Οι πρακτικές του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου ωφελούν τις μεγάλες οινοβιομηχανίες και όχι τους βιοπαλαιστές αγρότες (VIDEO)
Τις μεγάλες οινοβιομηχανίες και όχι τους βιοπαλαιστές αμπελοκαλλιεργητές και οινοπαραγωγούς τόνισε ότι ωφελούν οι οινολογικές πρακτικές και τα πρότυπα του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου ο Μανώλης Συντυχάκης, βουλευτής του ΚΚΕ, στο πλαίσιο της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής για νομοσχέδιο που αφορά την κύρωση Πρωτοκόλλου για τη μεταφορά της έδρας του Οργανισμού από το Παρίσι στη Ντιζόν.
Όπως εξήγησε, πιο συγκεκριμένα, οι πρακτικές του Οργανισμού, μέσα από τη μετατροπή του κρασιού από αγροτικό σε βιομηχανικό προϊόν, αποσκοπούσαν κυρίως στην εξαγωγή του, καθιστώντας, ταυτόχρονα, δύσκολο τον έλεγχο της ποιότητας, της προέλευσης και του τελικού προορισμού των κρασιών.
Σημείωσε ότι τη στιγμή που οι μεγάλες ποτοβιομηχανίες και οι μεσάζοντες αισχροκερδούν από την πώληση του κρασιού στον τελικό καταναλωτή 15 φορές ακριβότερα από την τιμή αγοράς τους, ο Έλληνας οινοπαραγωγός μένει απροστάτευτος, διακυβεύεται η προστασία του Έλληνα καταναλωτή.
Ο Μ. Συντυχάκης στάθηκε στο ξεκλήρισμα της αμπελουργίας στη χώρα από τα εμπόδια στη φύτευση νέων αμπελώνων, τις ποσοστώσεις, τις μειώσεις σε επιδοτήσεις, από την εφαρμογή της νέας ευρωενωσιακής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, και συντάξεις, τις επιπτώσεις από τον διαχωρισμό των αγροτών σε «κατά κύριο επάγγελμα και μη», τις ζημιές στην παραγωγή που δεν καταγράφονται και δεν αποζημιώνοντας, την άγρια φορολογία στο αγροτικό εισόδημα, την αύξηση του ΦΠΑ και των εισφορών, την ακρίβεια στα αγροτοεφόδια και στο ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και από τις αθρόες εισαγωγές φτηνού κρασιού από τρίτες χώρες. «Μιλάμε για επίθεση χωρίς τέλος», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας, σε αυτό το σημείο και τις μεγάλες προσβολές από διάφορους μύκητες και έντομα, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα του σταφυλιού, όπως και την εκτεταμένη καταστροφή που σημειώνεται από αλλεπάλληλους καύσωνες.
Τέτοιες καταστροφές, επισήμανε, βιώνουν οι αμπελοκαλλιεργητές στον Νομό Ηρακλείου, των οποίων «τα αμπέλια που υπέστησαν φέτος καταστροφή θα έχουν και την επόμενη χρονιά σοβαρό πρόβλημα στην παραγωγή». Στηλίτευσε το γεγονός ότι ενώ οι αμπελουργοί αδυνατούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις που «τρέχουν» λόγω της γενικότερης επιδείνωσης της οικονομικής τους κατάστασης, παράλληλα «αντιμετωπίζουν τον αναχρονιστικό και φοροεισπρακτικό κανονισμό του ΕΛΓΑ, που με ευθύνη όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων έχει τόσους κόφτες και εξαιρέσεις, με αποτέλεσμα οι αγρότες να πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές χωρίς να αποζημιώνονται πλήρως για τη ζημιά που έχουν υποστεί».
Υπογράμμισε ότι το «παραμύθι» για τη μεγάλη αγορά των 270 εκατ. καταναλωτών και τους «αγρότες που θα έτρωγαν με χρυσά κουτάλια» έχει εξελιχθεί σε τραγωδία για τον Έλληνα μικρομεσαίο αγρότη και την αγροτική οικονομία και εν προκειμένω τον αμπελουργό και την αμπελουργία που βιώνουν σήμερα τα οδυνηρά αποτελέσματα των αντιαγροτικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ΚΑΠ: «Η ΕΕ, μέσα από τις αναθεωρημένες ΚΑΠ και την προσαρμογή τους στον ΠΟΕ, επιδίωξε το γρήγορο πέρασμα της παραγωγής και της γης σε λίγα χέρια εξαναγκάζοντας σε εγκατάλειψη τους μικροπαραγωγούς».
Ανέδειξε τις τεράστιες ευθύνες και της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ, όπως και των προηγούμενων, για αυτήν την κατάσταση, ακριβώς επειδή έχουν αποδεχθεί και υλοποιήσει τις κατευθύνσεις και την πολιτική της ΕΕ. Συμπλήρωσε ότι στην προσπάθεια να συγκαλύψουν αυτές τις ευθύνες όλοι μαζί «καλλιεργούν τη μοιρολατρία στους αμπελουργούς, υποστηρίζοντας ότι η ΚΑΠ είναι μονόδρομος και ότι το κόστος της ανυπακοής είναι μεγαλύτερο από το κόστος της προσαρμογής – υποταγής, οδηγώντας σε συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγες καθετοποιημένες αμπελουργικές επιχειρήσεις»
Τόνισε, παράλληλα, ότι οι μικρομεσαίοι αγρότες και αμπελουργοί γνωρίζουν καλά τα αδιέξοδα αυτού του «μονόδρομου» που «με ιδιαίτερο ζήλο προωθούν»: ότι ουσιαστικά εξασφαλίζει πρώτες ύλες και τεράστια κέρδη στους βιομηχάνους και ξεροκόμματο στους βιοπαλαιστές αγρότες. Για αυτό και οι τελευταίοι «δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στις ενισχύσεις καθώς αυτές δεν πρόκειται να ανατρέψουν την προοπτική της εκτόπισης τους από την παραγωγή τους και προοπτικά από τη γη τους, είτε με άμεση απαλλοτρίωση είτε μέσω της μεγαλύτερης πρόσδεσής τους στο άρμα των μονοπωλίων της εμπορίας και της μεταποίησης».
Τέλος, έχοντας αναδείξει τις δυνατότητες που έχει η ελληνική αμπελουργία, ειδικά στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Μ. Συντυχάκης επισήμανε ότι η πλειοψηφία των βιοπαλαιστών αγροτών έχει να επιλέξει ανάμεσα στον δρόμο του καπιταλισμού και της επιδείνωσης της δυνατότητας παραμονής στην αγροτική παραγωγή ολοένα με πιο δυσμενείς όρους και σε αυτόν του σοσιαλισμού, με «το πέρασμα στην κοινωνία της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής – κατανομής και των κοινωνικών υπηρεσιών όπου και η αρχικά υπάρχουσα συνεταιριστική αγροτική παραγωγή συνδέεται με την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία, το κρατικό εμπόριο και ό,τι αυτό σημαίνει σε τιμές, υποδομές, προστασία από φυσικά φαινόμενα».