Ερώτηση για την επείγουσα ενίσχυση του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου κατέθεσαν προς τον υπουργό Υγείας οι βουλευτές του ΚΚΕ Μανώλης Συντυχάκης, Μαρία Κομνηνάκα και Διαμάντω Μανωλάκου.
Αναλυτικά η ερώτηση:
«Στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την εξάπλωση του κορονοϊού, εντείνεται η αγωνία και ο προβληματισμός στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του ΓΝ Ρεθύμνου, αλλά και στο λαό της περιοχής που εξυπηρετείται από αυτό, καθώς δε λαμβάνονται από την κυβέρνηση τα αναγκαία μέτρα αποφασιστικής στήριξης του νοσοκομείου.
Ειδικότερα, το ΓΝ Ρεθύμνου, το μοναδικό νοσηλευτικό ίδρυμα ενός Νομού με 80 χιλιάδες κατοίκους, λειτουργεί με σοβαρές ελλείψεις, κάτι που ήταν γνωστό και πριν το ξέσπασμα της επιδημίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην παροχή υπηρεσιών υγείας, αλλά και στις συνθήκες εργασίας του προσωπικού. Χαρακτηριστικό είναι πως πρόσφατα είχε κλείσει η ουρολογική κλινική, ενώ και η παθολογική είχε οδηγηθεί σε αναστολή της λειτουργίας της το Δεκέμβριο του 2019, λόγω έλλειψης γιατρών.
Ακόμη και με το ανεπαρκέστατο οργανόγραμμα, που προβλέπει 91 θέσεις ειδικευμένων γιατρών υπάρχουν κενά στο νοσοκομείο, αφού έχουν καλυφθεί μόλις οι 60 θέσεις και οι 31, δηλαδή το 34%, είναι κενές (συμπεριλαμβάνεται και 1 θέση αναισθησιολόγου, που θα μείνει ακάλυπτη αυτό το μήνα). Ορισμένες μάλιστα από αυτές αφορούν κρίσιμες ειδικότητες στην αντιμετώπιση του κορονοϊού. Από τις 6 θέσεις παθολόγων έχουν καλυφθεί μόνο οι μισές και το ίδιο ισχύει για τους χειρουργούς. Για τους πνευμονολόγους έχουν καλυφθεί οι 2 από τις 4 θέσεις και αναισθησιολόγοι υπηρετούν 3 (ο ένας μάλιστα αποχωρεί τον επόμενο μήνα) από τους 5 που προβλέπονται. Ένα μικρό μέρος αυτών των ελλείψεων στην κυριολεξία «μπαλώνεται» με ανακύκλωση του προσωπικού, με συμβασιούχους – επικουρικούς γιατρούς, προσωπικό που αφενός δεν επαρκεί και αφετέρου εργάζεται σε καθεστώς εργασιακής ομηρίας, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και φεύγει πριν προλάβει καλά – καλά να εκπαιδευτεί.
Πιο δραματική είναι η κατάσταση με τους ειδικευόμενους γιατρούς. Από τις 53 θέσεις που προβλέπονται, είναι κενές οι 38 (δηλαδή το 72%). Παθολόγοι λείπουν 5 από τους 10, χειρουργοί λείπουν 5 από τους 7, γενικής ιατρικής λείπουν 10 από τους 11, ενώ δεν έχει καλυφτεί ούτε μία θέση αναισθησιολόγου και καρδιολόγου. Για αυτή την εκρηκτική κατάσταση, είναι προφανές ότι δεν αποτελεί λύση η τακτική του να μετακινούνται γιατροί από τη μία δημόσια δομή Υγείας στην άλλη, την οποία υιοθετώντας η 7η ΔΗΠΕ, μετέφερε 8 αγροτικούς γιατρούς στο νοσοκομείο, αποδυναμώνοντας έτσι την ήδη αποψιλωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα περίθαλψης.
Την ίδια στιγμή υπάρχουν 81 κενά στις οργανικές θέσεις του λοιπού προσωπικού και μάλιστα τα 31 από αυτά είναι κρίσιμες θέσεις νοσηλευτών. Συνάμα, το έγκλημα της μη λειτουργίας όλων των κλινών ΜΕΘ συνεχίζεται, καθώς από τις μόνο 9 κλίνες ΜΕΘ του ΓΝ Ρεθύμνου, λειτουργούν οι 7. Επιπλέον, ελλείψεις διαπιστώνονται –τουλάχιστον μέχρι τώρα – με τα μέσα ατομικής προστασίας, που λόγω των μικρών αποθεμάτων, διατίθενται με πολύ μεγάλη φειδώ.
Αυτή η ήδη δυσχερής κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο, με δεδομένες τις τεράστιες ανεπάρκειες της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που βεβαίως δεν μπορεί να παρέχεται τηλεφωνικά.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από τις τεράστιες ελλείψεις, αξιοποίησαν κάθε δυνατότητα για να προετοιμαστούν για την πανδημία. Αναδιάταξαν και διαμόρφωσαν το ΤΕΠ για να αποφεύγεται ο συγχρωτισμός των ύποπτων κρουσμάτων με τους άλλους ασθενείς. Μετέφεραν την παιδιατρική κλινική σε θαλάμους του χειρουργικού και στη θέση της διαμόρφωσαν κλινική ειδικά για κρούσματα του κορονοϊού. Ενδεικτικό των ελλείψεων και της αγωνίας του προσωπικού είναι το γεγονός ότι πρόσφατα οι εργαζόμενοι απευθύνθηκαν με δημόσια έκκληση στον λαό της περιοχής για να συγκεντρώσουν αναγκαία μέσα για το νοσοκομείο.
Είναι φανερό ότι τα περιορισμένα και ανεπαρκή μέτρα της κυβέρνησης δεν καλύπτουν τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας – που ήταν γνωστές και πριν την πανδημία – και σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούν με τις σύγχρονες ανάγκες του λαού και τις πραγματικές ανάγκες από την εξέλιξη της πανδημίας. Η ατομική ευθύνη, την οποία μονίμως επικαλείται η κυβέρνηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συλλογική ευθύνη του κράτους, αλλά ούτε και να κρύψει τον αληθινό εχθρό, την «ανθυγιεινή» αντιλαϊκή πολιτική που ακολουθήθηκε όλα τα περασμένα χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Αυτή η βάρβαρη πολιτική έχει ως συνέπειες σήμερα τις τεράστιες ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα Υγείας και στο νομό Ρεθύμνου.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. Υπουργός, ποια μέτρα προτίθεται να πάρει η Κυβέρνηση ώστε:
·Να αυξηθεί γενναία η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό για τις ανάγκες λειτουργίας του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου και ιδιαίτερα σε συνθήκες πανδημίας.
·Να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και λοιπού προσωπικού με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, με επείγουσες διαδικασίες, για την κάλυψη όλων των κενών του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι σύγχρονες, πραγματικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής με απολύτως δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εξετάσεις, χωρίς πλαφόν και περικοπές, με κατάργηση των εισφορών στον κλάδο Υγείας και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης.
·Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών και συμβασιούχων ελαστικά εργαζόμενων.
·Στελέχωση όλων των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στον Νομό Ρεθύμνου, ώστε να αποσυμφορηθεί το νοσοκομείο και να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού.
·Άνοιγμα όλων των κλινών ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, με τον απαραίτητο ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και με πρόσληψη – εκπαίδευση του αναγκαίου προσωπικού για τη λειτουργία τους.
·Να διασφαλιστούν τα αναγκαία μέσα και ο εξοπλισμός για την ουσιαστική προστασία όλων των εργαζομένων στις μονάδες Υγείας.
·Να επιταχθούν ιδιωτικές ιατρικές υποδομές.
·Να επιταχθούν ξενοδοχεία, στα οποία θα μπορούν να διαμένουν οι εργαζόμενοι των δημόσιων νοσοκομείων στη διάρκεια της επιδημίας, προκειμένου να προφυλάσσονται οι οικογένειές τους και οι ίδιοι.
·Να αποκατασταθούν πλήρως τα επιδόματα εορτών και αδείας και να καταβληθεί ολόκληρο το Δώρο Πάσχα σε όλους τους εργαζόμενους στις μονάδες Υγείας.
·Να επεκταθεί το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και να ενταχθούν στα Βαρέα – Ανθυγιεινά Επαγγέλματα όλοι όσοι εργάζονται σε αντίστοιχες συνθήκες».