Αναλυτικά οι κλάδοι
Ο κλάδος των Τροφίμων και Ποτών, ο οποίος αποτελεί το 59,2% του συνόλου των Κρητικών εξαγωγών με 216,2 εκ. ευρώ, παρουσιάζει μείωση ίση με 50,3%. Ο κλάδος των Χημικών & Πλαστικών έρχεται δεύτερος, με μερίδιο 24,5% επί του συνόλου των εξαγωγών της Κρήτης και μείωση της τάξεως του 3,6%. Ακολουθούν οι κλάδοι της Κλωστοϋφαντουργίας & Ένδυσης (μερίδιο 8,8% και μείωση 9,3%), των Μηχανών & Συσκευών (μερίδιο 3,2% και αύξηση 77%) και με μικρότερα μερίδια τα Μέταλλα & κατασκευές, τα Δομικά Υλικά και τα λοιπά βιομηχανικά προϊόντα.
Τρόφιμα & Ποτά
Στον αγροδιατροφικό τομέα, το ελαιόλαδο έφτασε τα 139,1 εκ. ευρώ, καταλαμβάνοντας το 38,1% του συνόλου των κρητικών εξαγόμενων προϊόντων και το 64,3% στην κατηγορία των Τροφίμων & Ποτών, με μείωση 58,9% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Τα Κηπευτικά έφτασαν τα 19,8 εκ. ευρώ με μείωση 22,9%, τα Ψάρια & Θαλασσινά τα 6,9 εκ. ευρώ και αύξηση 3% και η κατηγορία των Αρτοποιημάτων – Γλυκών – Ζαχαρωδών προϊόντων τα 6,7 εκ. ευρώ με αύξηση 3,1%. Με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν τα Φρούτα & Καρποί, η κατηγορία Νερών – Αναψυκτικών – Χυμών, το Κρασί, τα Γαλακτοκομικά και το Μέλι.
Βιομηχανία
Από τα προϊόντα εκτός αγροδιατροφικού τομέα, το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνει ο κλάδος των Χημικών & Πλαστικών (μερίδιο 24,5% στο σύνολο των Κρητικών εξαγωγών), με κυριότερα προϊόντα τις πλαστικές μεμβράνες και τα πλαστικά φύλλα, τα είδη συσκευασίας από πλαστικές ύλες, τις χρωστικές ύλες κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι επίσης η εξαγωγή διχτυών αγροτικής χρήσης και σάκων συσκευασίας.
Οι αγορές
Σχετικά με τις αγορές, οι κυριότεροι προορισμοί των κρητικών προϊόντων είναι η Ιταλία (68 εκ. ευρώ και μερίδιο 18,6%), η Γερμανία (67 εκ. ευρώ και μερίδιο 18,3%), η Γαλλία (24,1 εκ. ευρώ, μερίδιο 6,6%), η Πολωνία (18,4 εκ. ευρώ, μερίδιο 5%) και η Ολλανδία (17,3 εκ. ευρώ και μερίδιο 4,7%). Τη δεκάδα των κυριότερων αγοραστών κλείνουν οι Η.Π.Α., η Κύπρος, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Αυστρία.
Αξίζει να αναφερθεί πως οι συνολικές εξαγωγές προς Ιταλία κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2024 κατέγραψαν μείωση 72,9% σε αξία και 82,1% σε ποσότητα, φτάνοντας τα 68 εκ. ευρώ και τους 10.834 τόνους, έναντι των 251,2 εκ. ευρώ και 60.570 τόνων το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, έλλειμα που οφείλεται κυρίως στην εξαγωγή ελαιολάδου.
Για τον κλάδο των Τροφίμων & Ποτών, τους κυριότερους αγοραστές αποτελούν η Ιταλία, με τις εξαγωγές να φτάνουν τα 59,1 εκ. ευρώ, η Γερμανία με 50,3 εκ. ευρώ, η Πολωνία με 11,4 εκ. ευρώ, η Ισπανία με 9,7 29,3 εκ. ευρώ και η Αυστρία με 9,1 εκ. ευρώ.
Στις αγορές του κρητικού ελαιολάδου πρώτη έρχεται η Ιταλία με 57,8 εκ. ευρώ, δεύτερη η Γερμανία με 36,8 εκ. ευρώ και ακολουθούν η Ισπανία, οι Η.Π.Α. και η Γαλλία.
Ο Πρόεδρος του ΣΕΚ, κ. Αλκιβιάδης Καλαμπόκης, δήλωσε: «Η μείωση που παρατηρείται στις εξαγωγές της Κρήτης κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2024 ήταν απόλυτα αναμενόμενη και είχε προβλεφθεί από τις αρχές του έτους. Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν, η παραγωγή ελαιολάδου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία των εξαγωγών της Κρήτης και η οποιαδήποτε διακύμανση σε αυτή, προκαλεί αντίστοιχες διακυμάνσεις στο σύνολο των εξαγωγών. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και καύσωνα, αλλά και τα φυτοϋγειονομικά προβλήματα, έπληξαν τις καλλιέργειες και οδήγησαν στην τεράστια μείωση που παρατηρούμε στις εξαγωγές της Κρήτης».
«Το 2023, το οποίο αποτέλεσε διαχρονικά έτος – ρεκόρ για τις Κρητικές εξαγωγές που έφτασαν τα 885,6 εκ. ευρώ λόγω των πολύ υψηλών τιμών στο ελαιόλαδο, θα πρέπει να εξετάζεται ως μία εξαίρεση στην πορεία των εξαγωγών της Κρήτης. Ως βάση αναφοράς μας θα πρέπει να είναι το 2022, μία χρονιά που όλα λειτούργησαν υπό κανονικές συνθήκες και έκλεισε με τις εξαγωγές να φτάνουν τα 682,1 εκ. ευρώ, που ήταν ρεκόρ μέχρι τότε», συνεχίζει ο κ. Καλαμπόκης, για να καταλήξει: «Όπως διαχρονικά τονίζουμε, η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης είναι στρατηγικής σημασίας. Οι επενδύσεις στην τεχνολογία και την καινοτομία, με την υιοθέτηση σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας, η βελτίωση της υποδομής παραγωγής, η διάδοση νέων καλλιεργειών, πιο ανθεκτικών σε ακραία καιρικά φαινόμενα, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη σε νέες αγορές, θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, θα μειώσουν την εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες και θα βοηθήσουν στην αύξηση των εξαγωγών, ειδικά σε κρίσιμους τομείς όπως αυτός του ελαιολάδου».