Δύο πολιτικοί ηγέτες που δεν αμφισβητείται από κανέναν ο πατριωτισμός τους ούτε το αίσθημα ιστορικής ευθύνης, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μου έκαναν την τιμή να μου αναθέσουν να διαβιβάσω την πίστη τους στην Ελληνοτουρκική Φιλία στον πρωθυπουργό και μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ. Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στο in.gr.
Με τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο ανήκουμε σε διαφορετικούς ιδεολογικούς κόσμους. Διαπιστώνω όμως ότι εκείνο που μας συνδέει είναι οι κοινές μας απόψεις για το μέλλον της χώρας μας. Και ειδικότερα για το πρόβλημα των σχέσεών μας με την Τουρκία.
Στο προχθεσινό άρθρο του με τίτλο «Σχέδιο Β’ για την Τουρκία» βασίζεται τόσο στα διδάγματα της ιστορίας όσο και στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή πραγματικότητα χωρίς προκαταλήψεις αλλά με τρόπο ρεαλιστικό που να στηρίζεται στην πραγματική και όχι σε μια φανταστική ανάλυση των υφιστάμενων διεθνών σχέσεων, ειδικά σε σχέση με τη χώρα μας.
Επάνω στο πρόβλημα αυτό βασίστηκε και το δικό μου άρθρο, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στα «ΝΕΑ» και χαίρομαι, γιατί οι θέσεις του Α. Ανδριανόπουλου έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια από τις δικές μου λόγω της διαφορετικής μας πολιτικής προέλευσης, ώστε να μπορώ να ελπίζω ότι οι απόψεις αυτές θα φτάσουν και θα προβληματίσουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μας.
Δανείζομαι από το άρθρο του τα σημεία που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνουν αντικείμενο σοβαρής ανάλυσης από τους κυβερνώντες τη χώρα μας. Και μάλιστα όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί, όπως πιστεύω, ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας.
Στο άρθρο του τίθεται το ερώτημα: «Εχει πραγματικά επεκτατικές τάσεις η Τουρκία; Από πού προκύπτει ένα τέτοιο συμπέρασμα; Τα τελευταία 150 χρόνια η Τουρκία συρρικνώνεται. Δεν επεκτείνεται. Οι όποιες επιθετικές προς τα έξω κινήσεις της προκύπτουν από την ανασφάλεια για τη μελλοντική της πορεία. Αισθάνεται μη αγαπητή και σε ενδεχόμενη αντιπαράθεση με όλους. Στο ζήτημα των γεωτρήσεων στην Κύπρο, εκτιμώ πως μπορεί να βρεθεί λύση. Και δεν έχει δηλωθεί πρόθεση παρέμβασης με γεωτρύπανο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (ΑΟΖ δεν έχουμε κηρύξει)».
Η αναφορά στην ΑΟΖ είναι ενδεικτική για την απουσία υπεύθυνης εθνικής πολιτικής σε ό,τι αφορά τον υποθαλάσσιο πλούτο μας. Και εάν και όταν οι Τούρκοι σπεύσουν να ανακηρύξουν την ΑΟΖ για τη χώρα τους στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο (εκεί που υπάρχει ο μέγας πλούτος), η χώρα μας θα βρεθεί στη θέση του αμυνόμενου με άγνωστες για μας συνέπειες.
Στο άρθρο του ο Α. Ανδριανόπουλος θέτει και ένα δραματικό κατά την άποψή μου ερώτημα: «Ο ελληνικός σχεδιασμός είναι ολοφάνερο πως εξαρτάται από τις κινήσεις και τις τελικές πρωτοβουλίες των ξένων τρίτων. Ενας λαός που συνέχεια ξορκίζει την ξενοκρατία, εξαρτά την ασφάλειά του από την αγαθή προαίρεση των συμμάχων του. Από τους ξένους, δηλαδή. Υπάρχει κάποιος όμως που ειλικρινά μέσα του να πιστεύει πως την κρίσιμη στιγμή θα παρέμβουν στρατιωτικά οι σύμμαχοι για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και την εδαφική μας ακεραιότητα;».
Και καταλήγει στη βεβαιότητα που οδήγησε τα βήματά μου στα 1986 στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου μαζί με άλλους φίλους του Πνεύματος και της Τέχνης από την ελληνική πλευρά να ιδρύσουμε με τον Ζ. Λιβανελί και μερικούς άλλους από τους εξέχοντες τούρκους διανοούμενους την Πρώτη Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας: «Υπάρχουν εκτιμώ διέξοδοι στις μεταξύ μας σχέσεις. Ρεαλιστικές κι ορθολογικές. Που να φέρουν τις δύο χώρες κοντά. Με αφετηρία τη γνήσια φιλική διάθεση των δύο λαών. Χωρίς την ανάμειξη ξένων».
Υπενθυμίζω εδώ ότι δύο πολιτικοί ηγέτες που δεν αμφισβητείται από κανέναν ο πατριωτισμός τους ούτε το αίσθημα ιστορικής ευθύνης, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μου έκαναν την τιμή να μου αναθέσουν να διαβιβάσω την πίστη τους στην Ελληνοτουρκική Φιλία στον πρωθυπουργό και μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ.