Αυτό το κόκκινο παλτό αναζητώ κάθε Χριστούγεννα. Αυτό το χουχούλιασμα ψάχνω μέσα απ’ την εορταστική μου ψευδαίσθηση. Ομως το παλτό έχει μικρύνει. Γράφει η Ελένα Ακρίτα στο in.gr.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με πιάνει μια ντροπή. Ή μάλλον όχι ακριβώς «ντροπή». Μια βοϊδίλα περισσότερο – με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στα βόδια. Γύρω μας συμβαίνουν τόσα κι άλλα τόσα κι εγώ χαζεύω σαν παιδί τις στολισμένες βιτρίνες. Δεν μπορώ να κρατηθώ, τις θαυμάζω απεριόριστα ακόμα και τις κακόγουστες. Οπως θαυμάζω τα δέντρα με τα στολίδια. Ολα ωραία μού φαίνονται, όλα ανεξαιρέτως στα εστιατόρια, στις καφετέριες, στο καθαριστήριο της γειτονιάς μου, στο περίπτερο το στολισμένο με φωτάκια, στις φωτογραφίες των φίλων στο φέισμπουκ, τα πάντα όλα σκέτα κουκλιά. Κι όσο πιο λατερνατζίδικα τόσο πιο όμορφα φαντάζουν στα μάτια μου.
Τέτοια είμαι, τώρα θα με μάθω; Από κοριτσάκι μέχρι σήμερα το λαχταρώ όλο το πακέτο. Φώτα, παιχνίδια, δώρα, κορδέλες, και αστεράκια και αγγελάκια, τα γκι, τα ου, τα μου, τα ξου όλα τα θέλω, όλα ανεξαιρέτως.
Κι αν είναι κιτς δεν τα φοβάμαι. Αντίθετα τα αγαπώ γιατί με ξανακάνουν παιδί: Τι με ξανακάνουν δηλαδή, ΕΙΜΑΙ παιδί. Τώρα, φέτος και κάθε φέτος. Είμαι παιδί και φοράω το καλό μου το φουστανάκι με το βελουδένιο μπλε φιογκάκι (bleu το βαθύ με προφορά καλέ). Και κορδέλα στα μαλλιά ασορτί με το φόρεμα.
Κι έχω και κόκκινο παλτουδάκι, αμέ; Ολόμαλλο και χουχουλιαστό. Γιατί ο κόσμος μου τότε ήταν ένα παλτουδάκι που όλους τους χωρούσε κι όλους τους ζέσταινε. Γονείς, οικογένεια, φίλους, γείτονες, τα παιδιά της «πλατείας του παππού του Παλαμά» – έτσι τη λέγαμε την πλατεία Σιαδήμα στη Φιλοθέη. Κρυφτά και κυνηγητά, πατάτες τηγανητές και μια σοκολατένια φάτνη με τα αρνάκια τα κούτσικα…
Και στο σχολείο, τα θεατρικά εργάκια που έγραφε η διευθύντριά μας η κυρία Ευστρατίου. Τα πρώτα Χριστούγεννα στο ταμπλό βιβάν μουνα Παναγία μουγκή και ψιλοκομπάρσα. Τον δεύτερο χρόνο που έγινε ο μπαμπάς μου υπουργός Παιδείας και είχα μέσον, υποδύθηκα εξαίσια – το ‘χουν να το λένε, φως μου – τη Βάντα τη μικρή ανθοπώλιδα στο ομώνυμο έργο παρακαλώ. Κι είχα κι ετοιμοθάνατη μανούλα ασθενή τη Μαρίνα της Ε’ Δημοτικού που απήγγειλε βουρκωμένη «ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή κι αφήνω τη Βάντα μου να εργαστεί» και σπαράζαν κι οι κιμωλίες.
Στο σπίτι με το στολισμένο έλατο που μύριζε κάτι πανέμορφο, κάτι απροσδιόριστο, κάτι που δεν είχε όνομα, χρώμα, οσμή. Παλιά το άρωμα αυτό το λέγαμε «μαμαδίλα», μετά δεν το λέγαμε τίποτα. Ενα άρωμα μοναδικό. Που αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και δεν υπάρχει πια.
Καλά, ο Αη Βασίλης υπήρχε, αδιαπραγμάτευτο. Κι επειδή στο πατρικό μου δεν είχαμε τζάκι, είχε συνεννοηθεί ο άγιος με τον μπαμπά να αφήνει τα δώρα στην αποθηκούλα του κήπου. Και τα βρίσκαμε παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο δίπλα στις τσουγκράνες. (Πρωτοχρονιά τα παίρναμε τότε τα δώρα, δώρα χριστουγεννιάτικα μόνο στα παιδάκια που έπαιζαν στο σινεμά).
Οταν είσαι τόσο δα σκατούλι, στο κόκκινο παλτό σου μέσα χωράνε μόνο οι ομορφιές από μια ζωή κιμπάρισσα που σου τάζει τους εφτά ουρανούς κι έναν ακόμα κάβα. Ούτε που υποψιάζεσαι πως, έξω από το κόκκινο παλτό υπάρχουν βάσανα και πόνος. Τόσο μικρή είσαι. Τόσο αθώα και τόσο ανυποψίαστη. Και τόσο προστατευμένη – ακόμα. (Δυο χρόνια αργότερα, αυτή η ίδια ζωή σαν βρεμένη πατσαβούρα στα μούτρα, θα μου έδειχνε το αληθινό της πρόσωπο. Και κανένα κόκκινο παλτό δεν θα προστατεύει πια).
Αυτό το κόκκινο παλτό αναζητώ κάθε Χριστούγεννα. Αυτό το χουχούλιασμα ψάχνω μέσα απ’ την εορταστική μου ψευδαίσθηση. Ομως το παλτό έχει μικρύνει. Και δεν μου μπαίνει πια. Δεν μου χωράει πια. Ομως στη μνήμη μέσα βαθιά, παραμένει κατακόκκινο και τεράστιο και χουχουλιαστό. Στη μνήμη μέσα βαθιά ακόμα αγκαλιάζει όσους αγάπησα κι όσους αγαπώ.