H απαγωγή του Γερμανού στρατηγού στην Κρήτη λίγους μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου, αποτελεί άλλη μια ιστορική στιγμή του αντιστασιακού αγώνα.
Βρετανοί κομάντος και κρητικοί αντιστασιακοί συνεργάστηκαν για να πετύχουν την απαγωγή του Διοικητή του νησιού που είχε τεράστια στρατηγική σημασία για του Γερμανούς. Επίσης ο Κράιπε ήταν ένας ήρωας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μάχιμος στρατηγός με περγαμηνές στο ανατολικό μέτωπο και όχι ένας γραφειοκράτης που ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού με δημόσιες σχέσεις. Οργάνωσαν λεπτομερώς το σχέδιο απαγωγής και με τη βοήθεια των ντόπιων το εκτέλεσαν με απόλυτη επιτυχία.
Η ομάδα της απαγωγής Η ομάδα που θα πραγματοποιούσε το ριψοκίνδυνο εγχείρημα αποτελούνταν από 13 άτομα. Στάνλεϋ Μος και Πάτρικ Λη Φέρμορ φορώντας γερμανικές στολές Επικεφαλής του σχεδίου απαγωγής ήταν ο βρετανός ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ, γνωστός στους Κρητικούς ως «Μιχάλης» η «Φιλεντέμ».
Ο Φέρμορ είχε πολεμήσει στη μάχη της Κρήτης και είχε παραμείνει στο νησί, αναπτύσσοντας ένα δίκτυο επαφών με τους αντάρτες. Υπαρχηγός της ομάδας ήταν ο Στάνλεϋ Μος. Στενοί συνεργάτες τους ήταν οι Κρητικοί Μανώλης Πατεράκης και Γιώργος Τυράκης, οι οποίοι συμμετείχαν στην αντίσταση της Κρήτης και είχαν εκπαιδευτεί στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Αργότερα προστέθηκαν στην ομάδα, προκειμένου να βοηθήσουν με πληροφορίες και τις γνώσεις τους στην περιοχή, ο χωροφύλακας Στρατής Σαβιολάκης, ο 20χρονος Ηλίας Αθανασάκης, ο Δημήτρης Τζατζάς, ο Μιχάλης η Μίκυ Ακουμιανάκης, ο Αντώνης Ζιωδάκης και αρκετοί κάτοικοι που τους έκρυψαν στα σπίτια τους και μετά βοήθησαν να φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή.
Το σχέδιο απαγωγής
Το αρχικό σχέδιο είχε ως στόχο τον μισητό στρατηγό του γερμανικού στρατηγείου, Φίντριχ Μίλλερ, γνωστού και ως ο «Χασάπης της Κρήτης», εξαιτίας της βαναυσότητας που επιδείκνυε στον ντόπιο πληθυσμό. Ωστόσο, δύο μήνες πριν από την απαγωγή του αντικαταστάθηκε από τον ταξίαρχο Χάινριχ Κράιπε. Η αλλαγή του προσώπου δεν τους πτόησε.
Η απαγωγή του Κράιπε θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο. Τη νύχτα της 4 Φεβρουαρίου 1944 ο ,Φέρμορ ή διαφορετικά «Φιλεντέμ» έπεσε με αλεξίπτωτο στο οροπέδιο του Καθαρού στο Λασιθί, όπου τον υποδέχτηκαν εν μέσω πυκνής ομίχλης οι αντιστασιακοί της Κρήτης, ο Άγγλος Ταγματάρχης Άλεξ Ρέντελ, ο Φραγκιός Μαράκης και ο Κίμων Ζωγραφάκης.
Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες καθυστέρησαν την άφιξη των Μος, Πατεράκη και Τυράκη, οι οποίοι έφτασαν τελικά δύο μήνες μετά, στις 4 Απριλίου δια θαλάσσης. Ο άνθρωπος που τους παρείχε όλες τις χρήσιμες πληροφορίες ήταν ο Μιχάλης Αρκουμανάκης, ο οποίος ήταν επικεφαλής υπηρεσίας πληροφοριών του συμμαχικού στρατηγείου στο Ηράκλειο και έμενε κοντά στην βίλλα «Αριάδνη», που ήταν η κατοικία του Κράιπε.
Από εκεί είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις κινήσεις του Στρατηγού και τις ώρες που αναχωρούσε και επέστρεφε στο σπίτι του. Οι Φέρμορ και Μος ντυμένοι ως Κρητικοί και οι υπόλοιποι της ομάδας υποδυόμενοι τους βοσκούς, ήταν σκορπισμένοι κατά μήκος του δρόμου. Κατέγραφαν τη διαδρομή που επέλεγε και πόσα άτομα τον συνόδευαν κάθε φορά. Αφού συγκέντρωσαν όλες τις πληροφορίες ξεκίνησαν να οργανώνουν το σχέδιο απαγωγής.
Πρώτη τους σκέψη ήταν να τον απαγάγουν μέσα από το σπίτι του, αλλά τα συρματοπλέγματα, οι φρουροί και τα σκυλιά που ήταν ακροβολισμένα στην περίμετρο του σπιτιού θα δυσκόλευαν το έργο τους. Τελικά αποφάσισαν να γίνει η ενέργεια καθ΄οδόν, ένα βράδυ που θα επέστρεφε από το στρατηγείο. Κατάλληλο σημείο για να τον αιφνιδιάσουν ορίστηκε μια απότομη δεξιά στροφή, η οποία βρισκόταν λίγα μέτρα μετά το Γερμανικό Στρατηγείο. Για να στρίψει το αυτοκίνητο με ασφάλεια και να μη βγει από τον δρόμο, θα έπρεπε να κόψει ταχύτητα.
Επιπλέον, βρισκόταν σε μια σχετικά ερημική περιοχή και τριγύρω υπήρχαν θάμνοι και χαντάκια που θα τους επέτρεπαν να καμουφλαριστούν. Εξασφάλισαν δύο γερμανικές στολές,που τις έραψαν Κρητικοί στα μέτρα τους και εφόδια για τον δρόμο διαφυγής, ενώ όρισαν τα σινιάλα. Μία λάμψη με τον φακό θα σήμαινε ότι όλα πάνε καλά και ο στρατηγός έφυγε από το στρατηγείο μόνο με τον οδηγό του, χωρίς συνοδεία.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Το βράδυ της 26ης Απριλίου έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις τους. Ο Φέρμορ με τον Μος φόρεσαν στολές δεκανέα του γερμανικού στρατού και κρύφτηκαν σε ένα χαντάκι, δίπλα από τη στροφή που θα περνούσε ο στρατηγός. Αντίστοιχα, οι υπόλοιποι της ομάδας καμουφλαρίστηκαν στους θάμνους κατά μήκος του δρόμου. Ο φακός έλαμψε μια φορά. Ο στρατηγός είχε ξεκινήσει συνοδευόμενος μόνο από τον οδηγό του. Όταν το αυτοκίνητο έφθασε στο σημείο της παγίδας, ο Μος με τον Φέρμορ πετάχτηκαν στον δρόμο και του έκαναν σινιάλο να σταματήσει για ένα τυπικό έλεγχο.
Πλησίασαν από δεξιά και αριστερά τα παράθυρα του αυτοκινήτου και σε άπταιστα γερμανικά ρώτησαν εάν ήταν το αυτοκίνητο του Στρατηγού. Εκνευρισμένος ο στρατηγός ετοιμάστηκε να βγάλει τα έγγραφα και να κατσαδιάσει τους υπαξιωματικούς που δεν αναγνώριζαν τα διακριτικά του αυτοκινήτου του. Μόλις απάντησε ότι είναι ο διοικητής, ο Φέρμορ στόχευσε με το πιστόλι του στο στήθος και του ανακοίνωσε ότι πλέον είναι αιχμάλωτος πολέμου. Αμέσως πετάχτηκαν και οι υπόλοιποι με τα όπλα τους, τον έδεσαν και τον φίμωσαν, ενώ με ένα χτύπημα αναισθητοποίησαν τον οδηγό του.
Τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και στη συνέχεια επιβιβάστηκαν οι Πατεράκης, Σαβιολάκης, Τυράκης. Τη θέση του οδηγού πήρε ο Μος και ο Φέρμορ φόρεσε το καπέλο του Κράιπε και έκατσε στη θέση του συνοδηγού. Οι υπόλοιποι πήραν μαζί τους τον οδηγό του αυτοκινήτου και απομακρύνθηκαν πεζή. Σημείο συνάντησης είχαν ορίσει τον Ψηλορείτη. Παράλληλα, οι Αρκουμανάκης και Αθανασάκης πήγαν προς το Ηράκλειο, προκειμένου να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις των Γερμανών μετά την απαγωγή και να σπείρουν φήμες ότι δεν συμμετείχε κανένας ντόπιος, αλλά μόνο Βρετανοί.
Οι απαγωγείς κατευθύνθηκαν με το αυτοκίνητο του Στρατηγού προς την Κνωσό. Πέρασαν μπροστά από τη βίλα του Στρατηγού, κόρναραν για να καταλάβουν οι φρουροί ότι δεν θα μπουν και συνέχισαν προς το Ηράκλειο.
Διέσχισαν την πλατεία του Ηρακλείου Σάββατο βράδυ, την ώρα που σχόλαγε ο κινηματογράφος και πέρασαν από συνολικά 22 μπλόκα Γερμανών χωρίς να τους σταματήσουν.
Η σημαία του αυτοκινήτου ήταν αρκετή για να τους ανοίγουν οι Γερμανοί τον δρόμο και να τους χαιρετούν σε στάση προσοχής. Μόλις πέρασαν όλα τα μπλόκα άφησαν το αυτοκίνητο κοντά στη θάλασσα, ώστε να πιστέψουν οι Γερμανοί ότι τους παρέλαβε υποβρύχιο και διέφυγαν.
Μέσα στο αυτοκίνητο είχαν αφήσει ένα βρετανικό μπερέ, τσιγάρα βρετανικής μάρκας και ένα σημείωμα που γνωστοποιούσε στους Γερμανούς ότι την απαγωγή είχαν πραγματοποιήσει μόνο Βρετανοί για να μην υπάρξουν αντίποινα στους ντόπιους.
Υστερόγραφο της επιστολής: «Λυπούμεθα που αφήνουμε αυτό το αυτοκίνητο πίσω. Ελπίζω να σας ξαναδούμε σύντομα». Οι Γερμανοί δεν παραπλανήθηκαν, αλλά ξεκίνησαν να τους ψάχνουν σε όλο το νησί. Πετούσαν απειλητικές προκηρύξεις στους ντόπιους ζητώντας να τους παραδώσουν τους απαγωγείς. Ωστόσο, οι Κρητικοί δεν υπέκυψαν στη τρομοκρατία των Γερμανών, αντίθετα τους έκρυψαν και τους εφοδίαζαν καθ΄όλη τη προσπάθεια διαφυγής τους από την Κρήτη.
Επί 18 ημέρες κρύβονταν από τους Γερμανούς. Περπάτησαν μέσα στο χιόνι στις απόκρημνες κορυφές του Ψηλορείτη με τους Γερμανούς στο κατόπι τους. Με τη βοήθεια των Κρητικών έφτασαν στα Ανώγεια, όπου συναντήθηκαν με τους υπολοίπους. Οργισμένοι οι Γερμανοί έψαχναν όλο το νησί και έβγαζαν ανακοινώσεις για σκληρή τιμωρία των κατοίκων αν δεν παρέδιδαν τον στρατηγό. Μάταια. Οι χωρικοί βοηθούσαν και δεν έβγαζαν μιλιά. Τη μέρα οι απαγωγείς έμεναν σε κρησφύγετα και τη νύχτα περπατούσαν, ώστε να μην τους εντοπίσουν τα γερμανικά αεροπλάνα. Με τη συνδρομή των ανταρτών, οι οποίοι σε όλη τη διαδρομή έκαναν αντιπερισπασμούς στους Γερμανούς, έφτασαν στον όρμο Χ75, στην περιοχή Ροδακίνου.
Ο Φέρμορ είδε ότι έλειπε ο οδηγός του Κράιπε. Ρώτησε τι συνέβη. «Δεν γινόταν αλλιώς», του εξηγεί ο Αντώνης Ζωιδάκης και του δίνει το ατομικό βιβλιάριο του οδηγού με μερικές ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες. Και συνέχισε: «Ο φουκαράς ο Χανς φεύγοντας από το σημείο της απαγωγής, λόγω τραυματισμού περπατούσε σαν χελώνα. Σχεδόν τον κουβαλούσαμε στην πορεία στην πεδιάδα μέχρι τους ανατολικούς πρόποδες. Το απόγευμα της 27ης άνδρες του μηχανοκίνητου γερμανικού πεζικού άρχισαν να ανεβαίνουν τις ανατολικές βουνοπλαγιές σε ανοιχτό σχηματισμό.
Μετά τον Άγιο Σύλλα μία περίπολος είχε πλησιάσει και κινδύνευαν όλοι να συλληφθούν. Αν άφηναν πίσω τον οδηγό και τον εύρισκαν οι Γερμανοί τα λεγόμενα για μη συμμετοχή των ντόπιων στην απαγωγή θα αποκαλύπτονταν, και θα σφάζονταν και θα ερημώνονταν χωριά ολόκληρα. Κάποια στιγμή κάνοντας ο Χάνς να σηκωθεί από τη θέση του –συνεχίζει ο Ζωιδάκης– νόμισα ότι πάει να φύγει και με το μαχαίρι τον “έκοψα”».
«Δεν κατάλαβε τίποτα» είπε ένας από τους άλλους. Τον περίχωσαν σε μια βαθιά σχισμή με πολλές πέτρες, δεν θα τον έβρισκαν ποτέ. «Κρίμας. Φαινότανε καλός άνθρωπος κι ας ήτανε Γερμανός». Στις 14 Μαΐου ένα σκάφος του βρετανικού ναυτικού τους παρέλαβε και διέφυγαν στη Μέση Ανατολή. Οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει αντίποινα, αλλά κανείς δεν μίλαγε. Ο στρατηγός Κράιπε έμεινε στο Κάιρο και αργότερα μεταφέρθηκε στον Καναδά ως αιχμάλωτος. Με το τέλος του πολέμου επέστρεψε στη Γερμανία.
πηγή: mixanitouxronou.gr