Ο Κώστας Γαβράς είναι καλλιτέχνης, αλλά δεν ξέρω ούτε έναν καλλιτέχνη που να μην ενδιαφέρεται να πουλήσει την τέχνη του. Και όλος αυτός ο αναβρασμός μόνο καλό στην ταινία κάνει. Το τίμημα ήταν, με αυτήν τη διασκευή, ο Κώστας Γαβράς να στιγματιστεί από τα… αποδυτήρια. Γράφει ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο in.gr.
Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για θέμα που καίει το πανελλήνιο, όπως επίσης αντιλαμβάνομαι ότι εφόσον είναι ένα θέμα με το οποίο αποφάσισε να ασχοληθεί ο Κώστας Γαβράς κάνοντάς το ταινία, ο πυρετός ανεβαίνει ακόμη περισσότερο. Ο Κώστας Γαβράς δεν είναι τυχαίος. Είναι ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ζώντες έλληνες σκηνοθέτες του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και καταξίωση· δεν είναι ο χ, ψ άγνωστος του οποίου μια τέτοια ταινία, μια ταινία για την ελληνική οικονομική κρίση, θα περνούσε, το λιγότερο, απαρατήρητη.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι από τη στιγμή που ο Κώστας Γαβράς ανακοίνωσε ότι θα γυρίσει ταινία το βιβλίο «Ανίκητοι ηττημένοι» του Γιάνη Βαρουφάκη τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τον ίδιο τον δημιουργό, διότι αυτομάτως μπήκε στο στόχαστρο.
Στιγματίστηκε.
Δεν θα διαφωνήσω στο ότι δικαίως στιγματίστηκε. Είναι πολύ πιθανόν να το επιδίωξε κιόλας. Για ποιον λόγο, αλήθεια, τώρα μια ταινία για τις σκληρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ενωση; Γιατί τώρα, ενώ το θέμα είναι ακόμα ζεστό, «ζωντανό»; Γιατί όχι λίγο αργότερα, όταν πολύ πιθανόν (το ευχόμαστε τουλάχιστον) να έχουν κάπως καταλαγιάσει τα πράγματα; Και γιατί, αλήθεια, μια ταινία με βάση το συγκεκριμένο βιβλίο, το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, του ανθρώπου που ως υπουργός Οικονομικών επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο τιμόνι των διαπραγματεύσεων από πλευράς μας και τον οποίο η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θεωρεί υπεύθυνο για ένα πολύ μεγάλο μέρος των δεινών που η χώρα μας πέρασε από το 2015 και τούδε; Γιατί, αλήθεια, αυτό το βιβλίο και όχι μια «ελεύθερη», αδέσμευτη ταινία για την ελληνική οικονομική κρίση από έναν σκηνοθέτη που έχει αποδείξει τι μπορεί να κάνει;
Ο Κώστας Γαβράς είναι καλλιτέχνης, αλλά δεν ξέρω ούτε έναν καλλιτέχνη που να μην ενδιαφέρεται να πουλήσει την τέχνη του. Και όλος αυτός ο αναβρασμός μόνο καλό στην ταινία κάνει. Το τίμημα ήταν, με αυτήν τη διασκευή, ο Κώστας Γαβράς να στιγματιστεί από τα… αποδυτήρια.
Πολιορκήθηκε από μόνος του.
Ναι, όλα αυτά τα αντιλαμβάνομαι και μπορώ να δικαιολογήσω το τεράστιο ενδιαφέρον που η ταινία «Ενήλικοι στην αίθουσα» έχει προκαλέσει στη χώρα μας με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα της, εκτός συναγωνισμού πριν από λίγο καιρό σε ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ κινηματογράφου στον πλανήτη, αυτό της Βενετίας.
Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αντιληφθώ όμως, αυτό που πραγματικά αδυνατώ να χωνέψω, αυτό που στην κυριολεξία δεν μπορεί να το χωρέσει ο φουκαράς ο νους μου, είναι πώς, αλήθεια, τόσοι ενήλικοι άνθρωποι παρασύρθηκαν από τα πάθη τους και άρχισαν να μιλούν για τους «Ενήλικους στην αίθουσα», την εν λόγω ταινία του Κώστα Γαβρά, λες και την έχουν ήδη δει. Αδιανόητο!
Ξέρετε, όταν μιλάμε για μια ταινία, μιλάμε για κάτι υπαρκτό, για ένα έργο που έχει γυριστεί, που υπάρχει. Δεν μιλάμε πια ούτε για τις προθέσεις ούτε για τις σκέψεις του δημιουργού. Μιλάμε για ένα ζωντανό δημιούργημα. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν τόσα κοινωνικά δίκτυα να έχουν πάρει φωτιά από τόσο κόσμο που λέει το μακρύ και το κοντό του για μια ταινία που κανείς, πλην όσων έτυχε να την παρακολουθήσουν στη διάρκεια του τελευταίου Φεστιβάλ Βενετίας, δεν έχει δει;
Πόσο δύσκολο, αλήθεια, είναι να κάνεις λίγη υπομονή και να περιμένεις μέχρι να ανοίξει η ταινία στις αίθουσες (Πέμπτη 3/10) ώστε να έχεις ολοκληρωμένη άποψη για το θέμα που σε καίει; Και πόσο αυτονόητο είναι αυτό που λέω!
Ενα τεράστιο μέρος του κόσμου έπεσε στην παγίδα της αυτοπροβολής και της ανάγκης να ακουστεί, οπότε άρχισε να αναλύει αυτό που… φαντάζεται ότι έκανε ο Κώστας Γαβράς, χωρίς να είναι σε θέση να ξέρει τι είναι τελικά αυτό που έκανε, γιατί κανείς από όσους διάβασα στα κοινωνικά δίκτυα να μιλούν για την ταινία δεν την είχε δει. Διάβασα ύβρεις, ένιωσα οργή και δεν βρήκα πουθενά λογική. Ολοι φαντάζονται, αλλά κανείς δεν ξέρει.
Πολιορκήθηκαν από μόνοι τους.
Τείνω τελικά να συμφωνήσω με τον Γαβρά, ο οποίος στη Βενετία, σε μια μεγάλη κουβέντα που κάναμε, μου είπε ότι «στην Ελλάδα ζούμε έναν εμφύλιο διαρκείας, απλώς τα σκληρά εγκλήματα που έγιναν στον πόλεμο στη δεκαετία του 1940 έχουν πλέον αντικατασταθεί από πολύ σκληρά λόγια».
Και, δυστυχώς, είμαι πια βέβαιος ότι αυτό πολύ δύσκολα κάποια στιγμή θα αλλάξει, αν αλλάξει και ποτέ.