο, σταθερό θαυμαστή και μεταφραστή του, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να διαμορφωθεί και η ίδια τόσο ως στιχουργός και μεταφράστρια όσο και ως ποιήτρια.

Η Δημητρούκα δεν παραγνωρίζει και δεν παρακάμπτει ποτέ τις οφειλές της στον Γκάτσο, αλλά η στιχουργική και ποιητική της πορεία έχει τον δικό της τόνο και φέρει, εδώ και πολλά χρόνια, την προσωπική της σφραγίδα. Ποια ακριβώς είναι, όμως, η εικόνα του έρωτα που ξεπηδά από το βιβλίο της; Όπως κι αν το δούμε, όπως κι αν το σκεφτούμε, το στοιχείο που κυριαρχεί πριν και πάνω απ’ όλα είναι η μεγαλοσύνη και το πέταγμά του πάνω και πέρα από την τύρβη της καθημερινότητας: «Το βιαστικό το δρόμο ζητάς, / την άγρια να βρεις τη δόξα / κι ένα κερί στα χέρια κρατάς / που σ’ έχει γεμίσει φως. / Αν μ’ αγαπάς, αν μ’ αγαπάς, / μην ξεκινάς ακόμα, / ο δρόμος αυτός μάθε το πως / είναι πολεμικός. / Οι νικητές τραβάνε μπροστά/ και πίσω οι πιστοί κι οι σκλάβοι, / όσα ο Θεός σ’ εμάς τα χρωστά / τα δίνει στους δυνατούς». Βέβαια, στον έρωτα δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι και όλες οι μάχες δίνονται για να χαθούν και μαζί να κερδηθούν – μέχρι την ώρα που οι εραστές θα έχουν κατοικήσει εξ ολοκλήρου ο ένας εντός του άλλου, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ή να κατακτήσουν το απόλυτο: τη μείζονα απώλεια ή την ουράνια κερδοφορία.

Επιλέγοντας ποικίλες μορφές ομοιοκαταληξίας για τους στίχους των τραγουδιών και των ποιημάτων της (στίχοι στους οποίους μπορούμε να εντοπίσουμε κι ένα διακριτικά υπερρεαλιστικό στοιχείο), η Δημητρούκα συσχετίζει συχνά τις ερωτικές της ιστορίες με ένα ταξίδι: ένα μακρύ ταξίδι στο παραμύθι, στους αρχαίους μύθους, στο παραδοσιακό τραγούδι ή στο νεώτερο θέατρο. Μια συναρπαστική περιήγηση σε φωνές από όλο τον κόσμο και σε κουλτούρες που παρά την πολυμέρεια ή τη διαφορετικότητά τους, δεν παύουν ούτε στιγμή να συγκλίνουν προς την ενοποιητική δύναμη και ορμή του έρωτα, τη βάση που φέρνει κοντά τους ανθρώπους, για να τους κάνει ένα, όπου κι αν ανήκουν, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Και δίπλα στον έρωτα δεν μπορούμε παρά να συναντήσουμε τον δίδυμο αδελφό του, που είναι ο θάνατος. Κι αν ακολουθήσουμε τους σκοτεινούς δρόμους του θανάτου, τις λεωφόρους ή τα μονοπάτια της ματαιότητας και του πένθους, θα βγούμε πάλι στο άσβηστο καμίνι το οποίο είναι η ζωή, βλέποντάς την να φτάνει στο τέλος και να ξεκινάει ξανά από την αρχή, σε έναν ατέρμονο κύκλο βαθμιαίας, αναπότρεπτης φθοράς και εκ βάθρων αναγέννησης: «Μα εγώ αρνούμαι να σε προσκυνήσω / σαν παλιό βωμό. / Το σώμα σου θέλω πάλι να το ζήσω, / το θέλω ζωντανό. / Μ’ εννιά χορδές θα σε τραβήξω, / μ’ εννιά χορδές στον ουρανό. / Πάνω πάνω θα σε τραβήξω, / πάνω πάνω να σε χαρώ, / πάνω πάνω θα σε τραβήξω / πάνω πάνω στον ουρανό, / ν’ αναστηθείς σαν άστρο πρωινό».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ