Γ. Μυλόπουλος: «Συρρικνώνουν την δημόσια εκπαίδευση για να κερδίσει χώρο η ιδιωτική»

Δημοσιεύτηκε στις 24/09/2024 16:11

Γ. Μυλόπουλος:  «Συρρικνώνουν την δημόσια εκπαίδευση για να κερδίσει χώρο η ιδιωτική»

Για την δημόσια παιδεία που συρρικνώνεται με στόχο να κερδίσει πρόσφορο έδαφος η ιδιωτική και να αναπτυχθεί περαιτέρω, μίλησε στον Politica 89.8 και τον Χρήστο Κώνστα, ο Πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννης Μυλόπουλος.

Για την ελληνική δημόσια εκπαίδευση, τα μη κρατικά μη πανεπιστήμια και τη σοβαρή παρουσία ξένων επενδυτών και στα ελληνικά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ο κ. Μυλόπουλος επεσήμανε: «Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα, πως η συζήτηση δε γίνεται για τα δημόσια ή ιδιωτικά πανεπιστήμια και τα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία. Η συζήτηση γίνεται στη βάση ότι η Ελλάδα σήμερα και τα τελευταία χρόνια, είναι η τελευταία χώρα στην Ευρώπη, ως προς τις δαπάνες στη δημόσια εκπαίδευση. Είμαστε δηλαδή εκτεθειμένοι απέναντι στην Ευρώπη, διότι δίνουμε τα λιγότερα χρήματα για να στηρίξουμε τα δημόσια σχολεία και τα δημόσια πανεπιστήμια. Το ζήτημα λοιπόν εδώ δεν είναι ότι δίνουμε το δικαίωμα στους ιδιώτες και μάλιστα σε μεγάλα funds όπως είπατε προηγουμένως να έρθουν και να στήσουν σχολεία ή πανεπιστήμια. Το ζήτημα είναι ότι το κράτος δεν φρόντισε πριν να το κάνει αυτό, να στηρίξει το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο. Υποβαθμίζεται το δημόσιο σχολείο συρρικνώνονται, σχολεία συρρικνώνονται, τάξεις στέλνουν μαθητές από ένα σχολείο σε άλλο σχολείο γιατί μειώνουν τις τάξεις, μειώνουν τα ακροατήρια, κάνουν δηλαδή αυτή την συρρίκνωση, ας πούμε των σχολείων.  Δεν γνωρίζω κάτι για τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο κ. Πιερακάκης, ότι 8 μαθητές αντιστοιχούν ανά καθηγητή, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αν δείτε τις δαπάνες, θα δείτε ότι η χώρα μας είναι η τελευταία σε δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση στην Ευρώπη. Εγώ αυτό το οποίο ξέρω είναι ότι τα χρήματα που δίνονταν στα δημόσια πανεπιστήμια το 2010, όταν εγώ ανέλαβα πρύτανης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ήταν 3 φορές περισσότερα από τα χρήματα που δίνονται σήμερα, 5-6 χρόνια μετά τα μνημόνια. Σε αυτό δεν είναι λάθος, ότι  ανοίξαμε το δρόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά ότι το κάναμε χωρίς να έχουμε υποστηρίξει τη δημόσια εκπαίδευση. Συρρικνώσαμε τη δημόσια εκπαίδευση για να φέρουμε τους ιδιώτες στη θέση της. Αυτό είναι  τραγικό λάθος για τη χώρα, για το μέλλον της χώρας, για το αύριο της χώρας. Είναι τραγικό λάθος για την ανάπτυξη. Δεν θα έχουμε ποτέ ανάπτυξη σε αυτή τη χώρα, αν δεν έχουμε καλή βάση δημόσιας εκπαίδευσης.  Είναι τραγικό βέβαια για τα παιδιά που δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για να πάνε σε καλά δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια και πανεπιστήμια, ενώ τα άλλα παιδιά των πλουσίων οικογενειών των χορτασμένων, όπως λέμε θα καταφέρουν να σπουδάσουν και θα γίνουν άρχουσα τάξη. Αυτό σε μια εποχή σαν τη σημερινή, σε μια δημοκρατική Ευρώπη είναι ανεπίτρεπτο. Το ζήτημα μου δεν είναι ότι έρχονται funds μόνο, αλλά ότι  επιτρέψαμε, δημιουργήσαμε ένα κενό δηλαδή στη δημόσια εκπαίδευση συρρικνώνοντας τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για να ανοίξουμε τη δουλειά στους ιδιώτες.»

Για το γεγονός πως και στην παιδεία συμβαίνει ότι και στην υγεία ο κ. Μυλόπουλος σημειώνει πως: «Το ίδιο πράγμα γίνεται και στο χώρο της υγείας. Πίσω από αυτή την πολιτική και στην παιδεία και στην υγεία υπάρχει η πολιτική της κατάργησης του κοινωνικού κράτους. Υπάρχει μια πολιτική δηλαδή η οποία δεν θέλει την υγεία και την παιδεία να είναι δημόσια αγαθά, αλλά θέλει να είναι αγαθά προς κερδοσκοπία, προς κέρδος, προς κερδοφορία,  λίγων συγκεκριμένων μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες λυμαίνονται το χώρο της υγείας και το χώρο της παιδείας. Δεν θέλω δηλαδή να υπερασπιστώ τα δημόσια πανεπιστήμια και τα δημόσια σχολεία ως τη μοναδική διέξοδο, κι ότι δεν θα έπρεπε να είχαμε καθόλου ιδιωτικά, διότι σε μια ανοιχτή αγορά θα έπρεπε να υπάρχουν και τα ιδιωτικά. Η συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης ανοίγει την αγορά για την ιδιωτική σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργηθεί μια ανισορροπία η οποία φανερώνει ότι υπάρχει μια σκοπιμότητα πίσω από αυτή την πολιτική σκοπιμότητα που λέει συρρίκνωσε το δημόσιο για να ανοίξει στη θέση του ένα ιδιωτικό. Η κυβέρνηση έσπευσε να αναγνωρίσει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χωρίς να αλλάξει το Σύνταγμα αλλά είχαν πρεμούρα γιατί τους πίεζαν τα μεγάλα κεφάλαια για να μπουν στη χώρα και μπήκανε με ένα Νόμο που παραβιάζει, τη συνταγματική νομιμότητα.»

Για το ενδιαφέρον που δείχνουν τα funds πέραν της ανώτατης εκπαίδευσης και για τη μέση εκπαίδευση, ο κ. Μυλόπουλος τονίζει πως: «Υπάρχει εξήγηση και είναι η ίδια με την εξήγηση που ισχύει για το πανεπιστήμιο. Όσο μειώνονται τα κονδύλια για τη δημόσια εκπαίδευση και την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια, όσο μειώνονται τα κονδύλια για νέες υποδομές, για νέα εργαστηριακά εργαστηριακά συστήματα και νέες εργαστηριακές υποδομές, όσο μειώνονται τα κονδύλια για νέο προσωπικό, όσο αυτό το πράγμα συμβαίνει, τόσο περισσότερο θα δημιουργείται ένας ιδιωτικός φορέας μια ιδιωτική δομή για να καλύψει το όποιο κενό υπάρξει. Κι αυτό γιατί για να λειτουργήσει μια δημόσια δομή όπως άλλα δημόσια σχολεία στην Ευρώπη που θα λειτουργούν μέχρι το απόγευμα, θα πρέπει να πάρεις επιπλέον δάσκαλο από αυτόν που έχεις μέχρι τις 2 και θα δουλεύει 2-5 το απόγευμα, θα πρέπει να βάλεις εστιατόριο άρα να πάρεις και φαγητό, θα πρέπει να προλάβεις δασκάλα χορού ή γυμναστή που θα απασχολεί επίσης τα παιδιά εκείνες τις ώρες. Όλα αυτά θέλουν χρήματα, όσο δεν υπάρχουν αυτά, έρχεται ο ιδιώτης και τα καλύπτει κι αναγκάζεται, απλός άνθρωπος, ο οποίος δεν θα έστελνε το παιδί του στον ιδιώτη να το στείλει, γιατί θα πρέπει κι εκείνος να εργαστεί.»

Για το αν συσχετίζεται, η είσοδος ξένων επενδυτών στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση με το Νόμο που ψηφίστηκε πέρυσι για την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ο κ. Μυλόπουλος απαντά: «Φυσικά κι υπάρχει σχέση, διότι αυτό που έγιν πέρυσι ήταν ένα μήνυμα. Δεν είναι μόνο η αλλαγή που έγινε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι κι ότι όλο αυτό τον καιρό υποβαθμιζόταν τα δημόσια σχολεία, τα δημοτικά, τα γυμνάσια και τα λύκεια κι άρχισαν να κλείνουν τάξεις, να μην έχουν δασκάλους και καθηγητές με αποτέλεσμα το κενό που δημιουργήθηκε σε αυτά να έρχεται τώρα να καλυφθεί από τους ιδιώτες. Η ζωή δεν αγαπά το κενό και μοιραία έπρεπε να καλυφθεί από κάποιον. Το ζήτημα είναι γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί αυτό το κενό το οποίο έρχονται οι ιδιώτες να καλύψουν. Υποχρέωση της πολιτείας ς ήταν να στηρίξει τη δημόσια εκπαίδευση και δεν το έκανε. Και πως το ξέρω ; Το ξέρω διότι βλέπω ότι η Ελλάδα είναι τελευταία σε δαπάνες για τη δημόσια παιδεία στην Ευρώπη, όπως βλέπω ότι είναι και η τελευταία στις δαπάνες για την Δημόσια υγεία. Έχουμε λοιπόν μια κυβέρνηση η οποία δεν αγαπά τα δημόσια αγαθά, αγαπά τους ιδιώτες παντού ακόμα και στην παιδεία, ακόμα και στην υγεία.»

Για τους κινδύνους που υπάρχουν από τη ραγδαία αύξηση των ιδιωτικών ιδρυμάτων ο κ. Μυλόπουλος ανέφερε: «Θα επικρατήσουν τα κερδοσκοπικά κριτήρια, ενώ στην δημόσια εκπαίδευση αυτά δεν υπάρχουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει το τι θα επιλέξουν, τα ιδιωτικά, θα έχουν ως πρώτο κριτήριο την ποιότητα των σπουδών και το επίπεδο των σπουδών, ή θα έχουν το κέρδος ; Γιατί, στο τέλος της μέρας, για τα ιδιωτικά είναι το πόσα λεφτά μαζεύουν ενώ για τα δημόσια αυτό που μετράει είναι οι φοιτητές του όταν τελειώνουν να διακρίνονται σε θέσεις στη χώρα ή στο εξωτερικό. Θα υπάρχουν και πάρα πολύ καλά ιδιωτικά σχολεία που θα ενδιαφέρονται και για το κέρδος και για την ποιότητα των σπουδών αλλά αυτά θα τα ακριβοπληρώνεις. Πιθανόν ένα παιδί ενός απλού ανθρώπου να μην μπορεί να φτάσει καν σε αυτό το σημείο. Εμένα με ανησυχεί, πως  η παιδεία δεν θα είναι δημόσιο αγαθό, άλλα ότι θα είναι ένα αγαθό για όποιον έχει να το πληρώσει. Άρα αμέσως αμέσως έξυπνα και ικανά παιδιά τα οποία θα μπορούσαν να σπουδάσουν και να συμμετέχουν στο καθημερινό κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι από θέση προνομιακή δεν θα το κάνουν. Αξιοκρατία στην παιδεία δεν θα υπάρχει, θα υπάρχει αξιοκρατία του χρήματος. Καταργείται η όλη ιδέα της παιδείας ως μιας πνευματικής δραστηριότητας, στην οποία η αξιοκρατία παίζει κυρίαρχο ρόλο. Υπάρχει αντί της αξιοκρατίας μια έννοια αριστείας η οποία θα μεταφράζεται με χρήματα που πληρώνονται για δίδακτρα. Αυτό για εμένα είναι απαράδεκτο.»