Tου Λεωνίδα Γρηγοράκου*
Τον χώρο της Κεντροαριστεράς επί πολλά χρόνια ενσάρκωνε και εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ. Ήταν και το πλεονέκτημα που του επέτρεπε να αποτελεί για τρεις δεκαετίες κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός ανατράπηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Και τούτο διότι κλήθηκε να διαχειριστεί τις συνέπειες των αλόγιστων επιλογών της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός υπήρξε επακόλουθο του πρωτοφανούς δημόσιου χρέους και των τεράστιων ελλειμμάτων που άφησε πίσω της η πενταετία της συντηρητικής παράταξης. Για τα όσα συνέβησαν μέχρι τις εκλογές του 2009, το ΠΑΣΟΚ δε φέρει την παραμικρή ευθύνη. Εντούτοις, εισέπραξε την αμφισβήτηση και τη φθορά για πολιτικές που είχε εντόνως επικρίνει και πολεμήσει. Το παράδοξο είναι πως οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν επωμίστηκαν τις επιπτώσεις των καταστροφικών πεπραγμένων τους.
Έτσι ένα πολυδύναμο κεντροαριστερό κόμμα, το οποίο άλλαξε την όψη της Ελλάδας, βρέθηκε στη δίνη μιας βαθιάς κρίσης και κατ’ επέκταση της απαξίωσης. Η καταβαράθρωσή του προκάλεσε σχεδόν κοσμογονικές αναδιατάξεις. Το κενό που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό το κάλυψε κατ’ αρχάς ο ΣΥΡΙΖΑ. Αξιοποιώντας, σε συνηγορία με το σύνολο των λοιπών κομματικών σχημάτων, την εσκεμμένη ενοχοποίηση της δημοκρατικής παράταξης, διεύρυνε την επιρροή και την εμβέλειά του. Αξιοσημείωτη ήταν η ανταπόκρισή του στα αποκαλούμενα ΠΑΣΟΚικά προπύργια. Αποκαλυπτικά παραδείγματα, οι Περιφέρειες της Β’ Πειραιά και της Κρήτης. Η αδιαμφισβήτητη αυτή αλήθεια διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα.
Επιπλέον, το αποτέλεσμα της κάλπης του Ιουλίου του 2019 μετέβαλε άρδην το σκηνικό που προέκυψε. Στον κεντροαριστερό χώρο εισέβαλε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αποσπώντας σημαντικό τμήμα του. Στην ουσία, οι μονομάχοι του νέου δικομματισμού λεηλάτησαν την εκλογική και κοινωνική βάση του. Αμφότεροι κέρδισαν την εμπιστοσύνη εκλογέων, οι οποίοι πριν στήριζαν το ΠΑΣΟΚ. Οι εναπομείνασες δυνάμεις του δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη φορά των πραγμάτων. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν δεν απέδωσαν καρπούς.
Επίσης, και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην αντιπολίτευση οι κομματικοί συσχετισμοί παραμένουν εξαιρετικά δυσμενείς για το Κίνημα Αλλαγής. Η δημοσκοπική του καθίζηση είναι πασιφανής. Η δυστοκία του να εξελιχθεί σε δυναμικό τρίτο πόλο αποδεικνύει ότι δεν έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάκαμψης. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι πολιτικά ρεύματα γεννιούνται και αναπτύσσονται όταν οι ηγεσίες τους κατορθώνουν να τα ενσαρκώσουν, να τα εκφράσουν και να τα διευρύνουν. Μόνο, αν οι επικεφαλής τους διαθέτουν το αναγκαίο βάθος, γνώσεις και εμπειρίες, και κυρίως ηγετικές ικανότητες μπορούν να τα καταστήσουν ισχυρά και ανθεκτικά.
Το δίλημμα, λοιπόν, για το ΚΙΝΑΛ είναι καίριο: Ή θα μένουμε απαθείς, παρακολουθώντας τη διαρκή υποχώρησή του. Ή θα αναζητήσουμε ρηξικέλευθες πολιτικές πρωτοβουλίες. Τη συρρίκνωση του δεν αναστέλλει η οποιαδήποτε εξωπολιτική στήριξη. Κανένα κομματικό σχήμα δεν επιβίωσε, έχοντας ακόμη και την αμέριστη υποστήριξη επιχειρηματικών ομίλων. Η τωρινή αρχηγός, η Φώφη Γεννηματά, υπολείπεται των αναγκών και των απαιτήσεων. Οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες της, η αδυναμία της να προβάλει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, το επιβεβαιώνουν.
Η ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς συνιστά υπόθεση όλων των προοδευτικών δυνάμεων, ενταγμένων και ανένταχτων. Ως εκ τούτου, ο διάλογος δεν πρέπει να ενοχοποιείται. Το ουσιαστικότερο, δεν γίνεται να είναι αντικείμενο συζητήσεων κορυφής. Κι αυτό γιατί ζητούμενο καθίσταται η θεμελίωση μιας νέας προοδευτικής και σοσιαλδημοκρατικής πρότασης που θα υπερβαίνει προσωπικούς υπολογισμούς και παγιωμένα κομματικά σχήματα.
Αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες ενέργειες, οι οποίες θα ισοδυναμούν με την επανίδρυση ενός σύγχρονου κεντροαριστερού φορέα, το βέβαιο είναι ότι Τσίπρας και Μητσοτάκης θα διαμοιραστούν τον κοινωνικό και εκλογικό κορμό του άλλοτε ΠΑΣΟΚ.
* Ο Λεωνίδας Γρηγοράκος είναι καθηγητής Εντατικής Θεραπείας-Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.