Στον τελευταίο πολιτικό κύκλο που άρχισε το 2019, έχοντας ως δεδομένο ότι τον Σεπτέμβριο λήγει η θητεία της τρικομματικής κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές του 2015, ενισχυόταν η δημοσκοπική τάση για την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό το πολιτικό στοιχείο, επιβεβαιώθηκε στις ευρωπαϊκές εκλογές της 26ης Μαΐου, οι οποίες έδωσαν μια μεγάλη εκλογική νίκη στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση. Προσδιορίζοντας παράλληλα, όπως αποτυπώνεται σε όλα τα επιμέρους στοιχεία όλων των ερευνών, ότι, όποτε και να γίνουν οι εθνικές εκλογές, το παγιωμένο πολιτικό σκηνικό δεν μπορεί να ανατραπεί.
Στην προεκλογική περίοδο αποτυπώθηκαν με ευκρίνεια τόσο το πολιτικό μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα, όπως εκφράσθηκε ‘’ Με τους πολλούς ή με την ελίτ ”, όσο και η διαμόρφωση μιας πιο θετικής agenda από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με κυρίαρχα τα στοιχεία της οικονομίας, της επενδυτικής και αναπτυξιακής κατεύθυνσης, την φορολογική πολιτική. Στο κρίσιμο κοινωνικό ακροατήριο δεν έπεισε ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ αντίθετα επικράτησε ο λόγος του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στην 10χρονη κρίση, δημιουργήθηκαν πολιτικά μορφώματα βαθύτατα λαϊκιστικά, αντιευρωπαϊκά, που καλλιέργησαν και επένδυσαν στον διχαστικό λόγο, παρασύροντας κοινωνικά τμήματα. Στο Κοινοβούλιο μπήκε με την ψήφο των Πολιτών, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Δημιουργήθηκαν παράλληλα και κόμματα που θέλησαν να εκφράσουν το πολιτικό κέντρο. Και στις δυο περιπτώσεις, τα εγχειρήματα αυτά, για διαφορετικούς λόγους, διαψεύσθηκαν, υποχώρησαν, άλλα δεν μετείχαν στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου, αφού δεν κατάφεραν να έχουν την κοινωνική υποστήριξη.
Αυτό που αποτυπώθηκε στην κάλπη τόσο των ευρωπαϊκών εκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, αλλά και των εθνικών εκλογών, είναι η αναγκαιότητα για μια μεγάλη πολιτική στροφή. Κάτι που δεν έχει να κάνει μόνον με την κυβερνητική εναλλαγή, αλλά με την γενικότερη κατεύθυνση της χώρας μέσα στην Ευρώπη, μέσα στον κόσμο.
Η πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε, πρέπει να δώσει σαφή δείγματα ως προς την μετακίνηση στην αναγκαία κανονικότητα, στην διαμόρφωση ενός άλλου μοντέλου διακυβέρνησης.
Η χώρα από την ανερμάτιστη λογική της σύγκρουσης δεν είχε κανένα όφελος. Και από την υποχώρηση της σύγκρουσης ακολουθώντας την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων, η χώρα πρέπει τώρα να βρεί απαντήσεις μέσα από την σύνθεση και την συνεννόηση.
Στον μεταπολιτευτικό βίο ενέσκηψαν λογικές που στραγγάλισαν την εξουσία, την δημιουργική πολιτική. Λογικές που δημιούργησαν αγκυλώσεις στον δημόσιο βίο, στην άσκηση πολιτικής. Και με αυτά τα φαινόμενα πρέπει η χώρα να τελειώνει, αναζητώντας συνθετικούς προσδιορισμούς.
Γραφειοκρατία, υψηλή φορολογία, τομείς οικονομικής δραστηριότητας που είναι ακόμη εγκλωβισμένοι, φορολογικές επιβαρύνσεις, ασύστολη γραφειοκρατία, αποτελούν διαχρονικά στρεβλώσεις που κρατούν την χώρα δέσμια. Για αυτό και η νέα διακυβέρνηση, πρέπει να επιδείξει γρήγορες και δραστικές κινήσεις στην κατεύθυνση της ψηφιοποίησης για ένα κράτος που οφείλει να μετασχηματισθεί βαθύτατα. Να απεμπλακεί από κάθε είδους γραφειοκρατικά εμπόδια που παρακωλύουν το επενδυτικό κλίμα. Δεν μπορεί η εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονται με τις επενδύσεις να φθάνουν ή να ξεπερνούν τα τέσσερα χρόνια.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει σταθερά εγκλωβισμένη στις τρείς τελευταίες θέσεις του Δείκτη Digital Economy and Society της ΕΕ, να βρίσκεται το 2018 στην 132η θέση στην παγκόσμια κατάταξη του Doing Business, να δίνει μάχες οπισθοφυλακών για το άρθρο 16.
Προγραμματική προτεραιότητα στον νέο κυβερνητικό κύκλο, πρέπει να είναι η συνετή και υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, η δημιουργία ενός κράτους και μιας Δημόσιας Διοίκησης με επιτελικό, στρατηγικό ρόλο, με ισχυρή ανεξαρτησία στην Δικαιοσύνη, στο Κράτος Δικαίου, στις φορολογικές αρχές, ακυρώνοντας κάθε παρέμβαση γραφειοκρατικού κομματισμού.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της προηγούμενης περιόδου άφησε στάσιμα κρίσιμα πεδία που χρήζουν συνταγματικής αναθεώρησης, όπως την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τις πολιτικές εξελίξεις, την ενίσχυση και θεσμική λειτουργία ανεξάρτητων αρχών.
Τα διαχρονικά ελλείμματα στο ελληνικό κυβερνητικό μοντέλο δεν μπορούν να είναι συμβατά με τις αυξημένες ανάγκες της χώρας, δεν υπηρετούν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Για μια νέα αποτελεσματική κυβερνησιμότητα, απαιτείται μια διαφορετική κουλτούρα και προσέγγιση, μέσα στις κυβερνητικές δομές, μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Η θεσμική θωράκιση, οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές στην λειτουργία κρίσιμων τομέων του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης απαιτεί δημόσιες πολιτικές ορθολογικής και μετρήσιμης απόδοσης. Και αυτές πρέπει να καταγραφούν αυτοδύναμα, δημιουργώντας νέους πολιτικούς συμβολισμούς, νέους προβληματισμούς, νέες αναγκαιότητες.
* O κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης.
Το άρθρο έχει γραφεί για τον ιστότοπο politica.gr