Άρθρο του Χάρη Μαμουλάκη*
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί μια αποφασιστική στιγμή στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η Ευρώπη, με καθυστερήσεις, παλινωδίες και ελλείψεις, τελικά κατάφερε να οδηγηθεί στις 21 Ιουλίου 2020 σε μια ιστορική απόφαση με βάση την οποία οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα χρηματοδοτούνταν με δάνεια και επιχορηγήσεις με σκοπό να αντιμετωπίσουν την κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία. Η απόφαση αυτή ήταν ιστορική και πριν από 1-2 χρόνια θα ήταν αδιανόητη, για τον επιπλέον λόγο ότι ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ, ύψους 1.074,3 δισ ευρώ, ενισχύθηκε με το ποσό των 750 δισ ευρώ που θα μπορούσε η Ένωση να δανειστεί από τις αγορές. Είναι ιστορική αυτή η αποδοχή από πλευράς Ένωσης κοινού δανεισμού και αμοιβαιοποίησης μέρους του χρέους των κρατών – μελών της.
Βάσει της μεθόδου υπολογισμού του ποσού που αντιστοιχούσε σε κάθε χώρα, που συνυπολόγιζε – μεταξύ άλλων – και τη μεταβολή στο ΑΕΠ της κάθε εθνικής οικονομίας λόγω της συνεισφοράς κλάδων που επλήγησαν ιδιαίτερα από τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες της πανδημίας όπως ο τουρισμός, στη χώρα μας αναλογούν 12,7 δισ ευρώ σε δάνεια και 17,8 δισ ευρώ σε επιχορηγήσεις. Μέχρι εδώ καλά. Ο κανονισμός λειτουργίας του Ταμείου, προέβλεπε, κατά το πρότυπο των αιρεσιμοτήτων στα διαρθρωτικά ταμεία, ότι οι προτάσεις για έργα θα συνοδεύονταν και από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με ιδιαίτερη έμφαση σε όσες θα διευκόλυναν την ψηφιοποίηση και το «πρασίνισμα» των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η υποχρέωση σύνταξης εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας μετέφερε τον «αγώνα» για την υπέρβαση της κρίσης στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών – μελών.
Τα προβλήματα για την Ελλάδα εκκινούν εκείνη ακριβώς την στιγμή, όταν δηλαδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε να συντάξει την λίστα των έργων και των μεταρρυθμίσεων που θα κατέθετε στην κοινότητα.
1) Διαφάνεια.
Η κυβέρνηση έφερε για πρώτη φορά μέρος του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» στη Βουλή, τον Απρίλιο του 2021 αφότου είχε προηγηθεί η υποβολή του στις ευρωπαϊκές αρχές. Είναι εμφανές ότι ήθελε να παρουσιάζεται ως συνεπής σε όρους μόνο τυπικής συμμόρφωσης με την υποχρέωση δημόσιας διαβούλευσης του σχεδίου που προβλεπόταν στον κανονισμό λειτουργίας του Ταμείου. Οι κοινωνικοί φορείς και οι φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν εκκλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν επισήμως τις προτάσεις τους, επί του συνόλου του σχεδίου. Εκτός και εάν η δημόσια διαβούλευση των 49 από τις 888 σελίδες του συνολικού σχεδίου, συνεπάγεται ως γενόμενη τη δημόσια διαβούλευση. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το σχέδιο δεν ήταν προϊόν διαβούλευσης και ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων παρά το γεγονός ότι η διάρκεια διαχείρισης του σχεδίου εκτείνεται μέχρι το 2026, δηλαδή έξω από τον εκλογικό κύκλο. Η ανύπαρκτη διαβούλευση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» δεν ήταν αποτέλεσμα παράλειψης, αλλά προϊόν συνειδητής πολιτικής επιλογής και απόρροια του ελλείματος διαφάνειας στο τρόπο συμπλήρωσης της λίστας τον χρηματοδοτούμενων έργων η οποία αποτέλεσε το άθροισμα μεμονωμένων απαιτήσεων ομάδων ειδικών συμφερόντων. Αποτέλεσμα της παραπάνω συνθήκης είναι ότι κατά την αξιολόγηση της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έβαλε «κακό βαθμό» στην Ελλάδα σε ζητήματα διαφάνειας υποχρεώνοντας την σε επιπλέον μέτρα, μέσα από την εμπλοκή και της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου – ΕΔΕΛ, για την εποπτεία της ορθής διαχείρισης των πόρων του ταμείου.
2) Ταχύτητα.
Εξ αρχής η μεγαλύτερη πρόκληση για όλες τις χώρες και δη για την Ελλάδα, επρόκειτο να αποτελέσει το εγχείρημα να εκταμιευθούν τόσοι πολλοί πόροι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση επέλεξε ο κατάλογος των έργων να προκύψει από τη συνεργασία ιδιωτών συμβούλων και πολιτικών στελεχών χωρίς τη συμμετοχή στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Ενδεικτικά, η παραπάνω απουσία της διοίκησης από την διαμόρφωση της ελληνικής πρότασης τεκμηριώνεται από το ότι η πρόσκληση για την στελέχωση της αρμόδιας δομής του Υπουργείου Οικονομικών που θα διαχειριστεί την ελληνική πρόταση για το ταμείο ανάκαμψης εκδόθηκε στις 17/05/2021, έξι μήνες δηλαδή μετά από την οριστικοποίηση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Έτσι, ενώ το ζήτημα είναι η επιτάχυνση στην υλοποίηση των έργων και των προκηρύξεων από όλους του ανθρώπινους πόρους και τις υποδομές του ευρύτερου δημοσίου, η μυστικοπάθεια της κυβέρνησης τείνει να καταστήσει την ελληνική πρόταση «σώμα ξένο» στην ελληνική διοίκηση, με ότι αυτό συνεπάγεται για την υλοποίηση των σχετικών προγραμμάτων στο άμεσο μέλλον.
3) Παραγωγικό πρότυπο
Από την πρώτη μέρα η κρίση που επέφερε η πανδημία του κορωνοϊού επικαιροποίησε τη συζήτηση για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Η εξάρτηση της χώρας από τις τουριστικές ροές και η ελλιπής κρατική στήριξη σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγική δυναμική έχουν τεθεί από όλους τους επιστημονικούς και παραγωγικούς φορείς ως περισσότερο επιβεβλημένες παρά ποτέ. Η προτεραιότητα όμως αυτή δεν αποτυπώνεται στο σχέδιο της κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το «σχέδιο Ελλάδα 2.0» προβλέπεται να έχει ελάχιστο αποτύπωμα στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και στην εγχώρια παραγωγική δομή. Αυτό αποτυπώνεται στο σκέλος των επιχορηγήσεων με την αναιμική ενίσχυση της βιομηχανίας και την παντελή απουσία στήριξης της κυκλικής οικονομίας Ακόμα χειρότερη όμως είναι η άρνηση χρηματοδότησης μέσω δανείων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς τεχνολογιών αιχμής ή υψηλού ρίσκου που θα αποτυπωθεί στον τρόπο διοχέτευσης των πόρων στο σκέλος του δανεισμού. Η επιλογή, τα δάνεια να δοθούν αποκλειστικά και μόνο με τραπεζικά κριτήρια, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην ενίσχυση κλάδων με εδραιωμένη θέση στο εγχώριο παραγωγικό σύστημα, όπως ο τουρισμό, οι ΑΠΕ και οι κατασκευές.
4) Ένταση κοινωνικών ανισοτήτων
Η χειρότερη, ωστόσο, πτυχή των επιλογών της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατά την σύνταξη της ελληνικής πρότασης για το ταμείο ανάκαμψης είναι η συνειδητή επιλογή να κατευθύνει τους πόρους κατά τρόπο τέτοιο ώστε να ενταθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Η προτεραιότητα αυτή εξυπηρετείται με δύο τρόπους. Από τη μια οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν επωφελούνται παρά ελάχιστα των επιχορηγήσεων του ταμείου και αποκλείονται εκ των πραγμάτων από τα δάνεια. Έτσι, το ταμείο ανάκαμψης θα αποτελέσει μια μορφή «επιδότησης των πλουσίων». Από την άλλη, ο βασικός μηχανισμός άρσης των κοινωνικών ανισοτήτων, το κοινωνικό κράτος, όχι μόνο δεν ενισχύεται αλλά ενεργητικά υπονομεύεται καθώς η κυβέρνηση επιλέγει να επιδοτήσει δια του ταμείου τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που θέλει να αντικαταστήσουν όψεις του ενιαίου και καθολικού κοινωνικού κράτους. Οι επιχορηγήσεις για την παιδεία θα πάνε σε ιδιωτικά κολλέγια, οι ενισχύσεις για την ανεργία θα απορροφηθούν από ΚΕΚ και οι πόροι για την υγεία θα διατεθούν στον ιδιωτικό τομέα, αφήνοντας το ΕΣΥ, μετά την τραγωδία της πανδημίας, περισσότερο ανοχύρωτο από ποτέ.
Αν και όλα τα παραπάνω προδιαγράφουν ένα ζοφερό μέλλον υπάρχουν και καλά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι οι εθνικές προτάσεις για το ταμείο ανάκαμψης αλλάζουν, φτάνει να βρεθεί μια προοδευτική κυβέρνηση που να μπορεί και να θέλει να διαχειριστεί με διαφορετικό τρόπο τους παραπάνω πόρους.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc