Ερώτηση προς τον Υπουργό Υγείας με θέμα: Για τα προβλήματα με τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση κλινικών του ΠΑΓΝΗ και τη χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό ανάπτυξη της ΜΕΘ, κατέθεσαν βουλευτές του ΚΚΕ με πρώτο υπογράφοντα τον Μανώλη Συντυχάκη.
Αναλυτικά η ερώτηση:
Εργαζόμενοι και ασθενείς στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ηρακλείου (ΠΑΓΝΗ) έρχονται αντιμέτωποι με οξύ τρόπο με τα σοβαρά διαχρονικά προβλήματα, ως αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης της δημόσιας δωρεάν Υγείας από τις κυβερνήσεις. Ειδικότερα, στις πρόσφατες συγχωνεύσεις κλινικών του ΠΑΓΝΗ, με αφορμή την πανδημία, έρχεται να προστεθεί η επέκταση κρεβατιών ΜΕΘ, ως αξιοποίηση δωρεάς, στον ήδη λειτουργούντα χώρο του αιμοδυναμικού εργαστήριου της καρδιοχειρουργικής κλινικής και της Μονάδας Εντατικής Παρακολούθησης Καρδιοπαθών (ΜΕΠΚ).
Η συγκεκριμένη ανάπτυξη της ΜΕΘ, γίνεται με αποσπασματικό τρόπο, καθώς δε συνάδει με τα επιστημονικά κριτήρια για τη χωροθέτηση και ανάπτυξη των κλινικών. Προκαλεί την περαιτέρω δυσλειτουργία του νοσοκομείου, στριμώχνοντας στην κυριολεξία στον ίδιο χώρο μονάδες που είναι δύσκολο να συνυπάρξουν, με συνέπεια νέα προβλήματα και κινδύνους για την ασφαλή περίθαλψη των ασθενών. Συρρικνώνονται οι χώροι που διαθέτει η Καρδιολογική, με σοβαρό κίνδυνο περιορισμού των δραστηριοτήτων της και μάλιστα στην κρίσιμη μονάδα στεφανιαίας και εμφραγμάτων.
Χαρακτηριστικό είναι πως για αυτή την προσθήκη κλινών της ΜΕΘ δεν ακολουθήθηκε –όπως είναι επιβεβλημένο- εισήγηση αρμόδιου επιστημονικού οργάνου, που να έχει την ευθύνη πιστοποίησης της κάλυψης των επιστημονικών κριτηρίων ασφαλείας. Η παραγνώριση των επιστημονικών κριτηρίων συνδέεται και με το γεγονός της ανάπτυξης των κλινών ΜΕΘ, με όρους επιθυμιών των επιχειρηματιών -«χορηγών» και όχι επιστημονικούς.
Επιπλέον, το άνοιγμα κλινών ΜΕΘ γίνεται χωρίς το απαραίτητο προσωπικό με την απαιτούμενη εκπαίδευση και εξοπλισμό, χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας για ασθενείς και εργαζόμενους. Μόνο η ΜΕΘ, η Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) και η ΜΕΠΚ χρειάζονται πάνω από 70 προσλήψεις νοσηλευτών για να λειτουργήσουν.
Ο παραπάνω σχεδιασμός κυβέρνησης – 7ης ΥΠΕ, χωρίς την τήρηση κριτηρίων ασφάλειας και επιστημονικών διαδικασιών, αποτελεί τρανταχτή απόδειξη για την έλλειψη σύγχρονου σχεδιασμού για την ανάπτυξη του νοσοκομείου, με επαρκή στελέχωση και υλικοτεχνική υποδομή, με κριτήριο την πλήρη κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Εντάσσεται στην προσπάθεια της κυβέρνησης, πάνω στην πολιτική που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, να δημιουργήσει μία επίπλαστη εικόνα ετοιμότητας και να εξοικονομήσει πόρους, αντιμετωπίζοντας τις χρόνιες ελλείψεις (προσωπικό, χρόνια χωροταξικά προβλήματα στο ΠΑΓΝΗ με μετακινήσεις, ανακατατάξεις και συγχωνεύσεις), με ευκαιριακές λύσεις, χωρίς να αυξηθεί η κρατική χρηματοδότηση για την ουσιαστική ενίσχυση του νοσοκομείου με μόνιμο προσωπικό και νέες υποδομές, ιδιαίτερα σε καιρό πανδημίας και με το άνοιγμα της τουριστικής σεζόν.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. Υπουργός, τι μέτρα θα πάρει :
• Για πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση για πρόσληψη του απαιτούμενου μόνιμου προσωπικού, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση το ενιαίο πλαίσιο λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων, με ένταξη στον οργανισμό του νοσοκομείου των απαιτούμενων νέων οργανικών θέσεων, για υλικά και συντήρηση μηχανημάτων και για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων που προκύπτουν από την ανάπτυξη κρεβατιών ΜΕΘ
• Για την ανάπτυξη των μέχρι τώρα κλειστών κρεβατιών ΜΕΘ, τη δημιουργία μονάδας αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ) και τμημάτων ημερήσιας νοσηλείας για στεφανιογραφίες, με ταυτόχρονη στελέχωσή τους με το απαραίτητο μόνιμο προσωπικό και σε κατάλληλους χώρους, σύμφωνα με τα επιστημονικά κριτήρια, χωρίς την επιβάρυνση άλλων κλινικών, για την καλύτερη υγειονομική κάλυψη του νησιού.
• Για τη διαμόρφωση των αναγκαίων χώρων, ώστε η αύξηση κρεβατιών ΜΕΘ να μην υποβαθμίζει καμιά άλλη δραστηριότητα νοσοκομειακή.
• Να σταματήσουν οι συγχωνεύσεις κλινικών και να επανέλθουν στην κανονική τους λειτουργία, σε κατάλληλους χώρους με αριθμό κλινών νοσηλείας τουλάχιστον ίσο με αυτόν που διέθεταν πριν την πανδημία.
• Να προσληφθεί το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό για τη στελέχωση όλων των κλινικών του νοσοκομείου, με αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης, ώστε να σταματήσουν οι μετακινήσεις εργαζομένων μεταξύ τμημάτων και δομών και να εξασφαλιστεί η πραγματική ενίσχυση του νοσοκομείου, προκειμένου να είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να καλύπτει τις ανάγκες σε περίθαλψη στο επίπεδο των εξελίξεων της επιστήμης και αναγκών του πληθυσμού.