Στο ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον, η Σύνοδος Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα διεξαχθεί στις 10-11 Δεκεμβρίου, θέτει στο προσκήνιο την διπλωματική αναφορά εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με την σταθερά κλιμακούμενη τακτική της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή μας, το ζήτημα της εφαρμογής κυρώσεων, θέματα που συζητούνται εδώ και μήνες.
Άρθρο του Γιώργου Α. Ζερβάκη για τον Politica.gr *
Στον παρόντα πολιτικό χρόνο, που το ζήτημα των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία συζητείται ξανά σε κοινοτικό επίπεδο, τα μηνύματα που προέρχονται από την Άγκυρα δεν μεταδίδουν κάποια ενθαρρυντικά μηνύματα ως προς το περιεχόμενο της ευρωτουρκικής εταιρικής σχέσης. Και τα προηγούμενα Ευρωπαϊκά Συμβούλια έχουν καταγεγραμμένη αυτήν την στάση της Άγκυρας, που εκδηλώνεται χωρίς να υπολογίζει διεθνείς συνθήκες, την πρόσδεση της σε πρακτικές καλής γειτονίας. Η προσπάθεια της Άγκυρας να φανεί ως χώρα συνεννόησης και διαλόγου, είναι προσχηματική και ευκαιριακή, που δεν επιτρέπει καμία αισιοδοξία ως προς την επανέναρξη διερευνητικών επαφών, από την στιγμή που συνεχίζει να θέτει αστερίσκους στο Διεθνές Δίκαιο και στην καλή γειτονία.
Απέναντι στην πολιτική στάση της Άγκυρας, η πρόθεση της ΕΕ να επιβάλλει σοβαρές κυρώσεις εναντίον της, έχει λάβει μια επιφανειακή προσέγγιση. Ενώ μια δυναμική ευρωπαϊκή απάντηση απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, είναι ένας οδικός χάρτης ουσιαστικής εφαρμογής κυρωτικών μέτρων, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, που θα παραπέμπουν σε μελλοντικές διευθετήσεις. Κυρώσεων από πλευράς της ΕΕ σε εμπορικές, χρηματοπιστωτικές, ενεργειακές δραστηριότητες της Τουρκίας, φθάνοντας έως και το μείζον ζήτημα της Τελωνειακής Ένωσης, από την στιγμή που η Τουρκία την παραβιάζει σε πολλές πτυχές της, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Και εδώ κρίνεται και η χρησιμότητα συνολικά του περιεχομένου της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, από την στιγμή που η Άγκυρα συνεχίζει να διαμορφώνει την πολιτική της, στο γνώριμο για αυτήν παραβατικό πλαίσιο, που εκτείνεται από τις εξόδους ερευνητικών σκαφών, έως το προκλητικό άνοιγμα των Βαρωσίων, αλλά και την εμφανή καταπάτηση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη. Στοιχεία που μας δείχνουν ότι η Άγκυρα προσεγγίζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις χωρίς να έχει απομακρυνθεί από την επικίνδυνη αντίληψη της σε σχέση με τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Το ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, η Τουρκική επεκτατική πολιτική στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με τις εμπλοκές στρατιωτικού χαρακτήρα στην Συρία, στην Λιβύη, στο Ιράκ και από ότι φάνηκε και στην σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας, η υγειονομική πανδημία και η οικονομική ανασφάλεια που προκύπτει, θέτει για το σύνολο της ΕΕ την αναγκαιότητα ανανέωσης του ενοποιητικού σχεδίου. Μακρυά από τους εθνικούς αυτοεγκλωβισμούς των λαϊκιστών που επιχειρούν να υπονομεύσουν ένα άλμα στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Η κρίση που προκαλείται από την Άγκυρα στην ευρύτερη περιοχή, δημιουργεί ένα νέο συμβολισμό για την ΕΕ, θέτοντας για τα κράτη-μέλη και την θεσμική εκπροσώπηση της Ένωσης, νέες προκλήσεις. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίσεις και προκλήσεις που την αφορούν, όμως η δημιουργία απειλών για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, υποδηλώνει πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, την αναγκαιότητα της πολιτικής ένωσης, την εμβάθυνση στο πεδίο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Οι παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από την Τουρκία στην περιοχή μας, συνιστούν μια υψηλού συμβολισμού άσκηση για μια γνήσια ευρωπαϊκή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας.
Η υποστήριξη της ΕΕ προς την Ελλάδα και την Κύπρο, δεν είναι απλά τυπική υποχρέωση έναντι δυο κρατών-μελών, αλλά συνολική προστασία των συμφερόντων της ΕΕ. Στην αδράνεια του διακυβερνητικού μηχανισμού και της διαχειριστικής πρακτικής του, η υπερεθνική λογική, η ενιαία αντίληψη και δράση για την ΕΕ καθίσταται επιβεβλημένη. Και αυτό απαιτεί καθολική συναίνεση, κοινή προσπάθεια, δοκιμάζοντας την ικανότητα της Ένωσης για μια αποτελεσματική, συνεκτική αντίληψη δράσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, των προεκτάσεων της στην πολιτική της ευρωπαϊκής άμυνας και της ασφάλειας.
Στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, στις Συνόδους Κορυφής, προκύπτουν αμφιταλαντεύσεις ως προς ζητούμενο μιας κοινής ευρωπαϊκής θέσης. Από τον διακυβερνητισμό των διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων, η ΕΕ οφείλει να περάσει στην χάραξη και διαμόρφωση μια θεσμικής μετατόπισης που να έχει ως καταληκτικό στόχο την ομοσπονδιακή κατεύθυνση, για μια Ένωση πραγματική πολιτική οντότητα με κοινό διπλωματικό βραχίονα, με αμυντική διάσταση. Γιατί, στα παγκόσμια και περιφερειακά ζητήματα, που δημαγωγικοί αναθεωρητισμοί που συναντάμε και σε χώρες του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου, φθάνουν μέχρι την αποδόμηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου, το Κοινοτικό οικοδόμημα χρειάζεται μια ενισχυμένη αρχιτεκτονική, με σαφή προτεραιότητα την πολιτική ενοποίηση.
Για δεκαετίες στο ενωσιακό περιβάλλον κυοφορείται μια περιοριστική ενοποιητική προσπάθεια, που δεν μπορεί να λειτουργήσει ως προπομπός θεσμικής θωράκισης σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Στην ΕΕ πρέπει να συντελεσθεί μια μεγάλη αλλαγή, που θα αντιστρέψει το δόγμα του ελάχιστου κοινού παρονομαστή της διακυβερνητικής πρακτικής. Αλλαγή αποφάσεων, για την μετατόπιση από τον διακυβερνητισμό των εθνικών μικροσυμφερόντων, της ατελούς ενοποίησης σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, μέσα από την αναθεώρηση των βασικών πυλώνων της ενωσιακής αρχιτεκτονικής, που δεν έγινε από το Μάαστριχτ και έπειτα.
* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης.