Ο διεθνής πληθωρισμός και οι εγχώριες κυβερνητικές ευθύνες
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η σημερινή πληθωριστική κρίση είναι αποτέλεσμα της «τέλειας καταιγίδας» που έπληξε από το 2021 μέχρι σήμερα τις διεθνείς αγορές. Τρεις παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή την κατεύθυνση. Πρώτον, η μερική χαλάρωση από τους περιορισμούς της πανδημίας οδήγησε αρχικά σε μια βραχυχρόνια αύξηση της διεθνούς ζήτησης που επηρέασε δυσανάλογα πολλούς κλάδους στους οποίους παρουσιάστηκαν ελλείψεις, όπως στις περιπτώσεις πολλών πρώτων υλών ή των ημιαγωγών. Δεύτερον, μεσοπρόθεσμα, η αύξηση των υγειονομικών ελέγχων και η νέα συνθήκη της πανδημίας οδηγούσε σε μια αύξηση του κόστους μεταφοράς διεθνώς που σταδιακά θα ενσωματωνόταν στο κόστος των τελικών προϊόντων. Η παραπάνω αρνητική συγκυρία ήρθε φέτος και συνδυάστηκε με την τραγωδία της Ουκρανίας και τον συνακόλουθο ενεργειακό πόλεμο που λαμβάνει χώρα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Έτσι, τρίτον, αυτός ο πόλεμος οδηγεί σε τεράστιες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας που επηρεάζουν οριζόντια όλους τους τομείς της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Οι αυξήσεις αυτές από του χρόνου, δυστυχώς, θα έχουν πλήρως μετακυληθεί στην αγροτική παραγωγή, στην τιμή των λιπασμάτων και εν τέλει σε μια ογκούμενη, την στιγμή που μιλάμε, παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Οι ίδιες, δε οι απαντήσεις που δίνονται σε επίπεδο Ευρώπης, αναφορικά με την αναγκαιότητα απεξάρτησης από το Ρωσικό φυσικό αέριο, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου, υποδεικνύουν μια μόνιμη και μεσοπρόθεσμη αύξηση των τιμών της ενέργειας από την οποία δεν φαίνεται να υπάρχει άμεση αποκλιμάκωση.
Μέσα σε αυτή την τραγική και δυσοίωνη συγκυρία, κάθε κυβέρνηση καλείται να βρει τρόπους να περιορίσει τις συνέπειες της κρίσης, να προστατέψει τους πλέον ευάλωτους κλάδους και τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Επί της αρχής, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πληθωρισμός είναι ένας μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των οικονομικά ισχυρών. Άρα η προοδευτική πολιτική προσπαθεί πάντα, για δημοσιονομικούς λόγους, να τον τιθασεύσει αλλά ταυτόχρονα να πάρει και μέτρα που να αίρουν τις συνέπειες αυτής της αναδιανομής στο επίπεδο των κοινωνικών ανισοτήτων. Και σε αυτό το σημείο κρίνεται και η εκάστοτε κυβέρνηση.
Δυστυχώς, σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να πάρει μέτρα και για τα δύο αυτά προβλήματα που προκύπτουν από τον πληθωρισμό. Αρνήθηκε έγκαιρα να μειώσει το ΦΠΑ, κατά το μέτρο της αύξησης των κρατικών εσόδων από την αύξηση των τιμών και αρνείται να βάλει όρια στις, νόμιμες ή παράνομες, αθέμιτες πρακτικές στην αγορά όπως στην περίπτωση των διαπιστωμένων υπερκερδών των καθετοποιημένων εταιριών ενέργειας. Άρα η σημερινή κρίση έχει διεθνή προέλευση, αλλά εντείνεται από εγχώριες πολιτικές επιλογές.
Οι συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής είναι ήδη αισθητές στο καλάθι της νοικοκυράς και στην επιβάρυνση που βιώνουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας. Καμία μεταφυσική αισιοδοξία του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης δεν θα μας «σώσει» από την κρίση που έρχεται. Μην έχουμε καμία αμφιβολία, ο τουρισμός μας και φέτος, θα διαπρέψει. Το ερώτημα όμως αυτού του καλοκαιριού, θα είναι αν μια μικρομεσαία επιχείρηση στον κλάδο του επισιτισμού, διαπρέποντας σε επίπεδα τζίρου, θα μπορεί να καλύψει έστω και τα πάγια έξοδα της.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc