Υποκλοπές: Εάν ήταν νόμιμη ενέργεια γιατί ήταν λάθος;
Του Αργύρη Αργυριάδη *
Η πρόσφατη δήλωση – διάγγελμα του Πρωθυπουργού για την υπόθεση των υποκλοπών μάλλον περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα παρά τα φώτισε. Αποδέχθηκε δημόσια ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε μέσω τηλεφωνικών συνακροάσεων τον ευρωβουλευτή και αρχηγό της ελάσσονος αντιπολίτευσης Νίκο Ανδρουλάκη και χαρακτήρισε τούτο νόμιμο μεν αλλά εσφαλμένο διότι πρώτον δεν είχε ο ίδιος ενημερωθεί – όπως ισχυρίζεται – και δεύτερον διότι η παρακολούθηση αφορούσε πολιτικό. Τα ερωτήματα που δημιουργούνται στον απλό πολίτη είναι πολλά.
Ερώτημα πρώτο: Ένας πολιτικός είναι υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων; Εάν, πράγματι, υπάρχει κίνδυνος εθνικής ασφάλειας για ποιο λόγο θα πρέπει να εξαιρείται οποιασδήποτε παρακολούθησης αποκλειστικά λόγω της πολιτικής του ιδιότητας; Τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται πουθενά. Το άρθρο 61 παρ. 3 (βουλευτικό απόρρητο) απαλλάσσει τους βουλευτές από την υποχρέωση μαρτυρίας για γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση τους λόγω της βουλευτικής τους ιδιότητας. Δεν τους καθιστά – και ορθώς – ανέλεγκτους. Άλλωστε, μόνον η Βουλή είναι αρμόδια να κρίνει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος. Ούτε ο Πρωθυπουργός ούτε ο Διοικητής της ΕΥΠ. Σε κάθε περίπτωση η άρνηση μαρτυρίας ουδόλως καθιστά ανέλεγκτο ένα βουλευτή ή ευρωβουλευτή σε περίπτωση ζητήματος εθνικής ασφάλειας.
Ερώτημα δεύτερο: Η συγκεκριμένη παρακολούθηση τελικά ήταν νόμιμη; Όχι γιατί αφορούσε έναν πολιτικό. Ήταν νόμιμη ακόμη και εάν αφορούσε τον μπακάλη της γειτονιάς μας; Η άποψή μας – βάσει όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα – είναι ότι επρόκειτο για εξόχως ΠΑΡΑΝΟΜΗ παρακολούθηση. Η τήρηση της τυπικής νομιμότητας (αίτηση από τα στελέχη της ΕΥΠ και άδεια/διάταξη από την αρμόδια Εισαγγελέα) ουδόλως καθιστά την πράξη a priori νόμιμη. Απαιτείται ο ουσιαστικός έλεγχος της νομιμότητας της πράξης. Το άρθρο 5 του Ν. 2225/1994 απαιτεί αιτιολογία της διάταξης από τον Εισαγγελέα Εφετών που είναι αποσπασμένος στην ΕΥΠ. Επιπροσθέτως απαιτεί να αναφέρεται το όνομα του προσώπου ή των προσώπων των οποίων ζητείται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ωστόσο, στην πράξη πολλές φορές οι αρμόδιες αρχές εισφέρουν στο αίτημά τους μόνον αριθμούς κινητών τηλεφώνων αποδίδοντάς τους σε «άγνωστα πρόσωπα» με αποτέλεσμα η διάταξη/άδεια να είναι ιδιαίτερα ευχερής. Τι έγινε στην προκειμένη περίπτωση; Τα εύλογα ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα: είτε τα στελέχη της ΕΥΠ δεν ανέφεραν το όνομα και την ιδιότητα του Ανδρουλάκη είτε το ανέφεραν διανθίζοντας το αίτημά τους με αναληθή στοιχεία είτε το ανέφεραν απλώς και η Εισαγγελέας έκρινε και αιτιολόγησε ότι συντρέχουν λόγοι «εθνικής ασφαλείας» που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις μιλάμε για εξαπάτηση της εισαγγελικής αρχής (είτε δια της απόκρυψης της αλήθειας είτε δια της ψευδούς αναφοράς), ενώ στην τρίτη περίπτωση μιλάμε για εξόχως εσφαλμένη αιτιολογία που δικαιολογεί δίωξη της Εισαγγελέως ακόμη και για παράβαση καθήκοντος. Υπάρχει και μια τέταρτη, αλλά εφιαλτική περίπτωση. Η αίτηση να υποστηρίζονταν σε αληθή στοιχεία οπότε ΕΥΠ και Εισαγγελέας έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Τότε δεν την κάνει σωστά ο Πρωθυπουργός που συγκαλύπτει τον Αρχηγό της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Και στα τέσσερα ενδεχόμενα, όμως, δεν έχουμε απλά λάθος. Έχουμε καραμπινάτη παρανομία και τούτη δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από τους νουνεχείς πολίτες τούτης της χώρας ακόμη και στο πλαίσιο της θερινής ραστώνης.
Ερώτημα τρίτο: Τελικά, ποιος είχε την «πρωτοβουλία» για τη συγκεκριμένη παρακολούθηση; Πόσο αληθείς είναι οι διαρροές στα μέσα ενημέρωσης περί αιτήματος ξένων αρχών (μη ευρωπαϊκών); Και τούτο διότι ο Ανδρουλάκης ήταν μέλος μιας επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα συνεργασίας της ΕΕ με την Κίνα. Είναι δυνατόν λόγω αυτής της ιδιότητας να επιτράπηκε η παρακολούθηση; Καταρχάς, αποκλείεται σοβαρή ξένη μυστική υπηρεσία να ζητούσε από την ΕΥΠ να παρακολουθήσει Έλληνα πολιτικό. Θα το έκανε, δυστυχώς, μόνη της. Δεύτερον, από πότε εκτελούμε άκριτα όσα μας ζητούν τρίτοι σε βάρος Ελλήνων πολιτών; Τρίτον, το αφήγημα αυτό δημιουργεί μείζον πρόβλημα στις σχέσεις μας με τις Βρυξέλλες. Εγκρίναμε την παρακολούθηση μέλους (ή μελών) ενός ευρωπαϊκού οργάνου γιατί ξένα κράτη ήθελαν να γνωρίζουν τι κάνει η ΕΕ με την Κίνα; Σοβαρολογούμε; Δεχθήκαμε να ρουφιανεύουμε την ευρωπαϊκή οικογένεια της οποίας κομπορρημονούμε ότι είμαστε μέλη; Το γεγονός ότι οι διπλωματικές αρχές των χωρών (Ουκρανία και Αρμενία) που «έδειξαν» οι διαρροές διέψευσαν οποιαδήποτε εμπλοκή δεν έχει τόση σημασία. Το αναληθές του ισχυρισμού ταυτίζονταν με την προκλητική αντιφατικότητά του.
Ερώτημα τέταρτο: η «νόμιμη» συνακρόαση γιατί τερματίστηκε μόλις δύο ημέρες μετά την εκλογή του Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ; Και για ποιο λόγο την ίδια ακριβώς περίοδο υπήρξε απόπειρα παγίδευσής του με το παράνομο λογισμικό Predator; Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του Ν. 2225/1994 η άρση του απορρήτου δεν έχει χρονικό όριο όταν τούτη διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Συνεπώς, όσοι διαδίδουν ότι η άρση διακόπηκε λόγω συμπλήρωσης του νόμιμου χρόνου απλώς ψεύδονται. Όσοι πάλι αποφεύγουν να συσχετίσουν τις δύο παρακολουθήσεις («νόμιμη» της ΕΥΠ και παράνομη του Predator) απλώς εθελοτυφλούν. Ανάμεσα στην προσπάθεια παράνομης παγίδευσης κινητών τηλεφώνων δημοσιογράφων και πολιτικών με το Predator και την κατ’ επίφαση νόμιμη παρακολούθηση από την ΕΥΠ υπάρχει μια «γύψινη» μεσοτοιχία. Και πρέπει να κατεδαφιστεί πάραυτα πριν μπει όλη η κοινωνία στο γύψο …
*O Aργύρης Αργυριάδης είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω