Γιατί οι έρευνες για υδρονονάνθρακες στην Κρήτη πάνε για το 2022

Δημοσιεύτηκε στις 30/04/2021 22:52

Γιατί οι έρευνες για υδρονονάνθρακες στην Κρήτη πάνε για το 2022

Στις αρχές του 2022 τοποθετείται χρονικά σύμφωνα με τον τρέχοντα σχεδιασμό η διενέργεια των σεισμικών ερευνών στα δύο θαλάσσια οικόπεδα στα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης από την κοινοπραξία των Total, ExxonMobil και ΕΛΠΕ. Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, ο σχεδιασμός είναι αυτή τη στιγμή για τον επόμενο Ιανουάριο, Φεβρουάριο, εφόσον προηγουμένως επιλυθούν ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η κοινοπραξία έχει υποβάλει εδώ και αρκετούς μήνες προς έγκριση τις περιβαλλοντικές μελέτες, εντούτοις ακόμη δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΝ.

Η καθυστέρηση αυτή, η οποία αποδίδεται στην υποστελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΕΝ, οι οποίες χειρίζονται έναν τεράστιο όγκο αιτημάτων για περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις επενδύσεων, αποτελεί έναν από τους παράγοντες που εντείνουν την αμηχανία σε σχέση με την παρουσία των δύο μεγάλων διεθνών επενδυτών της πετρελαϊκής βιομηχανίας.

Εκτός από την γραφειοκρατική καθυστέρηση, οι προ ημερών δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το μέλλον της δραστηριότητας των υδρογονανθράκων στη χώρα μας δημιούργησαν προς στιγμήν κλίμα αμηχανίας, αν και στη συνέχεια δόθηκαν οι αναγκαίες διευκρινίσεις ότι οι δηλώσεις δεν αφορούσαν τις υφιστάμενες έρευνες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.

Αξίζει να αναφερθεί ότι πρόσφατα στην Total υπήρξαν διοικητικές αλλαγές, με την νέα καναδή επικεφαλής της ευρύτερης περιοχής ΕΜΕΑ να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της αρχικά στις χώρες όπου ο γαλλικός κολοσσός διαθέτει παραγωγή υδρογονανθράκων, δηλαδή στην Ιταλία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Βουλγαρία. Αντίθετα η Ελλάδα βρίσκεται σε αρκετά πρώιμο στάδιο, καθώς ακόμη ουσιαστικά δεν έχουν ξεκινήσει οι έρευνες.

Τέλος, ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την πρόοδο των ερευνητικών δραστηριοτήτων στην περιοχή της Κρήτης, είναι το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, όπου ως γνωστόν το τελευταίο διάστημα οι εταιρείες περιορίζουν τις δαπάνες τους και επικεντρώνονται πρωτίστως σε ώριμα παραγωγικά κοιτάσματα, εγκαταλείποντας νέες υποσχόμενες περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί απαιτούν εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης μια διαφορετική αντιμετώπιση των δύο κορυφαίων ενεργειακών επενδυτών, πιθανόν και σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο. Η παρουσία των δύο αυτών παικτών, της Total και της ExxonMobil και μάλιστα με συμβολαιοποιημένη σχέση, δεν έχει μόνο οικονομική αλλά και γεωπολιτική διάσταση, που ενισχύει την γεωπολιτική θέση της χώρας. Το μήνυμα για το πως υποδέχεται η χώρα τέτοιου είδους επενδυτές, που έχουν αναλάβει το ρίσκο της χώρας και έχουν υπογράψει συμβόλαια με το ελληνικό δημόσιο, πρέπει να είναι θετικό. Ήδη σε επίπεδο τεχνογνωσίας, τα οφέλη από την παρουσία των δύο αυτών μεγάλων εταιρειών είναι σημαντικά. Σε διαφορετική περίπτωση είναι σαφές ότι υπάρχει κίνδυνος να χαθεί μια σημαντική ευκαιρία για την ελληνική ενεργειακή αγορά.